Το Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής |
Επιλέξαμε μέσα από το βιβλίο το δυνατό κείμενο του Γιώργου Χρ. Κυθραιώτη, για να μας πάει, τούτη την Κυριακή, στην «καρδιά» της πόλης...
Κάπου γύρω απ' το Παγκύπριο Γυμνάσιο είναι κάτι γειτονιές που οι στέγες τους απλώνονται αμέριμνες μέσα σ' ένα φως ανεξιχνίαστο. Που, αν τις δεις από πανοραμική άποψη, είναι ίδιες κι απαράλλαχτες με το ανάγλυφο της νηπιότητας μέσα μας.
Μια πανοραμική άποψη της πόλης |
Ενα άρωμα βαθύ, χαμηλόφωνο, από χώμα και ξύλο, σε υποδέχεται καθώς μπαίνεις στον Ταχτακαλά. Αρωμα που ανεβαίνει από τις σκοτεινές αποθήκες των ξυλεμπορικών - για να σμίξει ύστερα με τη μυρουδιά της κόλλας και του βερνικιού - υπενθυμίζοντας διακριτικά πως δεν γίνεται ταξίδι «τη απουσία του». Αρωμα που όλοι το ξέρουν, το κουβαλάνε στα ρούχα τους, το ακούνε σαν δροσερό ψίθυρο ακόμα και στον ύπνο τους.
Ενας πλακόστρωτος δρόμος στην παλιά πόλη |
Πιο πέρα, το παζάρι με τα μικρομάγαζα και τα εργαστήρια. Τενεκετζίδικα, χρυσοχοεία, καρεκλοποιεία. Αλλά και υφασματοπωλεία, αγγειοπωλεία, μπακάλικα. Πραμάτεια κρεμασμένη στους τοίχους, αραδιασμένη στους δρόμους. Σακιά με όσπρια, αποξηραμένα φρούτα, μπαχαρικά. Στοίβες από χουρμάδες, φραγκόσυκα, ταψιά με μικρούς σωρούς από γλυκάνισο, ρίγανη, σουμάκι. Αγοραπωλησίες και διαπραγματεύσεις, τράμπες, παζαρέματα επί του συγκεκριμένου. Αφού τα άλλα χρειώδη, τ' ανείπωτα, όλα εκείνα που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να μην τον πλακώσει η λύπη ποτέ, φυτρώνουν εν αφθονία στους κρυφούς κήπους των σπιτιών και, επομένως, ο καθένας μπορεί να τα έχει.
Στους δρόμους οι διαβάτες προχωρούν ακολουθώντας δαιδαλώδεις μελωδίες μέσα τους, αλλά και ψαλμούς και φοινικιές που ανοίγουν ψηλά σαν πυροτεχνήματα και παφλασμούς από τις υδατοπτώσεις ουράνιων καταρρακτών. Ωστόσο η γαλήνη ποτέ δε διαταράσσεται. Τους μένουν μονάχα κάτι τριμμένα ρούχα που τα σφίγγουν γύρω απ' το σώμα τους, μέχρι να φτάσουν στο σπίτι, στο πραγματικό τους σπίτι.
Ο προμαχώνας κοντά στην Πύλη Αμμοχώστου. Διακρίνεται τμήμα από τα Βενετσιάνικα τείχη (δεξιά) |
Υπάρχουν ήσυχες γωνιές στον Ταχτακαλά. Αλλά και γωνιές που κινδυνεύουν να εκραγούν από στιγμή σε στιγμή. Υπάρχουν απλοί, ευθείς δρόμοι κι άλλοι γεμάτοι στροφές, γωνίες, επαναστροφές, σκοτεινά γυρίσματα, απότομες πτώσεις, ακανόνιστους σφυγμούς, αμφίβολες προοπτικές, πάταγους, αιωρήσεις, τρομακτικές υλακές. Εδώ κι εκεί, ο Ταχτακαλάς έχει πλευρές που καίνε, ή που μας φυλακίζουν, πλευρές που μας τρομάζουν προς καιρού. Ενα όμως είναι σίγουρο: Απ' όπου και να κοιτάξεις, όλα είναι εναργή, απτά διά της οράσεως. Και με τους κατάλληλους υπολογισμούς, με την ορθή προσέγγιση, μπορούν να γίνουν πραγματικότητα πτήσεις, απολυτρώσεις, θεραπείες, επανακάμψεις - ακόμα και ιάσεις καθίστανται δυνατές.
Από τότε, φυσικά, η πόλη μεγάλωσε, έγινε αγνώριστη. Εμαθε ξένες γλώσσες, απόκτησε αυτοπεποίθηση. Ενηλικιώθηκε. Ξεχύθηκε ακράτητη προς όλες τις κατευθύνσεις, πήρε να ψηλώνει, να κερδίζει πατώματα. Αδύνατο να δεις ορίζοντα πια, εκτός κι αν ανέβεις κάπου υπεράνω - ας πούμε σε κανένα Roof Garden ή κάτι τέτοιο. Γέμισε πρόσφυγες - όχι μόνο από κείνους που διώξαν οι Τούρκοι απ' τα χωριά τους, που νοσταλγούν τα χαμένα σπίτια και τα χωράφια, μα κι απ' τους άλλους, τους πλάνητες, που νοσταλγούν συνεχώς κάποια μέρα που παράπεσε, λεν, κάπου ανάμεσα Δευτέρα και Τρίτη. Που γυρνάν εδώ και κει απαρηγόρητοι μαζεύοντας θραύσματα και κομμάτια κι όλο χαϊδεύονται να συνταιριάξουν ξανά ένα παλιό ψηφιδωτό που μόλις θυμούνται, που όλο προσπαθούν να οργανώσουν πορείες επιστροφής - επιστροφής στον χαμένο χρόνο - κι αναζητούν μιαν αιθρία στο κέντρο της πόλης, έναν κήπο αναμονής μέσα στην έρημο του μπετόν κι ύστερα μια καμαρόπορτα που, ακόμα κι αν δε βγάζει στον παράδεισο, τουλάχιστον να τους βγάλει απ' την κόλαση που ζήσανε ως εδώ.
Το Ηρώο της Κυπριακής Ελευθερίας, που βρίσκεται απέναντι από το κτίριο της Αρχιεπισκοπής |
Και, φυσικά, η πόλη ξαναχτίζεται εκ βάθρων, προχωρά μπλεγμένη διαρκώς στις σκαλωσιές, διχασμένη, αβέβαιη, τραυματισμένη από μπλόκα και πολυβολεία, κι εξακολουθεί ν' αποφεύγει επίμονα τη ματιά του καθρέφτη, αρνείται να στρέψει το βλέμμα της προς τα κει, προς τα κει που κάποτε, λένε, απλώνονταν οι στέγες του Ταχτακαλά παραδομένες σ' ένα φως ανεξιχνίαστο.
Κι ενώ μακριά ακούγονται πού και πού εκκωφαντικές βροντές - σημάδι πως η μπόρα πλησιάζει - προχωρούν κάθε είδους δοσοληψίες, οπισθοβουλίες, λογαριασμοί, αγωνίες. Δεν πιστεύεις στα μάτια σου: Τόσες ρωγμές, τόσο μπετόν, τόσα μίση, τόσα κλιματιστικά, τόσα τραύματα. Κι όλα τα συμπαρομαρτούντα: Αποδείξεις, συμφωνίες, τιμολόγια, απορίες, εσωτερικές αιμορραγίες.
Αλλος παθιάζεται να γεωγραφήσει τον Ταχτακαλά πάνω σε άσπρα φύλλα χαρτιού, έτσι που να μπορεί να τον κουβαλά στις βαλίτσες του σαν εικόνισμα ή σαν φυλαχτό, για να ξορκίζει το κακό και να 'χει κάτι να σφίγγει στα χέρια του την ώρα της κοσμοχαλασιάς.
Κάπου κάπου, μιλώντας με φίλους από κείνη τη μεριά της πόλης, διαπιστώνω, παρ' όλ' αυτά, πως κατά βάθος έχουν όλοι την ίδια νοσταλγία για τους παλιούς αγαπημένους οικισμούς. Ολοι συμφωνούν πως, σε κάποιες γωνιές του Ταχτακαλά, θα πρέπει σίγουρα να μπορείς ακόμα ν' αναπνεύσεις πιο καθαρόν αέρα, πως, υπό κάποιες προϋποθέσεις, είναι σίγουρα καλό να κατεβαίνεις κάπου κάπου εκεί, στα κεντράκια, στις καφετερίες που εν τω μεταξύ έχουν ανοίξει κατά δεκάδες. Είναι μια βόλτα με διάθεση ηθογραφική που, αν όχι τίποτ' άλλο, σε βοηθά ν' αντικρίσεις την υπόλοιπη πόλη με άλλο μάτι - κυρίως θαυμάζουμε τις εγκαταλελειμμένες τρώγλες, που ήδη γίνονται σπάνιο είδος, αλλά και τ' ανακαινισμένα αρχοντικά, τα νεοκλασικά με τις ψηλές πόρτες και τις διακοσμητικές σιδεριές από σφυρήλατο σίδερο, ή ακόμα και τα καινούρια σπίτια που χτίστηκαν στη θέση των προηγούμενων αντιγράφοντας τις παλιές γραφικές προσόψεις.
Κατά κάποιο μυστήριο τρόπο, όλοι οι νοσταλγοί, ακόμα και οι πιο πολυταξιδεμένοι, συμφωνούν πως ο Ταχτακαλάς είναι το καλύτερο καταφύγιο για να γλιτώσεις απ' τα βάσανα, από τα ντέρτια και τα φαρμάκια, τους σεβντάδες και τους καημούς, τους πόνους, τους χωρισμούς, τη ρύπανση του αέρα αλλά και του εγκεφάλου, τις επελάσεις της βαρβαρότητας, τα μίση και τις διατυπώσεις, τις σφραγίδες, τους προεκλογικούς λόγους, τους κολικούς των εντέρων, την κούρσα των εξοπλισμών, ακόμα κι από τα φλάμπουρα των ξένων στρατών που πλαταγίζουν πάνω απ' την πόλη. Και όχι μόνον αυτό! Συμφωνούν, ακόμα, πως είναι το μόνο μέρος τελικά όπου υπάρχει πιθανότητα να τους δοθεί επιτέλους το νόημα που τόσο απελπιστικά τους λείπει.
Και πράγματι είναι. Αν ο νοσταλγός είναι άξιος. Αν, μ' άλλα λόγια, καταλάβει πως τα παλιά σπίτια, οι παλιές γειτονιές, έχουνε σκορπιστεί στον αέρα της νύχτας σαν τ' απομεινάρια απ' τα πυροτεχνήματα, σαν τις ρουκέτες που φωτίζουν για μια στιγμή το σκοτάδι κι ύστερα γίνονται σκόνη μες στη νύχτα κι εξανεμίζονται στους πέντε ανέμους, αν εννοήσει πως είν' ανώφελο να ενώνεται με τους τουρίστες που περιδιαβάζουν τα μαγαζάκια της κάτω πόλης διαλέγοντας σουβενίρ κι εξίσου ανώφελο να κοιτάζει κλεφτά από μια κλειδαρότρυπα που δεν έχει πια το κλειδί της, αν καταλάβει πως μόνο το μέλλον, το απώτερο, το μακρινό, το πολύ μακρινό, μπορεί να ξαναφέρει πίσω το παρελθόν και πως έχει μονάχα μια στιγμή για να γεννηθεί, τη στιγμή τούτη μόνο και τίποτ' άλλο, αν παραδεχτεί, εντέλει, πως για να ξαναβγεί στον Ταχτακαλά δεν του μένει παρά μονάχα ένας δρόμος, που δεν περιλαμβάνεται στους χάρτες και στους τουριστικούς οδηγούς: Να γίνει ο ίδιος βραχονησίδα καταμεσής στον ωκεανό των ανθρώπων, γυμνή, αποψιλωμένη, εκτεθειμένη στις φουρτούνες, αφήνοντας τα χτυπήματα των κυμάτων να τον λειαίνουν ώσπου να τον πλημμυρίσει ο αφρός της ειρήνης.