Στο αψεγάδιαστο, αλλά καθόλου αναγκαίο μελόδραμα «ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΩ» ο Αλμοδόβαρ βάζει στην άκρη τις γυναίκες με σάρκα και οστά για να ριχτεί στη διερεύνηση των σκοτεινών ταυτοτήτων και της μεταμόρφωσης, εγείροντας παράλληλα σοβαρά ζητήματα «ορίων» όχι μόνο σε ό,τι αφορά την τρανσγενετική παρέμβαση όπως η ταινία την αναφέρει, ως είδος μετάλλαξης που ενώ απαγορεύεται στους ανθρώπους, προωθείται και υποστηρίζεται για τα φρούτα και τις τροφές... Η ταινία σφύζει από τα φαντάσματα του Αλμοδόβαρ, που όμως εδώ, μεταμορφώνονται σε δαίμονες. Ενας άνδρας που αλλάζει φύλο με χειρουργική επέμβαση και πλαστική κόλπου. Ολοι οι κρεμασμένοι στους τοίχους του σπιτιού του χειρουργού πίνακες ζωγραφικής απεικονίζουν γυναικεία σώματα, ακόμη και το ζωντανό γυναικείο σώμα εκτίθεται στη θέα ως αντικείμενο τέχνης... Υπάρχει η μητέρα που πρέπει να πεθάνει... Υπάρχει βίαιο σεξ ως απελευθέρωση... Για να φτιάξει την ταινία ο Αλμοδόβαρ σπούδασε αυτό που είναι ο «τρόμος» στο σινεμά.
Ιντριγκα μπαρόκ με στοιχεία gothic, στο pastiche αυτό, που συνίσταται από επιμέρους ιστορίες που τελειώνουν σε μια, όπου ο διώκτης γίνεται θύμα, ταυτότητες και ρόλοι αντιστρέφονται, με δεσμούς απροσδιόριστους και συγγένειες κρυφές. Η ταινία εμφανίζεται σαν κομψή αναπαράσταση αυτού που κάνει η αισθητική χειρουργική. Δημιουργεί... Μεταμορφώνει. Αυτή η μεταμόρφωση εντάσσεται σε μια ιστορία που μοιάζει παράλογη ακριβώς γιατί απουσιάζει εκείνη η οικουμενική διάσταση που χαρακτηρίζει τα πιο σημαντικά φιλμ του δημιουργού. Η ταινία δίνει την αίσθηση ότι είναι βουτηγμένη σε μια νοσηρή υπερβολή, σε μια αδιέξοδη ομφαλοσκόπηση και σε διάφορες ψυχαναλυτικές θεωρίες για το δέρμα ως δοχείο του Εγώ. Ενώ, γίνεται έντονα αισθητή η απουσία εκείνων των ζωτικών σημείων που χαρακτήριζαν προηγούμενες ζεστές, ανθρώπινες στιγμές, όπως η κατανόηση, η επιείκεια και κυρίως η αλληλεγγύη...
Πρέπει να μνημονεύσουμε και τον Αντόνιο Μπαντέρας, που επιστρέφει σε φιλμ του Αλμοδόβαρ μετά από 20 χρόνια, από το 1989 που δούλεψαν για τελευταία φορά μαζί. Ο Μπαντέρας είναι ο ηθοποιός φετίχ του σκηνοθέτη - εκείνος τον ανακάλυψε. Ερμηνεύει τον απόμακρο, απαθή και ανίκανο να μοιραστεί τον πόνο του άλλου χειρουργού, με εξαιρετική οικονομία στην έκφραση - ιδιαίτερα στις χειρονομίες. Ο Μπαντέρας εσωτερικεύει ολόκληρο τον κόσμο του χαρακτήρα, έναν κόσμο χωρίς ψυχή και κρύο σαν την εκδίκηση, που μοιάζει δυστυχώς με το αποτέλεσμα της ταινίας, ψυχρό, παγωμένο και με μυρωδιά εργαστηρίου. Ισως να δείχνει κάποιο πρώτο σημάδι παρακμής.
Πάντως, μέσα σε δύο ώρες ο Αλμοδόβαρ κατάφερε να δείξει και να αποδείξει γι' ακόμα μια φορά το αφηγηματικό του μεγαλείο, μέσα από το χρονικό μιας εκδικητικής βεντέτας ανάμεσα στον δημιουργό και το δημιούργημά του. Η δομή και η δομική διάρθρωση της αφήγησης, ο χειρισμός του χρόνου και η εννοιολογική συρραφή, λειτουργούν υποδειγματικά. Η ταινία φέρει από την αρχή ως το τέλος την αναγνωρίσιμη σφραγίδα του δημιουργού της και συνιστά άσκηση στιλ ενός μαέστρου που αγγίζει την τελειότητα...
Παίζουν: Αντόνιο Μπαντέρας, Ελενα Ανάγια, Μαρίσα Περέδες, Ανα Μένα, κ.ά.
Παραγωγή: Ισπανία (2011).