Κυριακή 3 Δεκέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Ερωτας ψηφιακού χώρου

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΗΣ

Εξω ο κόσμος εξακολουθούσε να έχει τη δική του την τάξη. Η βροχή ήταν βροχή, έστω και όξινη. Ο ήλιος εξακολουθούσε να φωτίζει τον κόσμο, έστω κι αν το φως του δεν περνούσε πια από το αόρατο φίλτρο του ορίζοντος. Στα χωράφια οι γεωργοί εξακολουθούσαν να σπέρνουν σιτάρι, έστω κι αν ο ρόλος τους είχε περιοριστεί στην οδήγηση του τρακτέρ. Στα βουνά εξακολουθούσαν να βόσκουν πρόβατα, σε περίκλειστες όμως εγκαταστάσεις, καθώς ήταν νέες ποικιλίες, γενετικά τροποποιημένες. Οι θάλασσες στη θέση τους, άλλοτε γαλήνιες κι άλλοτε κυματούσες. Ομως, ο κόσμος έκανε μπάνιο στις πισίνες, γιατί η ρύπανση είχε κάνει τις θάλασσες «κατάλληλες μόνο για τη ναυσιπλοΐα». (Οχι, δε λέγανε «ακατάλληλες για τους ανθρώπους». Η σωστή, παγκοσμιοποιημένη έκφραση ήταν «κατάλληλες μόνο για τη ναυσιπλοΐα»). Οσο για τους ψαράδες είχαν γίνει όλοι ιχθυοκαλλιεργητές, σε ελεγχόμενες περιοχές, αυστηρά καθορισμένες. Είναι αυτονόητο ότι τα νερά εκεί είχαν υποβληθεί στην κατάλληλη επεξεργασία.

Ανάμεσα στους ανθρώπους εξακολουθούσε η ανισότητα, στις δουλιές και στις απολαβές και στις συνθήκες διαβίωσης ανάλογα με διάφορες μεταβλητές, κατά βάση, όμως, σε συνάρτηση με τις γνώσεις και τις επιδεξιότητές τους στις νέες τεχνολογίες. Αρκετοί βέβαια εξακολουθούσαν να δουλεύουν στην ύπαιθρο και τους δρόμους, σε κάποια εργοστάσια και σε καράβια. Αρκετοί, πάλι, δε χρειαζόταν να βγουν από το σπίτι του, παρά μόνο για σπάνιες και προγραμματισμένες κοινωνικού χαρακτήρα, εξόδους. Η δουλιά τους μπορούσε να γίνει από το σπίτι, τις παραγγελίες αγαθών μπορούσαν να τις κάνουν on line. Και, ειδικά για τα τρόφιμα, αν το ψυγείο ήταν δικτυωμένο, η παραγγελία πήγαινε κατ' ευθείαν στο σούπερ μάρκετ μέσω ειδικού προγράμματος που ενεργοποιούνταν μόλις οι περιεχόμενες συσκευασίες έφταναν σε οριακό σημείο.

Ηταν κι αυτός ένας από εκείνους τους προνομιούχους. Δε χρειαζόταν να ζει στον κόσμο, απλώς ζούσε στον κόσμο του. Και ο κόσμος του ήταν ένα ιδεατό περιβάλλον, κατασκευασμένο από ηλεκτρονικούς υπολογιστές με τεράστιες οθόνες σε διάταξη δωματίου. Ο εικονικός του κόσμος φωτιζόταν, κατά περίπτωση, με ελαφρό πράσινο χρώμα, άλλοτε με αποχρώσεις του γαλάζιου και, σε ειδικές περιπτώσεις, με ρόδινο που μπορούσε να διακυμανθεί ως το βαθύ πορτοκαλί. Αρκούσε να φορέσει το οπτικό κράνος και τα ειδικά γυαλιά για να βυθιστεί σ' αυτό το χώρο, που ήταν τόσο αληθινός που έμοιαζε με ψεύτικο, αν και στ' αλήθεια ήταν ένας ψεύτικος κόσμος που εικόνιζε τον αληθινό. Οι οθόνες ήταν τοποθετημένες με τέτοιο τρόπο που έφτιαχναν ένα κυβικό δωμάτιο με διαστάσεις 4Χ4Χ4 μέτρα. Στους ανύπαρκτους τοίχους του μπορούσε να τοποθετεί κατά περίπτωση έργα μεγάλων ζωγράφων της πριν την εικονική πραγματικότητα εποχής. Αλλωστε, αν η διάθεσή του άλλαζε, έβαζε πολύπλοκα σχέδια με αρμονική διάταξη, κατασκευασμένα από υπολογιστές που ανέλυαν συγκεκριμένα γεωμετρικά σχήματα ή αριθμητικές αρμονικές. Αλλοτε πάλι γύμνωνε τους τοίχους, κι είχε την αίσθηση ότι βυθίζεται σ' ένα γαλάζιο (ή πράσινο, κατά περίπτωση) τρισδιάστατο χώρο, που, με κατάλληλο προγραμματισμό του κλιματιστικού, του έδινε την αίσθηση μιας βουτιάς σε παλαιοκαιρινή θάλασσα - όπως τη λέγανε πως υπήρχε, αν και αυτός δεν την είχε γνωρίσει. Το σύστημα τού έδινε τη δυνατότητα να καλύπτει σχεδόν εκατόν ογδόντα μοίρες του οπτικού πεδίου σε διάφορες κατευθύνσεις. Μπορούσε να εποπτεύει αριστερά και δεξιά, μπροστά και κάτω. Τα γυαλιά, με έναν ειδικό αισθητήρα, συνδέονταν ασύρματα με τον κεντρικό υπολογιστή κι έστελναν το στίγμα της θέσης που αυτός είχε στο χώρο. Ετσι, κάθε εικόνα προβαλλόταν με κέντρο εκείνη τη θέση.

Από εκεί και πέρα, τα άλλα ήταν στο χέρι του. Κυριολεκτικά. Γιατί στο χέρι φορούσε την ειδική διαδραστική συσκευή, ένα εξάρτημα σαν τα «ποντίκια» των παλαιών υπολογιστών, όμως αφάνταστα πιο εξελιγμένο, με το οποίο εκείνος μπορούσε να επιδρά στο χώρο και στα γεγονότα. Ετσι, η πραγματικότητα μπορούσε να τροποποιείται κατά την επιθυμία του, κάτι που ιστορικά αποτελούσε ευχή των ανθρώπων, επιδίωξη των μάγων και υπόσχεση των θρησκειών. Αλλά, να μην ξεχνιόμαστε, πάντα μέσα στα πλαίσια, τα προγραμματισμένα και ελεγχόμενα πλαίσια του ιδεατού περιβάλλοντος, που είχε κεντρικά σχεδιαστεί από την τοπική Αρχή με την έγκριση της Υπεροπτικής.

Ονόμαζε το σύστημά του αμόρε. Πριν είκοσι, είκοσι πέντε χρόνια, όταν άρχιζε ο 21ος αιώνας, τέτοια συστήματα ζήτημα να υπήρχαν τριάντα, σαράντα σε όλο τον κόσμο. Κι όχι βέβαια σε άτομα, αλλά σε πανεπιστήμια και μεγάλους οργανισμούς, για εκπαιδευτικούς κυρίως λόγους. Με τα χρόνια, το κόστος τους κατέβηκε. Σήμερα τουλάχιστον πέντε τοις εκατό από τους χρήστες χαίρονται τέτοια συστήματα. Το ονόμαζε αμόρε κι ήταν η αγάπη του. Μεγάλωσε χωρίς πατέρα, που όμως του είχε εξασφαλίσει την οικονομική του ανεξαρτησία. Στα δεκαοχτώ του έφυγε από τη μάνα για να ζήσει μόνος του. Στις σπουδές του φίλους δεν έκανε. Είχε φίλους σε όλο τον κόσμο, αλλά ούτε στη σχολή του, ούτε στο συγκρότημα των κατοικιών που έμενε είχε γνωριμίες. Εμπαινε στο διαδίκτυο κι επικοινωνούσε με άλλους χρήστες στην Αυστραλία ή στην Ισλανδία. Μίλαγε με ανθρώπους στη Βιέννη και το Σινσινάτι, αλλά ποιος έμενε δίπλα του, ποιος έμενε απέναντί του δε γνώριζε. Οι σχέσεις του ήταν μόνο με ανθρώπους, που δε θα έβλεπε ποτέ, που δε θα τους έσφιγγε ποτέ το χέρι. Και η δουλιά του και η ψυχαγωγία του, πέρναγαν μέσα από το σύστημα των υπολογιστών του. Είχε μια έμφυτη δειλία, που τον κρατούσε μακριά από τους ανθρώπους. Αγοραφοβία, την έλεγε ο ψυχολόγος του. Κι είχε πολύ χειροτερέψει, καθώς έλυνε το πρόβλημα της επικοινωνίας του μέσα από την απρόσωπη επαφή και την προστασία που του εξασφάλιζε το ψηφιακό κύκλωμα.

Ερωτικά υποκατάστατα

Ούτε φιλενάδα είχε. Οι άνθρωποι στον κόσμο έξω, αν και είχαν σε πολλά αλλάξει, εξακολουθούσαν πάντως να ερωτεύονται και να σμίγουν μεταξύ τους, έστω και με βοηθήματα, φάρμακα και χημικά, ειδικά αρώματα, μηχανικά μέσα και ηλεκτρονικά ερεθίσματα. Αντισυλληπτικές μέθοδοι και υγειονομικές προφυλάξεις ήταν σχεδόν σε γενική χρήση. Αλλά, ακόμα, έσμιγαν μεταξύ τους. Αυτός δεν είχε φιλενάδα. Υπήρχαν κι άλλοι σαν κι αυτόν, κυρίως ανάμεσα στην ελίτ, σ' εκείνο το πέντε τοις εκατό, που είχε την πιο πρωτοποριακή πρόσβαση στην τεχνολογία, που δεν είχαν φιλενάδα. Μπορούσαν, μάλιστα, να επιχειρηματολογήσουν γι' αυτό. Ενας δεσμός απαιτούσε τη διάθεση αρκετού χρόνου, συχνά χρόνου χαμένου, χρόνου που γι' αυτούς δεν είχε τη σωστή ανταποδοτικότητα. Επιπλέον υπήρχε πάντα ο κίνδυνος μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, ο κίνδυνος υγειονομικών επιπτώσεων, η πιθανότητα παράλογων αιτημάτων. Και το χειρότερο: Υπήρχε πάντα ο κίνδυνος «συναισθηματικής εμπλοκής», όπως λέγανε τον έρωτα, με ανεξέλεγκτες, κάποτε, συνέπειες. Αυτοί είχαν αναπτύξει ένα αλλιώτικο είδος έρωτα, με δεσμούς εικονικής πραγματικότητας. Συχνά οι δεσμοί γίνονταν με ψηφιακά κορίτσια, τύπου Λόρα Κροφτ, όπως έλεγαν: Το όνομα είχε μείνει από το πρώτο τέτοιο κορίτσι, που είχε γεννηθεί τον τελευταίο χρόνο του περασμένου αιώνα, το έτος δύο χιλιάδες. Στο μεταξύ, βέβαια, είχαν δημιουργηθεί δεκάδες τέτοια κορίτσια, που μπορούσαν να προσαρμοστούν στις διαφορετικές σωματικές προτιμήσεις των χρηστών. Είχαν επίσης δημιουργηθεί και ψηφιακοί άνδρες, κάποιοι μυώδεις και αθλητικοί, άλλοι σε στιλ διανοουμένου και άλλοι στον τύπο του αδύναμου και απροστάτευτου που κινητοποιούσε μητρικά συναισθήματα. Φυσικά, οι ψηφιακοί άνδρες απευθύνονταν στις γυναίκες της ελίτ και μόνο αυτές μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Κι όχι πάντα. Για τον καθένα υπήρχαν καθορισμένες μέρες και συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια. Συνδυάζονταν με τις ημέρες τις ελεύθερες εργασίας, ώστε να μη χάνεται πρόσθετος χρόνος, και, κυρίως, να μην αποκλίνουν οι πρακτικές τους από τον αυστηρό, επίσημο προγραμματισμό.

Σήμερα ήταν η μέρα του. Από το πρωί το σύστημα κατέβαζε μουσική που αυτός είχε επιλέξει. Εκανε γυμναστική, μετά κάποιο πρόγραμμα χαλάρωσης. Ηπιε ένα ποτό. Ασχολήθηκε με διάφορα επουσιώδη πράγματα, ροκανίζοντας, με τύψεις, το χρόνο, το χρόνο που τις άλλες μέρες δεν του έφθανε, το χρόνο, που, αληθινός Κρόνος, τον έτρωγε κι αυτόν, όπως και τ' άλλα παιδιά του μέρα τη μέρα. Δεν του άρεσαν τα κορίτσια τύπου Λόρα Κροφτ. Προτιμούσε σταρ του σινεμά, τις πρωταγωνίστριες των ταινιών, ακόμα και τέτοιες πρωταγωνίστριες του προηγούμενου αιώνα. Μπορούσε να τις κατεβάζει από το πρόγραμμα και με τη διαδραστική του συσκευή να τις φέρνει μόνες στον ψηφιακό χώρο του, να κάνει αναγωγή στην ηλικία που τις ήθελε, να τις ντύνει του γούστου του και να τις γδύνει κατά βούληση. Και αυτό έκανε. Προσάρμοσε το κάθισμά του σε μια ειδική θέση, καθώς έπρεπε να διευκολύνεται η τοποθέτηση του οπτικού κράνους και των ειδικών γυαλιών. Στο χέρι του, στερεωμένη με μια στενή ελαστική ταινία, η διαδραστική συσκευή. Δύο ειδικά νηματοειδή εξαρτήματα που έφεραν ειδικούς αισθητήρες διπλής αγωγής έπρεπε να προσαρμοστούν στους μηρούς. Από εκεί μεταβίβαζαν τις δερματικές και τις μυϊκές συσπάσεις του μηρού και του οσχέου στον κεντρικό υπολογιστή. Κι από αυτόν, την κατάλληλη στιγμή, που καθοριζόταν από την επεξεργασία των κεντρομόλων σημάτων, θα δινόταν το τελικό ερέθισμα. Πήρε τη σωστή θέση. Εφάρμοσε όλες τις αναγκαίες τεχνικές προϋποθέσεις. Ετοίμασε τον ψηφιακό του κύβο, χρώμα ροζ. Στους ανύπαρκτους τοίχους τοποθέτησε ρομαντικούς πίνακες και ημίγυμνες φωτογραφίες. Ρύθμισε τη μουσική σε απαλές εκδοχές. Μετά κατέβασε την πρωταγωνίστρια της βραδιάς. Την κέρασε ποτό. Χόρεψε μαζί της κρατώντας τη σφικτά στην αγκαλιά του κι ακουμπώντας το μάγουλό του στο δικό της. Αρχισε να τη φιλά στο στόμα, να της χαϊδεύει το στήθος. Προχώρησαν. Λίγα λεπτά αργότερα, τα κεντρομόλα σήματα πύκνωσαν στον υπολογιστή του. Οταν οι καταγραφόμενες μυοδερματικές συστολές άγγιξαν το προγραμματισμένο όριο, ένα ερέθισμα που έφυγε από τον υπολογιστή του, ένα φυγόκεντρο ερέθισμα, έκανε τους μηρούς του να συσπαστούν. Το όσχεο συσπάστηκε κι εκείνο. Ενα υγρό κύμα εκτοξεύτηκε ανάμεσα από τους αισθητήρες, ενώ εντός του πλημμύριζε μία υποκατάστατη ηδονή...


Γεράσιμος ΡΗΓΑΤΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ