Associated Press |
Η συριακή στρατιωτική παρουσία αποτέλεσε σημείο τριβής μεταξύ των δύο χωρών. Η δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού Χαρίρι, το Φλεβάρη του 2005, έδωσε την αφορμή στις ΗΠΑ και σε άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να επέμβουν, ασκώντας ασφυκτικές πιέσεις στη Δαμασκό, που οδήγησαν στην τάχιστη αποχώρηση των στρατευμάτων της. Κατά την περίοδο αυτή, αναδείχτηκε σε μείζονα πολιτικό παράγοντα του Λιβάνου, με τη στήριξη της Ουάσιγκτον, μια φιλο-αμερικανική πολιτική συμμαχία, που, την τελευταία τριετία, δε χάνει ευκαιρία να επιρρίπτει την ευθύνη των πολιτικών δολοφονιών που απείλησαν να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα στη Δαμασκό, η οποία διαψεύδει κατηγορηματικά κάθε εμπλοκή της.
Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, η φιλο-αμερικανική αυτή πολιτική συμμαχία, που κυβέρνησε μέχρι προσφάτως το Λίβανο, υπό τον πρωθυπουργό Φουάντ Σινιόρα, έθετε, εδώ και καιρό, ως αίτημα τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τη Συρία, υποστηρίζοντας ότι έτσι η Δαμασκός θ' αναγνωρίσει την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία του Λιβάνου. Η Δαμασκός, εξ αρχής, δεν είχε αντίρρηση, υποστηρίζοντας, όμως, ότι μιας τέτοιας εξέλιξης θα έπρεπε να προηγηθεί η σύσταση μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας στο Λίβανο, προκειμένου, όπως λέγεται, να διασφαλίσει και η συριακή πλευρά μια «πιο θετική» αντιμετώπιση από τη Βηρυτό.
Οι αιματηρές συγκρούσεις του Μάη, που οδήγησαν, τελικά, στην ενίσχυση της πολιτικής επιρροής της, μέχρι τότε, αντιπολιτευόμενης σιιτικής «Χεζμπολάχ» και των πολιτικών της συμμάχων, κατέληξαν και στη σύσταση κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Η έγκριση του νέου κυβερνητικού σχήματος από τη Βουλή, στις αρχές της βδομάδας, έδωσε και τυπικά το δικαίωμα στον Σουλεϊμάν να προχωρήσει στη σύναψη διπλωματικών σχέσεων, μια κίνηση που αναλυτές εκτιμούσαν ότι θα περιορίσει, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, τις ιμπεριαλιστικές εμπρηστικές παρεμβάσεις μεταξύ Λιβάνου και Συρίας.
Τη στιγμή που το κεφάλαιο των λιβανο-συριακών σχέσεων «έκλεινε» έστω και προσωρινά, θετικά, ένα άλλο κεφάλαιο στην πρόσφατη ιστορία της χώρας, αυτό της δράσης ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων ξανάνοιγε. Λίγο πριν την αναχώρηση του Προέδρου για τη Δαμασκό,πολύνεκρη βομβιστική επίθεση με στόχο στρατιώτες και πολίτες αιματοκυλούσε την Τρίπολη στο βόρειο Λίβανο.
Οι υποψίες όλων, αν και οι λιβανικές αρχές δήλωναν ότι διεξάγουν έρευνες, στράφηκαν προς την οργάνωση «Φάταχ αλ Ισλάμ» που το 2007 κατέλαβε τον παλαιστινιακό καταυλισμό Ναχρ αλ Μπάρεντ και οδήγησε στην πολύμηνη και αιματηρή πολιορκία του από το λιβανικό στρατό. Διατυπωμένοι στόχοι της οργάνωσης, που δηλώνει «ιδεολογική ταύτιση» με την «Αλ Κάιντα», είναι η «αναδιοργάνωση» των παλαιστινιακών καταυλισμών με γνώμονα τον ισλαμικό νόμο.
Εντούτοις, πολλές ήταν οι πληροφορίες που ήθελαν την οργάνωση να «συνδέεται», μέσω διαφόρων υπόγειων καναλιών, με ισχυρές ισλαμιστικές δυνάμεις (ή και χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, και πίσω από αυτήν οι ΗΠΑ). Δυνάμεις που την έφεραν στο προσκήνιο ως αντίβαρο στην ανερχόμενη επιρροή της σιιτικής «Χεζμπολάχ» (πίσω από την οποία σταθερά στάθηκε το Ιράν), με απώτερο στόχο την καλλιέργεια ενός ακόμη παράγοντα αποσταθεροποίησης του Λιβάνου.
Γι' αυτό και τώρα, αρκετοί αναλυτές εκτιμούσαν ότι πίσω από το μακελειό στην Τρίπολη κρύβονται δυνάμεις που δε βλέπουν με θετικό μάτι ούτε την κυβέρνηση εθνικής ενότητας αλλά ούτε τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τη Συρία, επιδιώκοντας ο Λίβανος να παραμείνει πρόσφορο πεδίο δράσης ξένων συμφερόντων.