Η χτεσινή μετεκλογική δήλωση του Γ. Παπανδρέου είχε αποδέκτες τα κόμματα που θέλουν να γονατίσουν τα λαϊκά στρώματα, για λογαριασμό της πλουτοκρατίας
Κάλεσμα για συναίνεση απηύθυνε χτες στα αστικά κόμματα ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, για να περάσουν τα αντιλαϊκά μέτρα και ταυτόχρονα να ξεπεραστεί ο σκόπελος της λαϊκής αγανάκτησης, η δύναμη της οποίας πολλαπλασιάζεται από την ενίσχυση του ΚΚΕ.
Μιλώντας εξ ονόματος της αστικής τάξης και δείχνοντας την ανησυχία της, ο πρωθυπουργός, αξιοποίησε τα αποτελέσματα και του β' γύρου για να απευθύνει «κάλεσμα συμμετοχής» και «συνεργασίας» σε εκείνες «τις πολιτικές δυνάμεις που θέλουν την αλλαγή» και είναι «αποφασισμένες να συγκρουστούν» με όσους αντιστέκονται στην εφαρμοζόμενη βάρβαρη πολιτική.
«Δεν μας περισσεύει κανείς. Χρειάζεται μια μεγάλη συμμαχία δυνάμεων με τη συνεργασία όλων (...) Με τις όποιες διαφωνίες, σήμερα καλούμαστε όλοι να αναλάβουμε ευθύνες απέναντι στην πατρίδα», ήταν το μήνυμα που έστειλε ο πρωθυπουργός, ο οποίος, πίσω από τις πατριδοκάπηλες κορόνες πρόταξε το «διάλογο» και τη συνεργασία ανάμεσα στους εταίρους του δικομματισμού και τις παραφυάδες τους, ώστε με την «απαιτούμενη βούληση», όπως είπε, να «συγκρουστούμε με πρακτικές που μας πάνε πίσω».
Επί της ουσίας, σάλπισε προσκλητήριο «ενότητας» των πολιτικών εκπροσώπων της πλουτοκρατίας απέναντι στο λαό που αντιστέκεται και στο ΚΚΕ που τον καλεί σε απειθαρχία και ανατροπή της πολιτικής που καταστρέφει τη ζωή του. «Δεν χωρούν παιχνίδια, ακρότητες, ή πολιτικές και πράξεις, που βλάπτουν ουσιαστικά ακόμα και την εικόνα της πατρίδας», ανέφερε ο πρωθυπουργός δείχνοντας την αντιδραστική πρόθεση της κυβέρνησης να οξύνει την επίθεση κατά του λαϊκού κινήματος και του ΚΚΕ.
Με την χτεσινή τοποθέτηση, ο πρωθυπουργός ήρθε ταυτόχρονα να φουντώσει τα σενάρια για τη μεθόδευση «ανοιχτής συμφωνίας» ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, ώστε να προωθηθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή «συναίνεση» οι αντιδραστικές ανατροπές.
Κυβερνητικές πηγές σημείωναν χτες ότι ο πρωθυπουργός μετά τις 20 Νοέμβρη και όταν επιστρέψει από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Λισαβόνα, θα ζητήσει κατ' ιδίαν συναντήσεις με τους πολιτικούς αρχηγούς. Στόχος του είναι, «να επιτύχει συναίνεση από τη ΝΔ στο πεδίο της οικονομίας και των διαρθρωτικών αλλαγών». Μάλιστα οι ίδιοι σημείωναν ότι «κατά καιρούς η ΝΔ έχει ξεκαθαρίσει ότι θα υπέγραφε ένα είδος μνημονίου».
Οι ίδιες πηγές σημείωναν ότι ο πρωθυπουργός θα θέσει θέμα και θα ζητήσει τη «συναίνεση της ΝΔ για να πετύχει την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων προς την τρόικα». Αλλωστε, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», ο Γ. Παπανδρέου ομολόγησε ότι «έχει τεθεί στο τραπέζι και το ζήτημα της επιμήκυνσης αποπληρωμής του δανείου του μηχανισμού στήριξης».
Ουσιαστικά, ο Γ. Παπανδρέου θα ζητήσει τη δημιουργία ενός ισχυρού «πολιτικού μετώπου» ανάμεσα στα αστικά κόμματα, που θα επιβάλει μια μακρόχρονη σκληρή πολιτική λιτότητας, αφού μαζί με την επιμήκυνση της αποπληρωμής των δανείων θα έρθει και η επ' αόριστον επιμήκυνση της εφαρμογής του μνημονίου. «Χρειαζόμαστε όλοι. Είμαι ανοιχτός σε κάθε σοβαρή και ειλικρινή πρόταση», ανέφερε ο πρωθυπουργός.
Στο ίδιο πνεύμα, δεν δίστασε να ισχυριστεί ότι με την ψήφο τους «οι πολίτες ζήτησαν τη συνέχιση της πορείας και απαίτησαν την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα και απέρριψαν τις σειρήνες αποσταθεροποίησης», σε μια προσπάθεια να «νομιμοποιήσει» την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης.
Συντηρώντας ταυτόχρονα το κλίμα τρομοκράτησης του λαού κάλεσε «τις πολιτικές δυνάμεις να δουν τι συμβαίνει στην Ευρώπη» και έσπευσε να αναγάγει το μνημόνιο και το μηχανισμό στήριξης των ιμπεριαλιστικών κέντρων σαν «μηχανισμό σωτηρίας της πατρίδας» ζητώντας ουσιαστικά από τους εργαζόμενους να αποδεχτούν τη λεηλασία των δικαιωμάτων και του εισοδήματός τους.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Ε. Βενιζέλος ενισχύοντας την κυβερνητική προπαγάνδα δήλωσε: «χρειαζόμαστε ένα εθνικό σχέδιο που η κυβέρνηση το συγκροτεί και το εφαρμόζει. Αλλά δεν αρκεί η κυβέρνηση, δεν αρκεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Χρειαζόμαστε όλη την κοινωνία, χρειαζόμαστε όλες τις πολιτικές δυνάμεις προκειμένου να πετύχουμε τους αναγκαίους εθνικούς στόχους που οφείλουμε να πετύχουμε».