Από την παράσταση του «Επιτάφιου» |
Αγάπη, σεβασμό, απεριόριστη εκτίμηση. Αυτό γεύτηκε σ' όλη της τη ζωή η μεγάλη κυρία του ελληνικού θεάτρου, η συντρόφισσα της καρδιάς μας, που μας έδινε δύναμη από τη δύναμη της ψυχής της, που στο μέγεθός της υποκλίθηκαν όλοι όσοι τη γνώρισαν. Υποκλίθηκαν στο παράδειγμα, στο ήθος, στη δύναμη, στην αξιοπρέπεια που επέδειξε έως το τέλος. Αλύγιστη, γοητευτική, ακέραιη, συνεπής, παρούσα σ' όλους τους αγώνες, ταλαντούχα και ευαίσθητη κατακτούσε τις καρδιές όλων.
Μας έμαθε την τρυφερότητα του ατσαλιού. Μας έδειξε πόσο εκκωφαντικά μπορεί να ψιθυρίσει η αλήθεια. Μας απέδειξε ότι η πιο επαναστατική στάση μπορεί να έχει το άρωμα της ευγένειας και τη χάρη της πιο εύθραυστης πορσελάνης. Η κοινωνία που ονειρευόμαστε θα έχει κάτι από την εικόνα της αστείρευτης νιότης της - όπως χαρακτηριστικά είχε πει αποχαιρετώντας την ο πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, Λεωνίδας Βαρδαρός.
Eurokinissi |
Στις 30/7 συμπληρώνονται 91 χρόνια από τη γέννησή της. Η Αλέκα Παΐζη γεννήθηκε στην Κρήτη. Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος, ήταν δάσκαλος, αλλά και καπνέμπορος. Της αγόρασε το πιάνο και ευφραινόταν να παίζει, μέχρι το τέλος της. Από παιδάκι, βλέποντας τους περιοδεύοντες στην Κρήτη θιάσους, κόλλησε το θεατρικό «μικρόβιο». Πλουσιόπαιδο εκείνη, «σημαδεύτηκε» μια μέρα που ένα φτωχό παιδάκι χτύπησε την πόρτα τους ζητώντας φαΐ. Του έδωσε κάτι και δακρυσμένη ρώτησε τη μάνα της, «γιατί αυτό παιδάκι δεν έχει να φάει; Αυτό το ερώτημα με μάρκαρε και το κρατώ σε όλη μου τη ζωή», έλεγε. Ο πατέρας χρεοκόπησε. Δεν άντεξε τον ανταγωνισμό των μεγάλων καπνοβιομηχάνων.
Μετά το Γυμνάσιο η Αλέκα Παΐζη, μόνη και οικονομικά «στον άσο» - όπως για πάρα πολλά χρόνια στη ζωή της - έρχεται στην Αθήνα. Εισάγεται στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Παντρεύεται έναν τραπεζικό υπάλληλο. Αγοράζουν ένα σπίτι στις Τζιτζιφιές, κοντά στην Αγία Ελεούσα. Κατοχή. Αμέσως μετά την ίδρυση του ΕΑΜ η Αλέκα Παΐζη εντάσσεται σε αυτό, όπως και στο ΚΚΕ. Το ανασυγκροτημένο ΚΚΕ αποφασίζει να επανακυκλοφορήσει τον «Ριζοσπάστη».
Σε μια εκδρομή κομμουνιστών και ΕΑΜιτών, η Αλέκα Παΐζη γνωρίζει τον κομμουνιστή δημοσιογράφο Κώστα Καραγιώργη, ο οποίος λίγες μέρες αργότερα της ζητά - κρυφά από τον άντρα της - να διαθέσει το σπίτι της για την έκδοση του πρώτου παράνομου φύλλου του «Ριζοσπάστη». Εκείνη δέχεται. «Φέρνει ο Καραγιώργης στο σπίτι μου μια μηχανή, χαρτί, στοιχεία και έναν τυπογράφο» - θυμόταν σε συνέντευξή της στον «Ρ». «Ηταν Αρμένης. Αρχισε να τυπώνει ο Αρμένης, αλλά όλα έβγαιναν μουντζούρα. Γέμιζα το μπουγαδοκόφινο με τα μουντζουρωμένα χαρτιά και τα 'καιγα στο τζάκι. Δεν γινόταν τίποτα κι οι μέρες περνούσαν. Ο Καραγιώργης φέρνει άλλη μηχανή, με κύλινδρο. Εμένα το μόνο που μ' ένοιαζε ήταν να δω καθαρά τυπωμένο τον "Ριζοσπάστη". Ο Αρμένης μια μέρα με ρώτησε: "Μαντάμ, αν χτυπήσει το πόρτα τι τα πείτε;"». Ο παράνομος «Ριζοσπάστης» τυπώθηκε. Ο Καραγιώργης πήρε τα αντίτυπα και τη μηχανή. Αφησε τυπογραφικά στοιχεία και άλλα υλικά, που τοποθετημένα σε βαρέλι θάφτηκαν στον κήπο. Με μια καταρρακτώδη βροχή τα θαμμένα άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Αρον άρον το σπίτι εγκαταλείφθηκε και πουλήθηκε «για λίγα τρόφιμα και το πρώτο ενοίκιο ενός σπιτιού στην οδό Φυλής».
Χ. Φλωράκης - Αλ. Παπαρήγα - Αλ. Παΐζη |
«Είχα πεισμώσει» έλεγε. «Ελεγα μέσα μου, αυτοί θα λένε να κάνω δήλωση, εγώ θα λέω δεν κάνω. Η αξιοπρέπεια δεν σ' αφήνει να υποκύψεις. Αυτοί ήταν χυδαίοι κι εγώ θυμωμένη». Ετσι, μαζί μ' άλλες αγωνίστριες, εξορίζεται στο Τρίκκερι. Εκεί, σε σκηνές βρίσκονται 5.000 γυναίκες. Σύντομα, «αρχίζουν τα καψώνια. Μας παίρνουν τα ράντζα. Επιβάλλουν να κοιμόμαστε στο χώμα. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το Μακρονήσι. Επεσε πολύ ...σπήλαιο στους πνεύμονες των γυναικών μ' αυτό το καψώνι. Από τις 5.000 γυναίκες, μείναμε για το Μακρονήσι 1.200 περίπου. Κι απ' αυτές στο Τρίκκερι ξαναγυρίσαμε κάπου 500. Τσακίστηκε ο κόσμος (...) Στο κολαστήρι της Μακρονήσου πήγαμε με ένα καράβι που μετέφερε ζώα. "Παλιοκουμμούνες θα πεθάνετε", μας λέγανε. Καψώνι, λιγοστό νερό, αρμυρές σαρδέλες για φαΐ, βούρδουλας, κόλαση».
Με τον Χαρίλαο Φλωράκη σε πρεμιέρα της |
Το καθεστώς, λόγω του ελληνικού και διεθνούς αγώνα για απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, σταδιακά αρχίζει να δίνει άδειες στους εξορίστους. Ετσι, Δεκέμβρη του 1951, ως «αδειούχος εξόριστη», με δεκαπενθήμερη άδεια η Α. Παΐζη φθάνει στην Αθήνα. Επί δεκαπέντε χρόνια, ως «αδειούχος εξόριστος», υποχρεωμένη να δίνει την παρουσία της στην Ασφάλεια, στερημένη τα πολιτικά της δικαιώματα, χωρίς διαβατήριο (απέκτησε διαβατήριο το 1966), βιώνει έναν άλλο «Γολγοθά». Της επιβίωσης. Ελάχιστοι θίασοι τολμούν να την προσλάβουν. Πάλι καλά που μπόρεσε να κάνει θίασο ο - από παλιά σύντροφός της - Μακρονησιώτης Μάνος Κατράκης και να συνεργάζεται μαζί της.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης συνεργάζεται με την Αλέκα Παΐζη για την παρουσίαση του μελοποιημένου «Επιταφίου» του Ρίτσου, στην Αθήνα και στην επαρχία. Η Α. Παΐζη επρόκειτο μόνο να απαγγείλει αποσπάσματα, τελικώς ήταν η πρώτη που τραγούδησε και τραγούδια. Η μουσική αυτή παράσταση έγινε στόχος βίαιων επιθέσεων από την Αστυνομία, τη Χωροφυλακή και παρακρατικούς, ιδίως στην επαρχία.
Το 1961 ο Σωκράτης Καραντηνός, πρωτεργάτης και διευθυντής του νεοσύστατου Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, παρανομώντας ουσιαστικά, τολμά να την προσλάβει χωρίς την απαραίτητη, τότε, βεβαίωση «κοινωνικών φρονημάτων» και το 1963 την επαναπροσλαμβάνει, πάλι παραβαίνοντας το σχετικό νόμο. Εκεί, στο νεοσύστατο ΚΘΒΕ ξανάλαμψε το μεγάλο ταλέντο της. Πρωταγωνίστρια του ΚΘΒΕ τη βρίσκει η 21η Απριλίου. Νύχτα της 21ης Απριλίου, λόγω και απειλών κατά του διευθυντή αν επέτρεπε την παραμονή της στο ΚΘΒΕ, η Αλέκα Παΐζη φυγαδεύεται από τη Θεσσαλονίκη και σύντομα για το Λονδίνο και μετά στην Ιταλία, αναπτύσσοντας αντιδικτατορική δράση και υπομένοντας τα τεράστια προβλήματα επιβίωσής της.
Με τη μεταπολίτευση επέστρεψε στην Ελλάδα και στο θέατρο. Η πρώτη επανεμφάνιση στο θέατρο έγινε με το «Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο» του Λεωνίδα Τριβιζά, στο έργο «Κάπταιν Σελλ, κάπταιν Εσσο». Με τον ίδιο θίασο επρόκειτο να ερμηνεύσει την - εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Γκόρκι - «Μάνα» του Μπρεχτ, συμφωνία που ναυάγησε.
Ακολούθησαν συνεργασίες της με πολλούς θιάσους. Πρωταγωνιστικοί ρόλοι και πραγματικά πολύ σπουδαίες ερμηνείες της, σε κλασικά και σύγχρονα, ξένα και ελληνικά έργα. Η τελευταία θεατρική εμφάνιση έγινε πέρσι το καλοκαίρι με το έργο του Χόρβατ «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης», σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, από το Εθνικό Θέατρο, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε να ερμηνεύσει τον ποιητικό μονόλογο του Γιάννη Ρίτσου «Η σονάτα του σεληνόφωτος», που της είχε προταθεί επίσης από το Εθνικό.
Ακόμη ηχεί πάντως στα αυτιά μας η απαγγελία του ποιήματος «Πόλεμος και Ειρήνη» του Μαγιακόφσκι σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου, σε μια από τις εκδηλώσεις του ΚΚΕ, στις οποίες πάντα ανταποκρινόταν με μεγάλη προθυμία: «Προς εκείνους/ που τρίζουν ακόμα τα δόντια τους/... μπορεί απ' τους καπνούς και τους πολέμους/ φλομωμένη η γη να μην ξανασηκώσει το κεφάλι της;/... Κι αυτός ο ελεύθερος που κηρύττω άνθρωπος/ θα 'ρθει/ πιστέψτε το/ πιστέψτε με».
Οφείλουμε τιμή σ' αυτούς που σήκωσαν με ακλόνητη πίστη το σταυρό του μαρτυρίου. Τιμή σ' αυτούς που μας κληροδότησαν την πίστη και την αφοσίωσή τους σε υψηλά ιδανικά και αξίες. Η απουσία της είναι σίγουρα μεγάλη από το δρόμο του αγώνα. Μας λείπει σήμερα η συμμετοχή της, σ' αυτό τον αγώνα που δεν έχει τέλος. Αλλά μένει σε όλους εμάς που την αγαπήσαμε, που την θαυμάσαμε και την εκτιμήσαμε, να μνημονεύουμε τον άνθρωπο, την αγωνίστρια, την καλλιτέχνη, που πάντα θα έχει θέση στην καρδιά και στη μνήμη μας.