Οταν η θεσμοθέτηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στον πολιτισμό συναντά αντιδράσεις, «αναλαμβάνουν» οι «μη κυβερνητικές οργανώσεις» και τα «δίκτυα πολιτών»...
Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων Θάσου |
Στο πλαίσιο της πλήρους εμπορευματοποίησης του πολιτισμού (φυσικά και της πολιτιστικής κληρονομιάς) που προωθεί η ΕΕ με αιχμή τη «Στρατηγική της Λισαβόνας» και την υπαγωγή του πολιτισμού στους στόχους του κεφαλαίου για ακόμη μεγαλύτερη κερδοφορία και ιδεολογική χειραγώγηση, ο δικομματισμός στην Ελλάδα προχώρησε σε πλήθος θεσμικών παρεμβάσεων που έχουν αναδειχτεί από τον «Ρ». Μία από τις βάσεις όλων αυτών των παρεμβάσεων είναι η αποδυνάμωση της δημόσιας διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς και η «διάχυσή» της στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και ο ταυτόχρονος προσανατολισμός των κρατικών φορέων στην ιδιωτικοοικονομική διαχείριση.
Αρχαίο θέατρο Δωδώνης |
Ο «Ρ» σημείωνε τότε ότι «πρόκειται για χτύπημα στο δημόσιο χαρακτήρα της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς», ενώ ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, σε ψήφισμα της γενικής του συνέλευσης υπενθύμιζε, ότι «ο μόνος φορέας που μπορεί και πρέπει να είναι αρμόδιος για το έργο της προστασίας του συνόλου της μνημειακής κληρονομιάς είναι η Αρχαιολογική Υπηρεσία (σ.σ. που) διαθέτει την απαιτούμενη επιστημονική, τεχνική και διοικητική εξειδίκευση, αλλά και τη μακροχρόνια εμπειρία, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στα πολλαπλά, εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα που θέτει η διαδικασία της προστασίας των αρχαίων μνημείων». Πρόσθετε ότι «οι ιστορικοί και αρχαιολογικοί χώροι και τα κάθε είδους κινητά και ακίνητα μνημεία, όντας ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτιστικής μας ταυτότητας, αλλά και πολύτιμα στοιχεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, αποτελούν δημόσια περιουσία αναπαλλοτρίωτη και εκτός συναλλαγής (...) Τα ζητήματα που σχετίζονται με την προστασία της μνημειακής κληρονομιάς απαιτούν ενιαία πολιτική και διαχείριση σε εθνικό επίπεδο, γι' αυτό, άλλωστε, οι περιφερειακές μονάδες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δεν υπάγονται στις κατά τόπους περιφέρειες, αλλά κατευθείαν στο υπουργείο Πολιτισμού».
Θέατρο Διονύσου |
Αρχαίο Θέατρο Λάρισας |
Αρχαίο θέατρο Μεσσήνης |
Το κεφάλαιο δεν «εκπροσωπείται» μόνο στα παραπάνω. Αλλά και στην «αρωγή στη χρηματοδότηση των αναγκαίων ερευνών, μελετών και δράσεων για την αποκατάσταση, ανάδειξη και αξιοποίηση των αρχαίων θεάτρων (...) με συστηματική αναζήτηση πόρων, τόσο στο δημόσιο (σ.σ.!) όσο και στον ιδιωτικό χώρο, και με παράλληλη ευαισθητοποίηση και προσέλκυση χορηγών». Μάλιστα, το «Διάζωμα » «θα διασφαλίζει ότι τα κονδύλια που θα προσφέρονται από τους χορηγούς, θα επενδύονται εξ ολοκλήρου στο συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο χορηγήθηκαν». Επιπλέον, θα αναλάβει πρωτοβουλίες «για τη δημιουργία ή διεύρυνση, μέσω κατάλληλων νομικών μορφών, συμπράξεων, κοινοπραξιών ή άλλων φορέων, που αναλαμβάνουν τη μελέτη, την εκτέλεση, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση έργων ή δράσεων, που συνδέονται με τους σκοπούς του Σωματείου». Αν αυτά δεν είναι απευθείας παρέμβαση ιδιωτών στην - και συνταγματική - υποχρέωση του κράτους για την προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, τότε τι είναι; Αν δεν είναι απευθείας αμφισβήτηση του ρόλου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τότε περί τίνος πρόκειται; Αλλωστε, το θεσμικό πλαίσιο έχει ήδη «στρωθεί» μέσω των ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα) και μέσω του νόμου «πολιτιστικής χορηγίας». Αυτό που «λείπει» είναι τώρα οι «μη κυβερνητικές οργανώσεις» και οι «κινήσεις πολιτών» τύπου «Διαζώματος» κ.ά.
Ολα αυτά, ο Στ. Μπένος στην παρουσίαση τα «ξεπέταξε» ως εξής: «Η αρμοδιότητα των μνημείων ανήκει στο κράτος, αλλά μην κοιτάς τι κάνει το κράτος για σένα, αλλά εσύ για το κράτος»! Και τι κάνει το «Διάζωμα »; Προτείνει νέα χαράτσια, με την ...«ενθάρρυνση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για την υιοθέτηση του θεσμού του "πολιτιστικού τέλους" (...)»! Δηλαδή, δε φτάνει η άμεση και έμμεση φορολόγηση της εργατικής τάξης, το «Διάζωμα » προτείνει κι άλλη λαϊκή αφαίμαξη υπέρ των «συμπράξεων»!
Αξίζει να υπογραμμιστεί και πάλι ότι για την αστική τάξη και τους εκπροσώπους της, δεν αρκεί η «ιδιοποίηση» της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η διαδικασία αυτή πρέπει να συνοδευτεί και από την αντίστοιχη ιδεολογική χειραγώγηση. Η πρόσκληση προς τους καλλιτέχνες εντάσσεται σε αυτή τη στρατηγική και είναι στο χέρι τους να αντισταθούν και να μη δεχτούν να χρησιμοποιηθούν αυτοί και το έργο τους σε αυτό το πλαίσιο.
Το ζήτημα, λοιπόν, της «διαχείρισης» της συνείδησης δε μας αφήνουν να το ξεχάσουμε... οι ίδιοι. «Να παραχθεί ιδεολογία γύρω από το μνημείο και τη χρήση του», είπε ο κ. Μπένος στην παρουσίαση. Λίγο καιρό αργότερα, ο υπουργός Πολιτισμού, Μ. Λιάπης, σε ομιλία του στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης με θέμα - τι άλλο; - «Χορηγίες και Εθελοντισμός στη Σύγχρονη Τέχνη» ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «πλέον ο στόχος δεν είναι απλώς να διακινηθούν κάποια χρήματα». «Αλλά να υπάρξει πραγματική επαφή ανάμεσα στις δύο πλευρές (σ.σ. «χορηγοί» - κοινωνία). Να αναζητηθούν κοινοί στόχοι. Μέσα από μια δημιουργική όσμωση να βγει ένα θετικό αποτέλεσμα. Και βλέπω ότι πλέον οι εταιρείες δε μένουν απλώς στο να δίνουν μια επιταγή. Εμπλέκονται ολοένα και περισσότερο στην όλη διαδικασία. Εντάσσουν τη δημιουργικότητα στο χώρο εργασίας. Αναζητούν την επενέργεια της τέχνης»! Βέβαια, «κοινοί στόχοι» μεταξύ κεφαλαίου και δημιουργών - κοινωνίας δεν μπορούν και δεν πρόκειται να υπάρξουν και ούτε υπήρχαν, όχι μόνο στον καπιταλισμό, αλλά σε κανένα εκμεταλλευτικό σύστημα.
Αλλά «ως μια κυβέρνηση που πρεσβεύουμε τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, δεν έχουμε πολιτικά συμπλέγματα στην αξιοποίηση του ιδιωτικού τομέα», ο οποίος είναι «ένα χρήσιμο συμπλήρωμα που μπορεί να προσεγγίσει προσπάθειες στις οποίες δεν μπορούν να φτάσουν εύκολα τα κονδύλια των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων για παράδειγμα». Παράλληλα, ο ρόλος του κράτους είναι «να διευκολύνει αυτή την προσπάθεια. Να ρυθμίσει το απαιτούμενο θεσμικό πλαίσιο. Να δημιουργήσει το κατάλληλο ευνοϊκό χορηγικό περιβάλλον. Ενα περιβάλλον που θα πολλαπλασιάσει τους πόρους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι θα κατευθύνονται στον πολιτισμό»! Ομολογείται, λοιπόν, πως το αστικό κράτος δημιουργεί προϋποθέσεις ακόμη μεγαλύτερης εκμετάλλευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου, μεταξύ αυτών και «διά της απουσίας» του από τη χρηματοδότηση πολιτιστικών προγραμμάτων.
Το κενό θα καλυφθεί, βέβαια, από τους «χορηγούς» που δεν έχουν κανένα «σύμπλεγμα» το αν θα εισβάλουν στον πολιτισμό μέσω του Συμβουλίου Χορηγιών ή μέσω των «κινήσεων πολιτών». Αλλωστε, ο υπουργός έσπευσε να «διαφημίσει» το «Διάζωμα », λέγοντας πως «οι πρωτοβουλίες πολιτών μπορούν να ενισχύσουν την κεντρική προσπάθεια της Πολιτείας»...