Για τον «αγαπημένο φίλο του» κυρίως, αλλά και για τον ποιητή Γ. Βαρβέρη μίλησε με λόγια της καρδιάς, ο βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1998) Γιάννης Κοντός, ενώ τα συναισθήματα και την αίσθηση που του μεταδίδει η ποίηση του Βαρβέρη περιέγραψε ο ζωγράφος Γιάννης Τσόκλης. Στη συνέχεια, αντί άλλων φιλολογικών αναλύσεων και επαίνων, το «λόγο» έλαβε η ίδια η αισθαντική, βαθιά, μελαγχολικά, συχνά λεπτής, υπονοηματικής ειρωνείας, αλλά και εξομολογητική ποίηση του Γ. Βαρβέρη, διαβασμένη από τον ίδιο, τον Γ. Κοντό και την Ερση Σωτηροπούλου.
Μια ποίηση ελευθερόστιχη, αλλά που διαθέτει ποιητική προσωδία, υπόκρυφους ποιητικούς ρυθμούς γεμάτους μελωδικές «μουσικές» και «παλμούς» ιδεών, στοχασμών, κοινωνικών κρίσεων, βιωμάτων, αισθημάτων, συναισθημάτων του ποιητή. Ποίηση με βαθιές «χαράξεις», που όμως συχνά θέλουν να μοιάζουν ανεπαίσθητες. Να κρύβουν ότι είναι «χαράξεις» υπαγορευμένες αλλού από έρωτα, αλλού από οδύνες, αλλού από πεισιθανάτιο αίσθημα κι αλλού από ελπίδα που λαχταρά να φτερουγίσει βέβαιη και να επαληθευτεί. Η ποίηση του Γ. Βαρβέρη δεν είναι μόνο ποίηση λόγου, είναι και ποίηση της σιωπής. Ποίηση ενός τόσο πλήρους λόγου, ο οποίος περιέχει και τη λάλουσα σιωπή. Ο οποίος αλλού «προβιβάζεται σε σιωπή» και αλλού, όπως στο ποίημα «Το κεφάλι μου», μιλά για τις ποιητικές αγάπες του: «Δε μου ανήκει στίχος κανένας. Οι φίλοι μου τους χειρούργησαν όλους./ Οι ακέραιοι φίλοι μου Μπρασένς και Φερρέ. Και οι άλλοι./ (...) Τι άλλο να θέλει το ποίημα/ παρά να περάσεις την κλωστή στη βελόνα/ -κι αλήθεια τη νύχτα γεμίζει κλωστές το δωμάτιο-/ ακόμα κι ο Ομηρος τα κατάφερε, σκέφτομαι/ αλλά πού βελόνα να τρυπήσω τη νύστα στον κρόταφο...».