Στασιμότητα διαπιστώνεται στην αγορά αλκοολούχων ποτών την τελευταία διετία σε έρευνα της «Hellastat σχετικά με τον κλάδο, στον οποίο, σημειώνεται, δε συμπεριλαμβάνονται το κρασί και η μπίρα. Θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης παρουσιάζουν η βότκα, το τσίπουρο και το ρούμι, ενώ, αντίθετα, πτωτικά κινούνται το ουίσκι, το ούζο και οι περισσότερες κατηγορίες των άλλων ποτών. Οπως επισημαίνεται ειδικά για το ούζο, το τσίπουρο και το λικέρ που είναι «ΠΟΠ», η εποχικότητα στην κατανάλωση (ούζο) και η κυριαρχία του χύμα προϊόντος (στο τσίπουρο) κάνουν πιο δύσκολες τις προσπάθειες καθιέρωσης των προϊόντων αυτών στο εξωτερικό, με εξαίρεση το μπράντι «ΜΕΤΑΧΑ», του οποίου περίπου το 60% της παραγωγής εξάγεται σε περισσότερες από 100 χώρες.
Αξιοσημείωτο είναι, ακόμη, ότι, όπως διαπιστώνεται, μια σειρά από παράγοντες, όπως ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος, η χαμηλότερη κατανάλωση στις εξόδους διασκέδασης, η στροφή προς το κρασί και τη μπίρα που είναι φθηνότερα και με χαμηλότερο αλκοολικό βαθμό και η τάση για διασκέδαση στο σπίτι οδηγούν σε αποδυνάμωση της επιτόπιας κατανάλωσης (on-trade αγορά), με αποτέλεσμα να έχει μειωθεί, από 65% της συνολικής κατανάλωσης το 2000, σε 55%.
Οι εισαγωγές προϊόντων χαμηλής ποιότητας, η παραγωγή προϊόντων χωρίς άδεια, τα κρούσματα νοθείας, το υψηλό κόστος για προβολή και διαφήμιση αποτελούν, μεταξύ άλλων, προβλήματα για τις προοπτικές του κλάδου.
Οσον αφορά στα κέρδη 36 επιχειρήσεων παραγωγής αλκοολούχων ποτών, στη μελέτη της «Hellastat» διαπιστώνεται ότι οι πωλήσεις τους αυξήθηκαν την περίοδο 07/06 κατά 5,7%, έναντι 7,8% την περίοδο 07/05. Τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων αυξήθηκαν κατά 6,8%. Τέλος, ο τζίρος 147 επιχειρήσεων χονδρικού εμπορίου αλκοολούχων ποτών αυξήθηκε το 2007 κατά 5,7%, ενώ τα κόστη τους εμφάνισαν ρυθμούς μείωσης 25% και τα κέρδη προ φόρων κατά 28%.