Κυριακή 11 Μάη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Τα «Ιουλιανά» και το σήμερα

Η συζήτηση ανάμεσα στις αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις για τα γεγονότα του Ιουλίου 1965, τα γνωστά ως «Ιουλιανά», επανήλθε. Θα βρεθεί ξανά στο προσκήνιο σε λίγο καιρό, με αφορμή την επέτειο. Και θα συνεχιστεί, όπως γίνεται εδώ και πολλά χρόνια, αν και από τα τότε γεγονότα έχουν περάσει πάνω από 4 δεκαετίες.

Γιατί, άραγε, τόσο ζωηρό ενδιαφέρον για εκείνη την περίοδο; Αρκεί, για να το εξηγήσει, η εγκαθίδρυση της 7χρονης στρατιωτικής δικτατορίας, που ως πηγή της θεωρείται το 1965; (αν και δε βρίσκεται σε αυτό η απαρχή της).

Βεβαίως, πάντα δίνεται η αφορμή για να ανακινείται διαρκώς η ίδια συζήτηση, ενώ η κάθε πλευρά εκείνης της εποχής και οι πολιτικοί της απόγονοι θεωρούν όλοι τον εαυτό τους δικαιωμένο για τις τότε βασικές επιλογές τους (κάνοντας και λίγη ...αυτοκριτική για τα επιμέρους...). Δικαιωμένοι εμφανίζονται και οι γηραιοί του οπορτουνισμού (Κύρκος, Γλέζος, Μπενάς κ.ά.)!

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στη λεγόμενη «αποστασία» του 1965, στους αντιπάλους της αστούς του «Κέντρου» και στους εκπροσώπους του οπορτουνισμού, περιστρέφεται μονίμως στα παρακάτω:

α) Ποιοι ευθύνονται για το 1965 και ποιοι όχι. Ο Κ. Μητσοτάκης, από τους τότε πρωταγωνιστές, ρίχνει τις ευθύνες κυρίως στους Παπανδρέου και οι απόγονοι των δεύτερων στον Μητσοτάκη. Με την κάθε πλευρά, αντίστοιχα, συντάσσονται τα ΜΜΕ. Τα μεν με τον Μητσοτάκη, τα δε με την «Ενωση του Κέντρου» και με το ΠΑΣΟΚ. Το σκοτάδι και το φως!! Ετσι, το σχήμα «δεξιά - αντιδεξιά» συνεχίζει να μεταφέρεται και στο παρόν, ως βασική (δήθεν) αντίθεση στην κοινωνία.


β) Η παραπάνω αντιπαράθεση συνοδεύεται βεβαίως με τις διαβεβαιώσεις όλων των πλευρών, ότι σήμερα είναι υψηλού επιπέδου η δημοκρατία «μας» και πρέπει να την προφυλάγουμε ως κόρη οφθαλμού! Και ότι κάθε πλευρά, κατά τον ισχυρισμό της, αποτελεί τον καλύτερο εγγυητή για την προαγωγή της δημοκρατίας. Κατά τους μεν, η ΝΔ και όχι το ΠΑΣΟΚ. Κατά τους δε, το ΠΑΣΟΚ και όχι η ΝΔ. Στη συζήτηση ξεπροβάλλει και μια τρίτη, που λέει ούτε η ΝΔ ούτε το ΠΑΣΟΚ, αλλά η Κεντροαριστερά...

Ετσι ο χορός καλά κρατεί, στο πλαίσιο των ενδοαστικών αντιθέσεων, δηλαδή εντός των τειχών. Από τη μια η «ιστορική δικαίωση» και σε συνάρτηση με αυτήν το πολιτικό παρόν. Τελευταία απόδειξη αυτών, η «κόντρα» των προηγούμενων ημερών ανάμεσα στον Γ. Παπανδρέου, τον Κ. Μητσοτάκη και τον Λ. Κύρκο, μετά από όσα ισχυρίστηκε ο «αρχιαποστάτης» Μητσοτάκης στις 6 Μαΐου 2008, για τη στάση του το 1965. «Αψευδείς» μάρτυρες (δηλαδή αφερέγγυοι) το ΜΕΓΚΑ, ΤΑ ΝΕΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ και λοιποί «κεντρώοι» και νυν Πασοκτζήδες, που είναι κατά των «αποστατών»!.. Εξίσου ...φερέγγυοι με αυτούς η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και άλλοι, που είναι με τον Μητσοτάκη.

Στην όλη συζήτηση αποκρύπτονται επιμελώς δύο πράγματα. Πρώτο: Οι πραγματικές αιτίες και το βάθος των γεγονότων 1965 - 1967. Δεύτερο: Οτι η σημερινή δημοκρατία, ανεξάρτητα από τους εκσυγχρονισμούς που έχουν συντελεστεί, παραμένει μορφή κυριαρχίας της αστικής τάξης. Οπως και τότε. Είναι ταξική και δεν είναι δημοκρατία για όλους.

1. Ποιο ήταν το επίπεδο της αστικής δημοκρατίας πριν από το 1965; Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, που αντικατέστησε την ΕΡΕ με το 52,72% των ψήφων, συνέχισε να κρατά παράνομο το ΚΚΕ, να μην αναγνωρίζει την ΕΑΜική Αντίσταση, ούτε να επιτρέπει την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων. Με ειδική εγκύκλιο απαγόρευσε τη δράση της Νεολαίας Λαμπράκη στα σχολεία, καλούσε τους καθηγητές να χαφιεδίζουν, ενώ σκεπτόταν και γενικά τη διάλυσή της. Παράλληλα, συνέχιζε το διμέτωπο αγώνα.

Η «Ενωση Κέντρου» αθέτησε βασικές προεκλογικές υποσχέσεις της. Δεν απελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους που ήταν καταδικασμένοι με το νόμο 375 περί κατασκοπίας, ενώ στο στρατό και στα σώματα ασφαλείας άφησε τον ΙΔΕΑ να αλωνίζει. Την προβοκάτσια στο γιορτασμό της μάχης του Γοργοπόταμου, όπου το 1964 βρήκαν το θάνατο 13 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 39, ο Γ. Παπανδρέου τη χαρακτήρισε ατύχημα. Το αίτημα 15% για την Παιδεία παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες.

Ορισμένα δειλά βήματα εκδημοκρατισμού, που πραγματοποίησε η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου», δεν άλλαζαν το χαρακτήρα της ως το δεύτερο «εθνικόφρον κόμμα» στο δικομματικό σύστημα.

Στα γεγονότα του 1965 η ηγεσία του «Κέντρου» έχει προφασιστεί ότι απέφυγε δυναμική αντίδραση στις ενέργειες του Παλατιού, για να μη χυθεί αίμα! Αυτό ισχυρίστηκε ο Γ. Παπανδρέου, από τους κορυφαίους σφαγείς του λαού της Αθήνας το 1944!

2. Αν και δεν αποτελεί ταξική αποστασία η μεταπήδηση από το ένα κόμμα της πλουτοκρατίας στο άλλο, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό το φαινόμενο δεν παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1965.

Ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου μπήκε το 1952 στο ψηφοδέλτιο του Παπάγου και βγήκε βουλευτής. Τότε ακριβώς τάχθηκαν με τον Παπάγο 35 ακόμα πρώην υπουργοί και βουλευτές του «Κέντρου». Βασικό ρόλο για τη μεταπήδησή τους έπαιξε το συγκρότημα Λαμπράκη, που ταυτόχρονα επιτίθονταν στο «Κέντρο» επειδή δεχόταν στους συνδυασμούς του παράγοντες της «Δεξιάς»!..

Οι διαδηλωτές του 1965 έκαιγαν ΤΑ ΝΕΑ στους δρόμους, επειδή η εφημερίδα τα γύρισε υπέρ των «αποστατών»! Και τώρα, η ίδια εφημερίδα κάνει αποκλειστικά λόγο για την πολιτικά ανήθικη στάση των «αποστατών»!!

Το 1958 οι Γ. Ράλλης και Παν. Παπαληγούρας, μαζί με άλλους 13 βουλευτές της ΕΡΕ, έριξαν την κυβέρνηση Καραμανλή, που προχώρησε σε πρόωρες εκλογές.

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ακόμα, που δείχνουν ότι το φαινόμενο του 1965 δεν ήταν πρωτοφανές, όπως φροντίζουν να το παρουσιάσουν. Υπάρχουν επίσης άλλα που δείχνουν ότι η χρηματική εξαγορά βουλευτών, το 1965, επίσης δεν αποτελούσε πρωτοφανές γεγονός στην ιστορία του αστικού πολιτικού κόσμου...

Ηταν σοβαρό αυτό που έγινε το 1965; Ηταν, στο πλαίσιο της όξυνσης των ενδοαστικών αντιθέσεων, που βεβαίως τις συνέπειές τους τις πλήρωσε ο λαός. Το πρόβλημα ωστόσο είναι πολύ πιο περίπλοκο και δεν περιορίζεται στην πολιτική ηθική ορισμένων προσώπων, ούτε μόνο στο ρόλο των Ανακτόρων.

3. Αρχικά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το ίδιο το Σύνταγμα του 1952, το οποίο κατέλυσε η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, προέβλεπε και νομιμοποιούσε την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας, αναγνωρίζοντας αυτό το δικαίωμα στο βασιλιά, μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου.

Το άρθρο 91 του Συντάγματος του 1952 όριζε ανάμεσα σε άλλα και τα ακόλουθα:

«Ο Βασιλεύς δύναται μετά πρότασιν του Υπουργικού Συμβουλίου εν περιπτώσει εμπολέμου καταστάσεως ή επιστρατεύσεως ένεκεν εξωτερικών κινδύνων ή σοβαράς διαταραχής ή εκδήλου απειλής της δημόσιας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων να αναστείλη διά Βασιλικού Διατάγματος εις όλην την επικράτειαν ή εις μέρος αυτής την ισχύν των άρθρων 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 20, 95 και 97 του Συντάγματος ή τινών τούτων και θέτων εις εφαρμογήν τον εκάστοτε ισχύοντα Νόμον "περί καταστάσεως πολιορκίας" να συστήση εξαιρετικά δικαστήρια...»1.

4. Η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας σχεδιαζόταν και από το Παλάτι, αλλά οι συνταγματάρχες πρόλαβαν τους στρατηγούς. Ομως η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας βρισκόταν στις επιδιώξεις και του Κ. Καραμανλή. Ο τελευταίος, όχι μόνο ήταν ενημερωμένος για το γεγονός που επρόκειτο να συμβεί (αγνοούσε μόνο τη μορφή του), αλλά και είδε θετικά την επιβολή της δικτατορίας, ευχόμενος να επιτύχει τους σκοπούς της. Εγραψε:

«...δεν εξεπλάγην όταν επληροφορήθην το κίνημα της 21ης Απριλίου. Εξεπλάγην όμως για τη μορφήν που έλαβε, δεδομένου ότι εκείνο το οποίον θα ηδύνατο να αναμένεται ήτο η επέμβασις του στρατού κατά το προηγούμενον της Τουρκίας και με σκοπόν να κατασιγάση τα πάθη, να μεταρρυθμίση το Σύνταγμα και να αποκαταστήση εν συνεχεία τη λαϊκήν κυριαρχία»2.

Νωρίτερα ο Κ. Καραμανλής είχε ταχθεί υπέρ της κοινοβουλευτικής εκτροπής, κάτι που υποστήριξε και το 1966:

«Να σχηματισθή κυβέρνησις από ικανά και κατάλληλα διά την περίστασιν πρόσωπα, η οποία να εξουσιοδοτηθή από τη Βουλήν, ή, της Βουλής αρνουμένης, από τον βασιλέα, όπως ασκούσα εκτάκτους εξουσίας και εντός ευλόγου χρόνου: Προβή εις τολμηράν αναθεώρησιν του Συντάγματος (...) Αποκαταστήση τας ουσιαστικάς και ψυχολογικάς συνθήκας ομαλού και ηρέμου εθνικού βίου (...) Ρυθμίση ή θέση τουλάχιστον υπό έλεγχον το Κυπριακόν (...) Προκηρύξη δημοψήφισμα διά την επικύρωσιν των ανωτέρω υπό του λαού και διενεργήση εν συνεχεία εκλογάς»3.

Ολα τα προηγούμενα σημαίνουν ότι τα «Ιουλιανά» αποτέλεσαν την κορύφωση της όξυνσης των εσωτερικών ενδοαστικών αντιθέσεων, που διαπλέκονταν και με την υπόθεση της Κύπρου, καθώς και με τις στρατηγικές επιδιώξεις του εγγλέζικου και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, του ΝΑΤΟ, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Στα χρόνια 1950-1967 ήταν έντονη η αντιπαράθεση του Παλατιού με όλα τα αστικά κόμματα και όχι μόνο.

Αρχικά πρέπει να σημειωθεί η πριν από χρόνια εκφρασμένη αντίθεση ανάμεσα στο Παλάτι και στη βασική δύναμη μέσα στο στρατό, τον ΙΔΕΑ.

Για παράδειγμα, στις εκλογές του 1951, αν και ήρθε πρώτο το κόμμα του Παπάγου, το Παλάτι ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον Πλαστήρα.

Μέχρι και απόπειρα πραξικοπήματος, που σκόπιμα δεν επικράτησε, πραγματοποίησε ο ΙΔΕΑ (με την καθοδήγηση του Παπάγου όπως λέγεται), το οποίο ο Παπάγος «κατέστειλε», διατάσσοντας τους πραξικοπηματίες να αποσυρθούν από τους χώρους που είχαν καταλάβει (30 προς 31 Μάη 1951). Εδειχνε έτσι ότι εκείνος - και όχι το Παλάτι - έχει τη δύναμη στο Στρατό.

Στο επίκεντρο της διαπάλης Παλατιού - κυβερνήσεων βρισκόταν ο έλεγχος του στρατού. Αυτό το θέμα επίσης είχε την ιστορία του.

Εξαιτίας της σύγκρουσης με το Παλάτι, ο Κ. Καραμανλής εγκατέλειψε το 1963 την Ελλάδα, λίγο μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη. Η δολοφονία του Λαμπράκη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Είχαν προηγηθεί οξύτατες διαφωνίες για τις συνταγματικές αλλαγές που ήθελε να επιφέρει ο Καραμανλής, αλλαγές ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης) σε βάρος των εξουσιών του βασιλιά.

Για τον έλεγχο στο στρατό, ο βασιλιάς Παύλος ζήτησε το 1958 από τον Καραμανλή να παραιτηθεί από υπουργός Αμυνας (θέση που είχε μαζί με την πρωθυπουργία) και να τον αντικαταστήσει ο Σπ. Θεοτόκης, άνθρωπος των Ανακτόρων. Ενώ ο Κ. Καραμανλής άλλαξε το Νοέμβρη του 1959 την ηγεσία του στρατού, που ήταν ακραιφνώς βασιλική.

Το βράδυ της Πέμπτης 15 του Ιούλη 1965, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου πήγε στα Ανάκτορα και υπέβαλε την παραίτησή του στον βασιλιά Κωνσταντίνο.

Η παραίτηση ήταν το αποτέλεσμα της ρήξης ανάμεσα στην κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» και στο Παλάτι, εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά να υπογράψει το Βασιλικό Διάταγμα ανάληψης του υπουργείου Εθνικής Αμυνας από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στις επιστολές που αντάλλαξαν, το θέμα «στρατός» τίθεται καθαρά. Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ (υπαρκτή ή ανύπαρκτη, είναι αδιάφορο στην προκειμένη περίπτωση) εξέφραζε τη σύγκρουση για τον έλεγχο του στρατού.

Συνοψίζοντας: Ηδη από το 1946 το Παλάτι αποτελούσε ισχυρό κέντρο εξουσίας στο πλαίσιο της ενιαίας αστικής εξουσίας και σύμβολο της ωμής αντικομμουνιστικής θωράκισης του αστικού κράτους, σύμφωνα με τις ανάγκες της αστικής τάξης μετά την ήττα του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ.

Ωστόσο, από τα μέσα της 10ετίας του '50, προέκυπτε το εξής ζήτημα: Για πόσα χρόνια ακόμα θα μπορούσε η άρχουσα τάξη να ασκεί την εξουσία της με τις ίδιες ακριβώς δομές και μεθόδους που χρησιμοποίησε στα χρόνια της ένοπλης αντιπαράθεσης και αργότερα; Μέχρι πότε θα μπορούσε να ενσωματώνει τις λαϊκές μάζες κυρίως με την πιο ωμή τρομοκρατία; Και μέχρι πότε θα παρέμενε ισχυρός ο ρόλος των Ανακτόρων ως «πρώτου οχυρού κατά του κομμουνισμού», που σήμαινε ότι στην άσκηση της ενιαίας αστικής εξουσίας το Παλάτι θα συνέχιζε να κατέχει μερίδιο από την κυβέρνηση, διεκδικώντας μάλιστα να έχει το πάνω χέρι;

Από το 1963 μέχρι το 1967οι αντιθέσεις και οι συμμαχίες διαγράφονταν ως εξής: Η «Ενωση Κέντρου» με το Παλάτι εναντίον της ΕΡΕ. Στη συνέχεια η ΕΡΕ, το Παλάτι και οι «αποστάτες» εναντίον του «Κέντρου». Κατόπιν φθάνουμε στη συμμαχία Παλατιού, ΕΡΕ και «Ενωσης Κέντρου», την οποία έσπασε η ΕΡΕ και σχημάτισε δική της κυβέρνηση.

Αυτή η εξέλιξη επιβεβαιώνει ότι ο αστικός κόσμος αδυνατούσε να επιβάλει τον εκσυγχρονισμό του συστήματος. Αυτό επιβεβαιώνει η υποχωρητική στάση του Καραμανλή απέναντι στο Παλάτι προηγούμενα, αλλά και της ηγεσίας του «Κέντρου» αργότερα.

Οι εξελίξεις του Ιούλη 1965 έθεσαν το ζήτημα της αποφασιστικής αντιπαράθεσης της κυβέρνησης με τα Ανάκτορα. Ο Γ. Παπανδρέου και συνολικά η ηγεσία της «Ενωσης Κέντρου» ούτε που διανοούνταν τέτοιο πράγμα. Ηρθε σε σύγκρουση με το Παλάτι, αλλά πάντα μέσα στα όρια του πολιτεύματος. Οντας μέσα σε αυτή την αντίφαση, έκανε ένα βήμα μπροστά και ένα πίσω, περιμένοντας τη στιγμή που ο λαός θα τους επανέφερε στην κυβέρνηση.

Από την άλλη, η απέναντι πλευρά έκανε τους δικούς της λογαριασμούς. Δηλαδή, πώς η «Ενωση Κέντρου» δε θα ερχόταν στην εξουσία. Ενώ διαρκούσε αυτή η διελκυστίνδα, το πιο δυναμικό τμήμα του αστικού κράτους και μηχανισμοί του ξένου παράγοντα (ΗΠΑ) έδωσαν τη δική τους «καθαρή» λύση με το στρατιωτικό πραξικόπημα. Ετσι συντελέστηκε το ιστορικά «παράδοξο», ο αστικός εκσυγχρονισμός να επιταχυνθεί τελικά από τη δικτατορία, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των εμπνευστών και αυτουργών της.

Εγινε εκείνο που ευχόταν ο Κ. Καραμανλής. Σε επιστολή του στις 8 Σεπτεμβρίου 1967 προς τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο, έγραψε:

«Διότι το θέμα δεν είναι να επανέλθωμεν εις την ομαλότητα διά της αποτυχίας της επαναστάσεως, αλλά διά της επιτυχίας της. (...) Διότι δε θα σημαίνη βέβαια αποκατάστασιν της ομαλότητος η επάνοδος εις την υφισταμένην προ του κινήματος κατάστασιν. Το τελευταίο δε αυτό έχει βαρύνουσαν σημασίαν, δεδομένου ότι συνιστά τον πυρήνα του προβλήματος»4. Ναι, αυτός ήταν ο πυρήνας του προβλήματος, που επιλύθηκε με τον αστικό εκσυγχρονισμό της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, μετά το 1974, συντρέχουσας βεβαίως και της λαϊκής πάλης, πριν και κατά τη δικτατορία.

Οι μαζικές λαϊκές αντιδράσεις στο βασιλικό πραξικόπημα της 15ης του Ιούλη, το κίνημα των 70 ημερών όπως ονομάστηκε, με την πάροδο του χρόνου έφθιναν και σε κάποια στιγμή σταμάτησαν, όταν η κυβέρνηση Στεφανόπουλου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.

Το κίνημα των 70 ημερών, αν και χρωματίστηκε από την ηρωική και επίμονη δράση πλατιών μαζών, στις οποίες πρωταγωνιστές ήταν οι κομμουνιστές και οι ΕΔΑίτες, η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, δεν έβγαινε από το πλαίσιο του Συντάγματος, παρά το αίμα που χύθηκε και την αυταπάρνηση που έδειξαν οι αγωνιζόμενες λαϊκές δυνάμεις. Στην πολιτική κατεύθυνση αυτού του κινήματος ήταν καθοριστικός ο ρόλος της ΕΔΑ.

Οι ενδοαστικές αντιθέσεις αναλύονταν από την ηγεσία της λαθεμένα, ενώ η στρατηγική γραμμή της ΕΔΑ χαραζόταν στη βάση της «συνεργασίας των δημοκρατικών δυνάμεων», κατά της «Δεξιάς». Μάλιστα, για το προχώρημα της «δημοκρατικής συνεργασίας», η πολιτική της ΕΔΑ απωθούσε σε δεύτερη μοίρα ακόμα και την κριτική προς το «Κέντρο» για τη μη τήρηση των προεκλογικών του δεσμεύσεων.

Στο μεταξύ, παρά τις επίμονες προσπάθειες της ΕΔΑ, η «Ενωση Κέντρου» δεν αποδεχόταν τη συνεργασία. Δεν την είχε ανάγκη. Εγραψε σχετικά ο Ανδρέας Παπανδρέου:

«...Η απροθυμία μας να αποτελέσομε μαζί της λαϊκό μέτωπο ήταν (κυρίως) πως δεν είχαμε ανάγκη να συνεργασθούμε με την ΕΔΑ, ούτε με κανένα άλλο κόμμα για να πετύχουμε απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές»5.

Επιπλέον, για να μη ...δυσκολεύει τα πράγματα, η ηγεσία της ΕΔΑ έθετε τελείως απαλά το θέμα της νομιμοποίησης του ΚΚΕ. Δεν πάλευε γι' αυτή με βάση τις δυνατότητες που υπήρχαν, ενώ θεωρούσε «μαξιμαλιστική» και «αριστερίστικη» την πάλη για την ντε φάκτο επιβολή της νομιμοποίησης του ΚΚΕ, θέμα που έθετε η ηγεσία του ΚΚΕ.

Οταν ξέσπασε το στρατιωτικό πραξικόπημα, δεν υπήρχε η παραμικρή προετοιμασία για αντίσταση εναντίον του. Οι του «εσωτερικού», που υποτίθεται ότι σε αντίθεση με τους «έξω» γνώριζαν την κατάσταση, είτε πιάστηκαν στον ύπνο, είτε δεν είχαν πού να κρυφτούν. Κατά τα άλλα, είναι και αυτοί δικαιωμένοι!..

Βεβαίως, για τη γενική πολιτική κατεύθυνση της ΕΔΑ, υπεύθυνη δεν ήταν μόνο η ίδια. Ηταν πρωταρχικά η ηγεσία του ΚΚΕ, που επιπλέον είχε παραιτηθεί από το καθήκον της δημιουργίας παράνομων κομματικών οργανώσεων, αφού προηγουμένως είχε διαλύσει όσες υπήρχαν και τα μέλη τους είχαν ενταχθεί στην ΕΔΑ.

Ετσι, μη δίνοντας άλλη προοπτική η πολιτική του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, όταν ξέσπασαν τα γεγονότα του 1965 και μετά, η μόνη «προοπτική» που απέμενε στο λαό, ήταν εκείνη που επαφιόταν στους χειρισμούς της ηγεσίας του «Κέντρου».

Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της εποχής έπαιξαν η καθεμιά τον ταξικό ρόλο τους, όπως νόμιζαν ότι εξυπηρετούνται καλύτερα τα αστικά συμφέροντα. Ο Κ. Μητσοτάκης και οι υπόλοιποι «αποστατώντας». Ο Γ. Παπανδρέου, χρησιμοποιώντας το λαό. Η σημερινή γενική πολιτική των ζώντων πρωταγωνιστών του 1965 και των απογόνων τους, δείχνει και τον τότε ρόλο των πολιτικών τους δυνάμεων, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών.

Το ζητούμενο είναι να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα, προς το συμφέρον τους, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Πρώτα απ' όλα ότι ο λαός έχει συμφέρον να οργανώνει την αντιιμπεριαλιστική πάλη του και οργάνωση, ώστε να γίνεται το πολιτικό σύστημα όλο και πιο ασταθές, για να γίνεται πιο ισχυρός ο ίδιος ο λαός, μέχρι να το ανατρέψει. Η δημοκρατία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της είναι κατά πολύ ανώτερη από τη σημερινή.

Παραπομπές:

1. Το Σύνταγμα του 1952 ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 21 Δεκεμβρίου του 1951, επί κυβερνήσεως Σοφ. Βενιζέλου. Εγκρίθηκε με 132 ψήφους. Ο «Συναγερμός» (Παπάγος) αποχώρησε από τη συνεδρίαση, επειδή η Βουλή ήταν απλή και δεν είχε αναθεωρητικές αρμοδιότητες. Υπερψήφισαν οι βουλευτές της ΕΠΕΚ (Πλαστήρας), των «Φιλελεύθερων», ο Κ. Τσαλδάρης και ο Χαμδή του «Λαϊκού Κόμματος», οι συνεργαζόμενοι με την κυβέρνηση Αγροτικοί και ο Λ. Καραμαούνας που είχε εκλεγεί με την ΕΔΑ, αλλά αποχώρησε αμέσως μετά, μαζί με τον Μιχ. Κύρκο, ο οποίος ψήφισε «παρών».

2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τόμος 6ος, σελ. 275, έκδοση «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ».

3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τόμος 6ος, σελ. 212, 219 και 320, έκδοση «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ».

4.«Εγώ ο Ιάκωβος», σελ. 247 - 248, εκδόσεις «Α. Α. Λιβάνη».

5. Ανδρέα Παπανδρέου: «Η δημοκρατία στο απόσπασμα», σελ. 272, εκδόσεις ΚΑΡΑΝΑΣΗΣ».


Του
Μάκη ΜΑΪΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ