Ενώ υπάρχει ο γνωστός ορισμός του ΟΗΕ για την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων από το 1990, που υιοθετήθηκε από σωρεία ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, στην αρχική δήλωσή του ο γγ αναφέρεται σε ίσο καθεστώς των μερών, που πρέπει να αναγνωριστεί στην τελική λύση με καθαρές και πρακτικές πρόνοιες. Αυτή η θέση, που σημαίνει ότι δεν ισχύει πλέον ο ορισμός που ξέραμε μέχρι σήμερα, αλλά αυτός που θα συμφωνηθεί, όχι μόνο δεν αναιρέθηκε, αλλά και επιβεβαιώθηκε στις προφορικές «διευκρινίσεις» που δόθηκαν στην πλευρά μας. Επικαλείται μάλιστα ο γγ την Εκθεση του Ιούνη του 1999, όπου ουσιαστικά αναφερόταν ότι χρειάζεται επανακαθορισμός του ορισμού της πολιτικής ισότητας κατά τρόπο που να ικανοποιείται ο κ. Ντενκτάς.
Ολα αυτά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα και μετά τις προφορικές λεγόμενες διευκρινίσεις, τις οποίες ο Πρόεδρος έκρινε ως ικανοποιητικές. Παραμένουν αναπάντητα και δίδουν την ευκαιρία διαφόρων ερμηνειών που να καλύπτουν και τον Ντενκτάς. Η αυτάρεσκη τοποθέτηση ότι σημασία έχει ποιες ερμηνείες εμείς δίδουμε, ας μας επιτραπεί να πούμε ότι είναι ένδειξη αμηχανίας. Σημασία έχει τι λεν τα επίσημα ντοκουμέντα και ποιες ερμηνείες δίδουν αυτοί που διαφεντεύουν τις τύχες του κόσμου. Και όταν ακριβώς αρνούνται να δώσουν μια ξεκάθαρη ερμηνεία, τότε έχουμε πρόβλημα. Σοβαρό πρόβλημα. Οσο αρνούμαστε να το δούμε, τόσο θα διολισθαίνουμε σε επικίνδυνα μονοπάτια που άλλοι χαράζουν για μας.
Είναι για τούτο που εμείς επιμένουμε ότι υπάρχει εκτροπή από την ορθή βάση λύσης του Κυπριακού. Είναι για τούτο που εμείς επιμένουμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη ανακοπής της διολίσθησης και επανόδου στα σωστά πλαίσια αναζήτησης λύσης του Κυπριακού. Η δήλωση Ανάν είχε ως άμεση συνέπεια τις άτυπες σκέψεις που διατύπωσε ο Ντε Σότο στη συνέχεια και αφορούσαν διάφορες πτυχές του Κυπριακού. Οι άτυπες αυτές σκέψεις κινούνται, στην καλύτερη περίπτωση, μεταξύ ομοσπονδίας και συνομοσπονδίας και, στη χειρότερη, όπως είναι με τις άτυπες σκέψεις για το Συνταγματικό προβάλλουν ένα απαράδεχτο έκτρωμα, που δεν μπορεί να εφαρμοστεί και να λειτουργήσει στην πράξη. Για τούτο και ομόφωνα έχει απορριφθεί.
Η επιχειρούμενη από εκπροσώπους της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος ωραιοποίηση της εικόνας και του περιεχομένου των άτυπων σκέψεων Ντε Σότο γίνεται γιατί θέλουν να εμφανίσουν ότι η πολιτική τους οδηγεί, τάχα, σε βελτιωμένες ιδέες σε σχέση με το παρελθόν. Δεν είναι όμως δυνατόν από τη μια ο Πρόεδρος να επιστρέφει ως απαράδεχτο το άτυπο έγγραφο επί του Συνταγματικού - από το οποίο εξαρτάται το είδος και το περιεχόμενο της λύσης - και από την άλλη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος να μιλά για βελτιωμένες σε σχέση με το παρελθόν ιδέες. Η ωραιοποίηση είναι επικίνδυνη γιατί αποτρέπει από του να γίνουν εκείνες οι ενέργειες που στοχεύουν πραγματικά να βελτιώσουν τα δεδομένα. Δεν μπορούμε να στέλλουμε διεθνώς μηνύματα ικανοποίησης για τα άτυπα έγγραφα ενόσω δε διασφαλίζονται στην πράξη το δικαίωμα των προσφύγων για επιστροφή στα σπίτια και τις περιουσίες τους, η αποστρατικοποίηση, ο αποκλεισμός της ένοπλης επέμβασης.
Οι δικές μας εκτιμήσεις είναι προϊόν όχι κάποιας αντιπολιτευτικής διάθεσης, όπως κακώς ισχυρίζονται ορισμένοι, αλλά είναι προϊόν μιας επιστημονικής μελέτης των εξελίξεων. Θα μπορούσαν και αυτές να συζητηθούν στα πλαίσια εκείνης της επιτροπής που λειτουργεί κοντά στο Εθνικό Συμβούλιο, σε μια προσπάθεια να καταλήξουμε, αν είναι δυνατόν, σε κοινές διαπιστώσεις. Ούτε εκείνη η επιτροπή δεν έχει συγκληθεί, όπως δεν έχει συνεδριάσει ακόμα και το Εθνικό Συμβούλιο.
Εδώ και καιρό το ΑΚΕΛ προειδοποιεί ότι θα επιχειρηθεί να προωθηθεί λύση μέσης απόστασης ανάμεσα στις θέσεις των δύο πλευρών, δηλαδή ανάμεσα στις θέσεις για ομοσπονδία που υποστηρίζει η ελληνοκυπριακή πλευρά και τις θέσεις για συνομοσπονδία που απαιτεί ο Ντενκτάς και η Αγκυρα. Γινόμαστε μάρτυρες αυτού του επιχειρούμενου συγκερασμού. Η μέση λύση όμως, που στοχεύει να ικανοποιήσει και να καλύψει την τουρκική πλευρά, όχι μόνο θα αφίσταται από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου αλλά θα βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση και με τα ψηφίσματα και με τις συμφωνίες.