Τον περίμεναν οι δεσμώτες τον Χάροντα. Τον είχαν προκαλέσει να βρεθούν αντίκρυ, αντίπαλοι στα μαρμαρένια αλώνια. Η δική τους νηστεία δεν ήταν για το ραμαζάνι. Για να τον ξεγελάσουν, ήταν. Να νομίσει, ο κερατάς, πως είναι αδύναμοι και να βρεθεί μπροστά τους χαλαρός, απροετοίμαστος. Αυτός, μπαμπέσης κι άτιμος, τους εξαπάτησε. Δεν τόλμησε να αναμετρηθεί μαζί τους στο φως και βγήκε παγανιά στο σκοτάδι. Εκεί, κι οι ήρωες δυσκολεύονται να νικήσουν.
Νάτοι, οι διαδηλωτές, μιλιούνια. Νέοι και νέες, με κόκκινες σημαίες. Εθελοντές μελλοθάνατοι, με τις κόκκινες κορδέλες δεμένες στο κεφάλι. Στην πρώτη σειρά, διακρίνω τον Χουσεΐν και την Ουσλέμ. Πιασμένοι χέρι - χέρι. Φορούν τις κόκκινες κορδέλες για να προκαλούν το θάνατο. Ξέρουν, όμως, να μάχονται για τη ζωή. Δίπλα τους, η «μάμα». Τα χέρια της βαμμένα με χένα. Είναι χαρούμενη και περήφανη. Κάποια από τα χιλιάδες παιδιά της νίκησαν το θάνατο.
Θ' απορείς, Ναζίμ, πώς ξέρω τα ονόματα και γνωρίζω τα πρόσωπα των εθελοντών μελλοθανάτων της πατρίδας σου. Μού τους σύστησε η συντρόφισσά μου η Μπέρρυ, μ' αυτό το συγκλονιστικό ρεπορτάζ, που έκανε, πηγαίνοντας απέναντι και δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη». Υστερα, καιρό τώρα, και η δική μας καρδιά βρίσκεται απέναντι και τουφεκίζεται. Δε σου το λέω για ν' ανταποδώσω τη δική σου ποιητική κραυγή αδελφικής, συντροφικής, γειτονικής αλληλεγγύης, όταν η χώρα μου τουφεκιζόταν. Σου μιλώ με τη γλώσσα της καρδιάς μας. Εμείς οι Ελληνες, για να δούμε τον ήλιο να χαράζει, προς τη δική σας μεριά κοιτάμε, αδελφέ μου.
Αύριο, θα βγούμε κι εμείς στους δρόμους. Για να συμπαρασταθούμε στα καρντάσια μας, που δολοφονούνται στα «κελιά», που στερούνται την ελευθερία, τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Για να απαιτήσουμε από τη διεθνή κοινότητα την τιμωρία του Ετσεβίτ και των άλλων φονιάδων του τουρκικού λαού. Αλλά και για να διαμηνύσουμε στον Σημίτη και στον Παπανδρέου, που έχουν αδελφικές, συμμαχικές και συνεταιριστικές σχέσεις με τους Τούρκους φονιάδες, ότι ο λαός μας τούς θεωρεί συνένοχους στο έγκλημα και κάποτε θα το πληρώσουν...