Κυριακή 30 Αυγούστου 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η Νάρκα

Παπαγεωργίου Βασίλης

Από το «Στόμιο» ως τον «Αγρίλι» φάνταξε το Ιόνιο γαληνεμένο. Μια θάλασσα απίθανη, υπέροχη, ονειρεμένη, που κουνιόταν, αντιφέγγιζε, άστραφτε και σε θάμπωνε, ήρεμη, με γαλάζιες κι άσπρες γραμμές, καθώς έγερνε και ζυγιζόταν, να πέση μέσα στην αγκαλιά της να κοιμηθή ο φλογερός Αυγουστιάτικος ήλιος.

- 1944

- ΚΑΤΟΧΗ!

Ολη τούτη η πλανεύτρα θάλασσα, όση φαινόταν από δω, το «Μερολίθι», κι όση δε φαινόταν, κρυμμένη απ' το δάσος τα λιόδεντρα, ήταν απ' τους Γερμανούς παγιδευμένη με νάρκες!

Μεγάλες νάρκες, σαν βαρέλια, πούσκαγαν μεταξύ τους σαν τρικύμιζε και σήκωνε βουνά τεράστια τα κύματά της, κι άφριζε απ' το κακό της λυσσασμένα, και σούπαιρνε τα αυτιά το κολασμένο της βουητό.

Σκάγαν όχι μια και δυο νάρκες τότε, σπώντας ζηλευ­τά τις αλυσίδες της σκλαβιάς τους, άλλα πέντε, δέκα, εί­κοσι, η μια μετά την άλλη. Και βγάζαν κόφες σκοτωμένο ψάρι. Τρέχαν τότε «Μερολιθιώτες» κι «Αγριλιώτες». Με κίνδυνο να σκάση κοντά τους καμιά, να τους σκοτώση. Βουτούσαν σε βουνά αφρισμένα κι ατίθασα κύματα και το πιάναν ένα - ένα το ψάρι στην «κανίστρα», πούχαν δεμένη στη μέση τους.

Ο τοίχος ράισε κι όλα τα τζάμια είχαν σπάσει στο σπίτι του Τασουλή, παλιό αρχοντικό του Σπέντζα, οκτακό­σια μέτρα περίπου κάτω απ' το δικό μας ξωχόσπιτο, από νάρκες πούσκασαν κοντά του. Είναι χτισμένο στη ρίζα της θάλασσας. Για κείνο.

Εκαναν εντύπωση κείνη την εποχή αυτές οι νάρκες στο Μερολίθι, μαγνητικές, γερμανικές, που, όταν έσκαζαν, σειόταν η γη. Χαλούσαν τον κόσμο. Γι' αυτό και την σκύ­λα μας, μεγαλόσωμη, άγρια, που χαλούσε τον κόσμο και τούτη στο γαύγισμα όλη νύχτα και δεν άφηνε να κοιμηθή ολάκερο το «Μερολίθι», που είχε κυνηγήσει τρεις φορές αλουπού ως το ποτάμι, την βγάλαμε έτσι: «Νάρκα».

Ονομα και πράγμα την λέγαν οι γείτονες. Οποιος τη γνώρισε.

Καθόταν ήσυχη, μαζεμένη. Μα σαν έβλεπε ξένο, ζούδι ή άνθρωπο, σαν την πείραζες, άναβε. Εσκαγε στο γαύγισμα! Πολύ δυνατό, σαν νάκουγες στη σειρά, συνέχεια, να σκάζουν θαλασσινές νάρκες, μεσοπέλαγα, μακρυά. Σε κυνηγούσε χιλιόμετρα τότε. Χωρίς ποτέ να δαγκώνη! Σπάνιο σκυλί η Νάρκα. Είχε κάτι απ' την περηφάνια τη μεγαλό­πρεπη της απέναντι θάλασσας. Κάτι ύποπτο, ταραγμένο, λες παρμένο απ' την πονηρή εποχή της γερμανικής κατοχής που ζούσε. Πιστή, γιομάτη ευθύνη σε φύλαγε, σε φρουρούσε, σε ειδοποιούσε, σε προστάτευε.

Κατοχή! Πείνα! Μασουλούσα ρεβύθια. Ηταν καλοκαι­ριάτικο απομεσήμερο. Τα κρατούσα σφιχτά μέσα στα χέρια μου, μη μου φύγουν, και τα μασούλαγα ένα - ένα καλά. Η­ταν, όσα ρεβύθια είχαν γλυτώσει από το μύλο του καφέ. Οσα δεν είχαν γίνει ακόμα «μπλουγούρι». Κι ήταν νό­στιμα. Και γλυκά. Και ξερά. Κομμένα απ' τον κήπο, ξερα­μένα στον ήλιο καλά. Δεν βαριέσαι! Ακονούσα τα νέα δοντάκια μου μ' αυτά. Ας ήταν σαν χαλίκια σκληρά, ήταν νό­στιμα, και γλυκά, γιατί πεινούσα!

Ο παππούς μου ακουγόταν με τη «δέμπλα» του, πούπεφτε ρυθμικά στα κλαδιά, όπως ράβδιζε τη μυγδαλιά.

Η μητέρα μου κι ο πατέρας μου πλέναν απ' τον «δαυλίτι» στη «βούτα», λίγες χούφτες στάρι. Η γιαγιά μου κα­θάριζε κάτι μύγδαλα απ' τις μυγδαλιές, που δεν είχαν κι αυτές μύγδαλα φέτος.

... Ακούστηκαν πηδηχτά τα τέσσερα πόδια της Νάρκας π' ανέβαινε την ξύλινη σκάλα του χαγιατιού. Γύρισα. Κοντοστάθηκε στο τελευταίο σκαλί. Μύρισε δυνατά, λυγίζοντας τσακπίνικα την μαύρη υγρή στην άκρη μύτη. Ανέ­βηκε και το τελευταίο σκαλί. Μου κουνούσε την ουρά χα­ρούμενα, κοιτώντας με τώρα. Δεν αντιστάθηκα περισσότε­ρο, της πέταξα ένα ρεβύθι. Επειτα κι άλλο. Τάπιασε και τα δύο στον αέρα. Τα ψευτομάσησε, τα κατάπιε. Εσκυψα. Την αγκάλιασα. Τη χάιδεψα, όσο μπορούσα απαλά με το χέρι, που δεν κρατούσε ρεβύθια. Λύγισε τη μέση. Τρίφτη­κε πάνω μου όλο αγάπη.

Ξαφνικά τρόμαξε. Ορθώθηκε, ανατρίχιασε, τεντώθηκε, μύρισε βαριά, ανήσυχα κάτι στον αέρα. Πέταξε ένα πολύ δυνατό γαύγισμα, που με κούφανε. Εφυγε αστραπή απ' την αγκαλιά και το χάδι μου.

Γαυγίζοντας πιο γρήγορα, πιο δυνατά από κάθε φορά, έτρεχε κατά τη «μαΐστρα» πούβγαινε στο δημόσιο δρόμο Κυπαρισσίας - Φιλιατρών, ειδοποιώντας έτσι, πως:

-- Γερμανοί, Γερμανοί!

-- Ερχονται Γερμανοί!!

-- Μητέρα, Σταύρο, Πατέρα, Γερμανοί, φώναξε η μαμά μου.

-- Τη γίδα, τις κότες, τη γάτα κλειδώστε, φώναξε η γιαγιά μου.

-- Σώπα μάνα. Είναι Γερμανοί. Δεν τις τρώνε τις γά­τες!! Εκανε ψεύτικα, να τους ησυχάση, η μαμά μου.

Τούτα φώναξαν με τρόμο οι «μεγάλοι» αγνατεύοντας την μαΐστρα, πούφτανε ως τη δημοσιά. Και γω τόσο δα πι­τσιρίκι τ' άκουγα καλά - καλά όλα τούτα και τρόμαξα όσο κι αυτοί. Οχι περισσότερο. Οχι! Γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά, που ρχόνταν έως εδώ πέρα στο κτήμα, που μέναμε τότε, οι Γερμανοί. Τα τρία χρόνια μου είχαν ζυμωθεί με κείνο το «Γερμανοί». Ερχονται οι Γερμανοί, που σε τρό­μαζε, σε φόβιζε, σ' αναστάτωνε, σ' έκανε έξαλλο, με το να μην ξέρης, τι θα συμβή από στιγμή σε στιγμή.

Οι δικοί μου ήρθαν επάνω. Με πήραν στην αγκαλιά. Με χοροπήδησαν εκεί δυο τρεις φορές νευρικά. Μ' άφησαν και πάλι στο ξύλινο πάτωμα. Με πήγαν στο ανατολικό πανεθύρι, που φαίνεται καλύτερα η μαΐστρα.

Δεν έφτανα ως το παράθυρο, να τους αγναντέψω και γω τους Γερμανούς, που έρχονταν, τους έβλεπα όμως σαν μέ­σα από καθρέφτη, ζωγραφισμένους πάνω στην ταραχή, στα πρόσωπα, στα λόγια των δικών μου: Ηταν έξι Γερμανοί, άκουσα, που λέγαν. Αφησαν τα ποδήλατά τους στη «γράνα» του δρόμου και κατηφόριζαν την «μαΐστρα» του σπιτιού μας λένε. Ο Παππούς μου ανεβασμένος ψηλά στη μεγάλη μυγδαλιά, δίπλα στη «μαΐστρα», κοντά τους, με τη δέμπλα στο χέρι, έκατσε προσοχή, ασάλευτος. Μην τον πάρουν είδηση κει πάνω και τον ρίξουν κάτω μ' ένα «σμπάρο» σαν κοτσύφι, λέει.

Κάθε τόσο, έρχονταν Γερμανοί - Ιταλοί, για ν' «αγο­ράσουν» αυγά, κότες, γάλα, κρασί, κατσίκια, γάτες, ό,τι. Παίρναν όλ' αυτά και φεύγαν. Κι ας μην καταδεχόμαστε να πάρουμε ποτέ, μακάρι να μας ντουφεκούσαν, πως όλοι οι Μερολιθιώτες, όλοι οι Φιλιατρινοί - αν μας έδιναν - τα βρωμολεφτά τους. Για να τους δείξουμε, πως τ' άρπαξαν όλ' αυτά σύμφωνα με το νόμο της ζούγκλας. Σαν τα θεριά τάγρια και μοβόρα. Για να τους δείξουμε, πως μισούσαμε τ' άτιμα - τυπωμένα με το αίμα μας λεφτά τους - που μας σκλάβωναν.

Επαψα να τρώω ρεβύθια. Κατέβηκα τη σκάλα την έξω. Μαζί μ' όλους τους δικούς μου, σταθήκαμε στο κεφαλόσκαλο το μεγάλο. Από κει τους είδα. Ηταν ψηλοί. Ερχον­ταν περήφανοι, καμαρωτοί.

Ντουφεκίζαν. Χτυπούσαν. Τους φοβόμουν. Τους μισού­σα, που μου πήραν τον κόκκινο διπλολείρι κόκκορα. Και τη Λουλού την ψιψίνα και την Κοκό την πουλακίδα μου.

Ηθελαν 50 - 60 μέτρα, να φτάσουν σε μας.

Η Νάρκα τους γαύγιζε, χωρίς να τους σκιάζεται, σαν εμάς, άγρια. Λες και καταλάβαινε. Γαύγιζε τον πρώτο. Τον αρχηγό τους, Δεκανέας, άκουσα από τους δικούς μου, πως ήταν.

Εκεί είκοσι μέτρα μακριά του τον γαύγιζε. Χωρίς να παίρνη ανάσα.

Ξεκρέμασε αυτός αργά, απ' τον ώμο το όπλο του χα­μογελώντας. Σημάδεψε την σκύλα μου. Πάτησε τη σκαν­δάλη. Εκανε ένα «τσαφ» το καψούλι του, και δεν πήρε φω­τιά η μπαρούτη, να διώξη το μολύβι, που θα σκότωνε τη Νάρκα. Αφλογιστία. Δεν «έπιασε». Χαρήκαμε για μια στι­γμούλα. Ανοιξε με απότομη κίνηση το «κινητό ουραίο» του, τότε. Πέταξε το άχρηστο φυσίγγι. Ωπλισε πάλι. Ξαναδευτέρωσε. Ακούμπησε το όπλο πάνω του σημαδεύοντας. Πυροβόλησε ξανά ο Γερμανός υπαξιωματικός. Ετσι μ' ένα ξερό «μπαμ». Κυλίστηκε κάτω ματωμένη η Νάρκα. Χωρίς να ουρλιάξη. Χωρίς «κιχ», χτυπημένη κατακέφαλα απ' τη δολοφόνα σφαίρα.

Δεν πίστευαν τα μάτια μου. Τώρα την χάιδευα. Τώρα ήταν όρθια και γαύγιζε όλο ζωή. Τώρα κυλίστηκε κάτω ψόφια. Χωρίς να ουρλιάξη. Χωρίς «κιχ». Λες και ήξερε να πεθαίνη. Οπως έζησε!! Παλληκαρίσια.

Η γιαγιά μου ξέσπασε. Αρχισε να κλαίη. Να φωνάζη. Να καταριέται - Μπα που να σας έρθη συμφορά. Κακό σπυρί να βγάλετε παλιόσκυλα. Και σένα να σου κοπή το χέρι σου, που μου σκότωσες τη σκύλα μου. Τη Νάρκα μου.

Και δόστου και φώναζε και δόστου και καταριόταν. Πατέρας - μητέρα μου πέσαν πάνω της:

-- Μη...

-- Πάψε μητέρα!...

-- Θα σε σκοτώσουν και σένα....

Την σπρώχναν ν' άνέβη στο σπίτι. Να μπη στο κατώι. Της κλείναν το στόμα. Μα πού αυτή. Δόστου κι έβριζε. Δόστου και έσκουζε και καταριόταν.

Με τις φωνές, την φασαρία, συνήλθα από τούτο το ξα­φνικό.

-- Είστε κακοί, είστε κακοί....

Αρχισα και γω τότε να φωνάζω και να κλαίω μ' αναφυλλητά απ' το... θυμό μου. Για τη Νάρκα μου. Για τη σκύλα μου. Που κει μπρος στα μάτια μου τη σκότωσαν....

Οι Γερμανοί μάς έφτασαν. Ηλθαν κοντά μας. Η για­γιά μου είχε σταματήσει πια. Μόνο κάποιο πνιγμένο αναφυλλητό της που και που φευγάτο κάτω από το κεφαλομάντηλο που σκούπιζε τα δάκρυα, που βούλωνε το στόμα, μαρτυρούσε το πριν ξέσπασμά της.

Εγώ όμως φώναζα, έκλαιγα, χτυπιόμουν. Οι δικοί μου με κουνούσαν στην αγκαλιά, μ' άφηναν, με ξανάπιαναν, μου σκούπιζαν το δάκρυ, μου κλείναν με την παλάμη το στόμα.

Σώπα, σώπα, μου λέγαν χοροπηδώντας με. Μα πού εγώ. Είχα πλαντάξει στο κλάμα. Φώναζα, έκλαιγα, άρουλιόμουν. Με πλησίασε ο Γερμανός Δεκανέας. Αυτός που τη σκότωσε. Μου χαμογέλασε. Πήγε να με χαϊδέψη. Του χτύπησα το χέρι με το χεράκι των τριών χρόνων μου. Εσκυψε να με φιλήση με το μαύρο του όπλο κρεμασμένο στην πλάτη.

-- Εγώ καλός, εγώ καλός, μούλεγε σπασμένα Ελληνι­κά.

Τον έπιασα τότε, όπως χαμήλωνε, να με φιλήση, από τα μαλλιά, και του τα τραβούσα, και τον χτυπούσα με τα χεράκια μου. Και του πέταξα το πηλίκιο απ' το κεφάλι. Και δεν με φίλησε, παρά τραβήχτηκε και κοίταγε, πώς να φύγη από τα χεράκια μου. Μητέρα - Πατέρας μ' έπιασαν και προσπαθούσαν, να με κάνουν, να τον αφήσω απ' τα μαλλιά. Με το δεξί τού τραβούσα τα μαλλιά μ' όλη μου τη δύναμη. Με το ζερβί, γροθιά, κρατούσα σφικτά, μη μου φύγουν τα ρεβύθια.... και με κείνο τον χτυπούσα. Καμιά φορά ξέφυγε από τα χέρια μου. Εκανε ένα βήμα πίσω. Ξεκρέμασε τ' όπλο από την πλάτη. Το πέταξε πέρα. «Μπλακ Μπλακ» έκανε κείνο πέφτοντας. Εσκυψε. Μάζεψε το χιτλε­ρικό του πηλίκιο, το φόρεσε.

-- Καλός εγώ. Καλός! ξανάπε σπασμένα. Και μου χάιδεψε τα μαλλιά με το χέρι. Μα εγώ το ξαναχτύπησα κείνο το χέρι, που είχε σκοτώσει. Με το ζερβί μου. Μ' όση δύναμη μπορούσα.

-- Είσαι κακός. Είσαι κακός τούπα.

Πάλι μου ξέφυγε! Εβαλε το χέρι στον κόρφο του. Εβγαλε το πορτοφόλι. Διάλεξε δυο φωτογραφίες. Τις έδειξε στον πατέρα. Επειτα στην μαμά μου.

-- Και γω παιδί. Και γω παιδιά, μουρμούρισε τσάτρα - πάρτα.

-- Οοοχι! είσαι κακός, του ξαναφώναξα κλαίγον­τας. Πλησίασε τότε τις φωτογραφίες και τις έδειξε και σε μένα. Και οι δυο παρίσταναν τα ίδια πρόσωπα. Σ' άλλη στά­ση. Μια ξανθιά λυγερή γυναίκα κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μωρό. Ενα μεγαλύτερο κατάξανθο αγόρι με «μπού­κλες» στην ηλικία μου, ήταν όρθιο μπροστά της. Και κοι­τούσε. Χαλάρωσε από το χάζεμα το χέρι μου. Φάνηκαν έτσι στη χουφτίτσα μέσα 2-3 ρεβύθια, απ' αυτά που μασούλα­γα πριν. Χαμογέλασε. Μούκλεψε από τη χούφτα μου ένα ρεβύθι και τόφαγε με κινήσεις κωμικές στο πρόσωπο, για να γελάσω, κάνοντας «χαμπ». Τότε συνήλθα. Τσαλάκωσα άσκημα από τη φούρκα μου τις φωτογραφίες. Ευτυχώς πρό­λαβαν και μου τις πήραν, πριν να τις σχίσω.

-- Σκότωσες την Νάρκα μου. Είσαι κακός, ξανάπα και ξανάκλαψα, κι έκανα να σηκωθώ.... να ορμήσω πάνω του πάλι... Μ' αυτός έβαλε τις φωτογραφίες στην τσέπη, στον κόρφο του, και οι δικοί μου με κράτησαν. Χαμογέλασε καλωσυνάτα. Πήρε το όπλο στο χέρι και τους άνδρες του κι έφυγε.

Ενας, καθώς έφευγε, κρατούσε από την κάνη το πι­στόλι του σαν σφυρί.

Εκαναν κατά το σπίτι του Μπάμπη του Τερζάκη. Μου φάνηκε πως κείνος με το «σφυρί» θα χτυπούσε στο κεφάλι τον Τερζάκη....

(Από το βιβλίο του «Στάση ο Ζέφυρος», 1971)


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ