Το εξώφυλλο του βιβλίου |
«Οι αμαξάδες της Αθήνας δέχτηκαν την πρώτη απειλή για το επάγγελμά τους το 1869 με την εμφάνιση του πρώτου σιδηροδρόμου Αθήνας - Πειραιά. Οι φόβοι τους, όμως, δεν επαληθεύτηκαν. "Το σιδερένιο μαμούθ, που έβγαζε φωτιές και καπνούς από τα ρουθούνια του και ανέβαινε τον ανήφορο από τον Πειραιά λαφάζοντας και μουγκρίζοντας" δεν τους έστειλε στην ανεργία. Το τρένο ανεβοκατέβαινε κάθε ώρα και μάζευε κάθε φορά τόσους, όσους μπορούσαν να χωρέσουν όλες οι άμαξες μαζί. Ομως, ενώ έχασαν αυτήν την πελατεία, τα αγώγια μέσα στην πόλη αυξήθηκαν. Εριξαν βέβαια τις τιμές, αλλά διεύρυναν την πελατεία τους. Το αμάξι, από αριστοκρατικό μέσο συγκοινωνίας που ήταν, εκλαϊκεύτηκε κάπως. Ακόμα και οι φοιτητές έκαναν την αμαξάδα τους.
Μια νέα απειλή, όμως, εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Δευτέρα 22-9-1880 στο "Πρωϊνό Αστυ" έσκασε το νέο: Υπό του Υπουργού των Εσωτερικών κ. Κ. Λομβάρδου υπεγράφη σύμβασις μετά της Εταιρείας "Δεμέρμπ και Σία" περί κινήσεως ιπποσιδηροδρόμων εν Αθήναις, Πειραιεί και τοις πέριξ αυτών. Τι είναι τούτο πάλι; αναρωτήθηκαν. Και ο αμαξάς του Πρωθυπουργού, που είχε τα μεγάλα μέσα, τους διαβεβαίωσε: Δεν είναι τίποτα. Σιδηρόδρομος που θα τον τραβούν άλογα. Για τον φτωχό κοσμάκη, Ο καλός ο κόσμος θα πηγαίνει την αμαξάδα του. Ετσι μου είπεν ο αφέντης.
Εισιτήριο ιππήλατου λεωφορείου του 1864 (Αρχείο Κ. Καλαϊτζίδη) |
Η τρίτη στη σειρά και πιο σοβαρή απειλή έρχεται το 1906 όταν αποφασίζεται η ηλεκτροκίνηση των τραμ. Οταν καταφθάνει στον Πειραιά το πρώτο όχημα αποφασίζεται γενική απεργία των αμαξηλατών.
Η "Εστία" της 1ης Ιουλίου 1906 έγραφε σχετικά με την απεργία: Πρωί - πρωί λοιπόν σήμερον εκηρύχθη η απεργία. Ούτε κρότοι τροχών, ούτε ήχοι μαστιγών ούτε "βάρδα εμπρός Κύριος!". Ολίγαι μόνον άμαξαι έκαμαν τις κούρσες των, εις τον Σταθμόν Πελοποννήσου και Λαρίσης κατά τας 7 και αμέσως κατόπιν εξέζεψαν. Οι αμαξηλάται συνεκεντρώθηκαν προ του Δημαρχείου και εκεί, αφού αντέγραφαν εις το καθαρόν την αναφοράν των, παρέμειναν σχολάζοντες και συζητούντες. Ανέμεναν δε την ώραν την οποίαν θα παρήγγελεν εις αυτούς ο κ. Πρωθυπουργός, όπως παρουσιασθώσι ενώπιόν του. Τινές προέτειναν όπως απαγορευθή εις τα Υπουργικά αμάξια να εργασθούν σήμερον, αλλά τούτο κατ' ουδένα λόγον επέτρεψεν ο πρόεδρος. Η δημαρχιακή εν τούτοις άμαξα, συναινέσει αυτού του κ. Δημάρχου δεν ειργάσθη, διότι ο αμαξηλάτης της έλαβε μέρος εις την απεργίαν. Η αδελφότης των αμαξηλατών ήταν επικίνδυνος εκλογικός αντίπαλος και δεν ήθελε να τα χαλάσει μαζί της ο Δήμαρχος. Στο κάτω - κάτω οι άνθρωποι δεν ζητούσαν και παράλογα πράγματα:
Ημείς δεν είμεθα κατά της συμβάσεως, εδήλωνε ο πρόεδρος των αμαξηλατών στους δημοσιογράφους, αλλά ίσα - ίσα θέλουμε να γίνει και να επεκταθούν αι γραμμαί, διότι αυτό μας συμφέρει διά να ανοιχθούν και νέοι δρόμοι. Αλλά ζητούμε, αφού από την οδό Πανεπιστημίου θα αποκλεισθούμε και από την Ομόνοιαν επίσης, να έχουμε ένα μέρος να σταθούμε και να μπορούμε να κινηθούμε.
Πολλές φορές οι άμαξες φορτίου είναι απαράμιλλα έργα τέχνης (φωτ. από το αρχείο του ΕΛΙΑ) |
Αφηγείται ο Γιάννης Μουστάκας:
«Γεννήθηκα στη Λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως 65, στο Γκάζι. Ο πατέρας μου, Γιώργος Μουστάκας, από την Κίμωλο, είχε εργαστήριο χαρακτικής στην οδό Σαρρή από το 1934. Το 1951 μεταφέρθηκε Θεμιστοκλέους και Μπενάκη.
Η μητέρα μου, Παυλίνα Μηλακώτη, είχε ιταλική καταγωγή. Ηταν Ιταλός ο πατέρας της και παππούς μου, που δούλευε στο πιλοποιείο Πουλοπούλου. Η γιαγιά μου η Αννα ήταν από την Ανδρο.
Ο Σωτήρης Μηλακώτης, αδελφός της μητέρας μου, είχε βγάλει ταξί πριν από τον πόλεμο. Εχω φωτογραφία όπου είμαι εγώ με το Θείο - Σωτήρη δίπλα στο ταξί του και ένα φίλο του, μαύρο. Το ταξί αυτό, μάρκα Ford, είχε ακτινωτές ρόδες, μασπιέδες, στρογγυλά φανάρια, μανιβέλα και τρόμπα βενζίνης. Δεν το δούλευε ο ίδιος.
Νεκρική άμαξα, Αθήνα 1930 - '35 (Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη. Φωτογράφος: Δημήτρης Γιάγκογλου) |
Τότε, τα αυτοκίνητα ήτανε πολύ λίγα. Κάποιοι από αυτούς, που είχανε αυτοκίνητο, κάνανε κούρσες παράνομα, για τους πειρατές μιλάμε τώρα. Στο Βοτανικό υπήρχανε δύο. Κάνανε πιάτσα στην Αγία Μαρκέλλα. Ο κόσμος ήξερε ότι ο Μανόλης, για παράδειγμα, έκανε κούρσες. Αμα ήθελε, λοιπόν, κάποιος να πάει κάπου, του το έλεγε νωρίτερα. Προσυμφωνούσανε δηλαδή.
Το γκαράζ του αυτοκινήτου ήταν Κωνσταντινουπόλεως 65. Στο ίδιο οικόπεδο, αλλά πιο μέσα ήταν το σπίτι μας, που ήταν πλίθινο. Στο χώρο του γκαράζ, η γιαγιά μου, από την πλευρά της μητέρας μου, η γιαγιά Αννα, η Ανδριώτισσα, είχε άλογο, πρόβατο, γουρούνι, πάπιες, κότες. Δηλαδή, το αυτοκίνητο στεγαζότανε μαζί με τα ζώα. Η γιαγιά ήξερε να ξεματιάζει ζώα και ανθρώπους. Ητανε καλή ξεματιάστρα. Τα άλογα ματιάζονται πάρα πολύ. Τύχαινε να την φωνάξουν να ξεματιάσει το άλογο ή ο μπάρμπα - Θανάσης ο μανάβης, στην οδό Νευροκοπίου, ή ο Νίκος ο παγοπώλης που έμενε στη Α. Κωνσταντινουπόλεως και μετέφερε, με κάρο, πάγο. Εχω μια εικόνα στο μυαλό μου από τα παιδικά μου χρόνια: Εριχνε βροχή με το τουλούμι. Ο Νίκος ήταν απάνω στο κάρο. Επεσε ένας κεραυνός εκεί κοντά και το άλογο έτρεμε από το φόβο του».
Ομόνοια. Επιστολικόν Δελτάριον (Αρχείο Κ. Καλαϊτζίδη) |