Κυριακή 23 Δεκέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Κακούργα ξενιτιά

Ο Φίλιππος Φιλίππου (φωτογραφία Κ. Μητρόπουλος - ΕΚΕΒΙ)

Κ. Μητρόπουλος

Ο Φίλιππος Φιλίππου (φωτογραφία Κ. Μητρόπουλος - ΕΚΕΒΙ)
Κάποιον Αύγουστο, πριν από κάμποσα χρόνια, ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι ενός μηνός μ' ένα φορτηγό που είχε σημαία Μάλτας κι έφερε το παράξενο όνομα «Ο Σόλε Μίο», βρέθηκα στη Βαλτιμόρη. Προηγουμένως, έκανα τις διακοπές μου στην Κέρκυρα, όπου πριν τη λήξη τους αναγκάστηκα να δουλέψω, επειδή όσα λεφτά είχα στην άκρη τα ξόδεψα άσκοπα εδώ κι εκεί. Είχα πιάσει δουλιά στη Δασιά ως σερβιτόρος, ασχολούμενος με το τερπνό έργο του ψαρέματος τουριστριών για να καταπολεμήσω την πλήξη μου.Για το μέλλον δεν είχα κανένα σχέδιο· θα συνέχιζα τις σπουδές μου στο Λόντον Σκουλ οφ Εκονόμικς κι όπου μ' έβγαζε. Οχι πως ήμουν κανένας ανερμάτιστος, ήμουν απλώς νέος και ζούσα το σήμερα· για το αύριο βλέποντας και κάνοντας.

Εκεί στην Κέρκυρα, στην αμμουδιά του Υψου,έμελλε να έχω μια περιπέτεια που μόνο χάρη στην προνοητικότητά που διαθέτω δε μου βγήκε ξινή. Γνώρισα με θεσπέσια Ελληνίδα, την Ζ., που παραθέριζε με τους αυστηρούς γονείς της και μια μέρα που την είχαν αφήσει λάσκα, την οδήγησα στο καμαράκι όπου έμενα. Πάνω στην κουβέντα τής ανέφερα ότι σπούδαζα στο Λονδίνο και της ανέπτυξα τα σχέδιά μου για την ίδρυση εταιρείας παραγωγής ταινιών, ενώ εκείνη μου εξομολογήθηκε το όνειρό της να παντρευτεί επιστήμονα και να κάνει δύο παιδιά, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι.

Εφυγα από την Κέρκυρα άρον-άρον, ύστερα από καυγά με έναν αστυνομικό, τον οποίο έδειρα άσχημα - ως νεότερος ήμουν πιο δυνατός - ξεπληρώνοντας κάτι παλιά χρέη. Ηταν ο προσωπικός μου βασανιστής, ο μπάτσος που παλαιότερα, όταν με τραβολογούσαν στην Ασφάλεια ως συνήθη ύποπτο, μου έριχνε ξύλο. Βίαιος και ζόρικος, αποτελούσε το φόβο και τον τρόμο των εκάστοτε συλληφθέντων· μια φορά είχε βγάλει το πιστόλι του και με απείλησε με εικονική εκτέλεση. Από διαβολική σύμπτωση αυτός ο τύπος ήταν ο πατέρας της Ζ. για τον οποίο η κοπέλα μού είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια. Μια μέρα πριν την ορισθείσα συνάντηση των τριών μας σε μια καφετέρια της περιοχής - της είχα ζητήσει να τον γνωρίσω, χωρίς να υποψιάζομαι πως ετοιμαζόμουν να πέσω στο στόμα του λύκου - τον είδα μόνο του, θυμήθηκα τα περασμένα, μ' έπιασε μανία, του επιτέθηκα και τον έστειλα στο νοσοκομείο.


Β. Παπαγεωργίου

Η πράξη μου ήταν βέβαια λάθος και δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη, με δεδομένη την αλληλεγγύη ανάμεσα στους αστυνομικούς. Ετσι, όταν συνειδητοποίησα τι έκανα, για να μην μπλέξω σε χειρότερα, αποφάσισα να μπαρκάρω για την Αμερική. Ζούσε εκεί η Λίζα, μια μακρινή ξαδέλφη από το σόι της μάνας μου που σπούδαζε στο Κολούμπια. Ηταν ορφανή κι από τους δύο γονείς και τη φιλοξενούσε κάποια θεία της άνευ τέκνων, χήρα, ιδιοκτήτρια αλυσίδας εστιατορίων, με μπόλικο παραδάκι.

*

Το βράδυ της άφιξης του καραβιού στη Βαλτιμόρη, ανακάλυψα πως ο καπετάνιος για άγνωστους λόγους με είχε βάλει στην μπλακ λιστ, πράγμα που σήμαινε ότι με θεωρούσε ύποπτο δραπέτευσης. Αυτό δεν μπορούσα να το δεχτώ. Οταν λοιπόν οι σύντροφοι βγήκαν έξω για να πιουν και να διασκεδάσουν, εγώ και μερικοί άλλοι ύποπτοι καθόμαστε στα ρέλια και βρίζαμε τους Αμερικάνους και το πολίτευμά τους. Τελικά, κατάφερα να ξεφύγω από την επιτήρηση των σεκιουριτάδων που είχαν γείρει αποκαμωμένοι στην κουπαστή, ύστερα από την κατανάλωση μεγάλης ποσότητας μπίρας,και να κατεβώ στον ντόκο με το σακ - βουαγιάζ στο χέρι. Ο σιδηροδρομικός σταθμός δεν ήταν μακριά.

*

Την επομένη βρέθηκα στο Πενσυλβάνια Στέισιον της Νέας Υόρκης κι από εκεί περπάτησα ως το Μπροντγουέι, χαζεύοντας τις βιτρίνες των κινηματογράφων στην Τάιμς Σκουέαρ. Μπήκα στον πρώτο σταθμό του μετρό, έβγαλα εισιτήριο και επιβιβάστηκα σ' ένα βαγόνι της γραμμής Ν που πήγαινε στην Αστόρια. Η ξαδέλφη μου έμενε σ' ένα σπίτι με κήπο στο τέρμα της λεωφόρου Ντίτμαρς, σε μικρή απόσταση από το ζαχαροπλαστείο Λευκός Πύργος. Καθώς στεκόμουν στο κατώφλι της πόρτας της, βρώμικος, αξύριστος και ταλαιπωρημένος, ξαφνιάστηκε, δε με αναγνώρισε· χρειάστηκε κάμποσα λεπτά για να με θυμηθεί. Είχαν περάσει κάπου πέντε χρόνια από τότε που ειδωθήκαμε για τελευταία φορά. Εκείνη δεν είχε αλλάξει καθόλου, πάντα τη θυμόμουν ξανθιά και ξερακιανή, με ξεπλυμένα γαλάζια μάτια και αραιά δόντια. Τη φίλησα τρυφερά στο μάγουλο κι εκείνη αφού μ' έσφιξε πάνω της, πήγε να ετοιμάσει το μπάνιο.


Β. Παπαγεωργίου

*

Μια μέρα που τρώγαμε στέικ με τηγανητές πατάτες στην τραπεζαρία του σπιτιού της, πίνοντας εκλεκτό κρασί πορτό, η Λίζα μου εξομολογήθηκε τα όνειρά της. Μετά τις σπουδές της στην κοινωνιολογία, ήθελε να παντρευτεί και να κάνει τρία παιδιά, δυο αγόρια κι ένα κορίτσι. Ο μελλοντικός της σύζυγος δε θα ήταν όποιος όποιος: Ηθελε Ελληνα. Ατυχώς, οι μέχρι τότε προσπάθειές της να βρει σύζυγο αντάξιο της κοινωνικής της τάξης και του πνευματικού της επιπέδου είχαν ναυαγήσει. Οσοι από τους συμφοιτητές της άξιζαν, επέστρεφαν στην Ελλάδα κι όσοι έμεναν εκεί δε δέχονταν να παίξουν το ρόλο για τον οποίο τους προόριζε. Φαίνεται πως το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπιζαν κι άλλες Ελληνίδες της Αμερικής. Κάθε μητέρα με κόρη της παντρειάς αναζητούσε τον κατάλληλο Ελληνα στον ευρύτερο χώρο της ομογένειας, ώστε να μην αλλάξει χέρια η περιουσία της οικογένειας.

Η ξαδέλφη μου, με αφορμή γενέθλια και ονομαστικές εορτές, με κουβαλούσε σε σπίτια για να με επιδείξει στους φίλους της ως κελεπούρι κι ήταν πολύ ευχαριστημένη. Σε μια τέτοια επίσκεψη, όπου ήταν καλεσμένοι Ελληνες και Ιταλοί, ανάμεσά τους κι ένας τύπος με μαφιόζικο ύφος, λαδωμένο μαλλί και μαύρη ελιά στο μάγουλο που θύμιζε αόριστα τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, συνειδητοποίησα την αξία μου. Κάποια στιγμή που η Λίζα απομακρύνθηκε από κοντά μου, με πλησίασε μια κυρία, σύζυγος μεσίτη ακινήτων, κι ευγενικά μου πρότεινε την κόρη της για νύφη. Μου την παρουσίασε ως όμορφη, παρθένα και κυρίως κληρονόμο μια καθόλου ευκαταφρόνητης περιουσίας. Η φωτογραφία που μου επέδειξε ήταν αρκούντως ικανοποιητική. Η τύχη φαινόταν να μου χαμογελάει, ωστόσο δε βιάστηκα ν' απαντήσω, δήλωσα στην ευγενική κυρία πως για μένα πρώτευαν οι σπουδές μου. Δεν έκλεισα όμως την πόρτα που μου ανοίχτηκε· της ζήτησα πίστωση χρόνου ώσπου να τακτοποιηθώ και να μην είναι σε θέση να το συζητήσω.

Ξαφνικά, η ξαδέλφη μου έπαψε να με τραβολογάει από εδώ κι από εκεί με την εξήγηση πως ήθελε να με προστατεύσει από την πιθανή κατάδοση κάποιου καλοθελητή στην Υπηρεσία Μετανάστευσης. Επιπλέον, μου αποκάλυψε πως κινδύνευα από τον Ιταλό με το λαδωμένο μαλλί και τη μαύρη ελιά στο μάγουλο· τον παρουσίασε ως γκάνγκστερ, ο οποίος ήθελε να την παντρευτεί, μα εκείνη τον απέκρουε. Αν ο Ιταλός, είπε, που δε γνώριζε το βαθμό συγγένειάς μας, μ' έβλεπε να κυκλοφορώ μαζί της, θα νόμιζε πως προτιμάει εμένα αντί για κείνον και θα με πλάκωνε στο ξύλο.

*

Ηταν Αύγουστος, όπως είπα, κι η ζέστη στην Αστόρια είχε γίνει ανυπόφορη· οι κάτοικοι εγκατέλειπαν την πόλη για πιο δροσερά μέρη. Αλλοι τραβούσαν για τις ακτές του Λονγκ Αϊλαντ, άλλοι για τα βουνά του Βορρά κι οι ευπορότεροι έμπαιναν σε κρουαζιερόπλοια με προορισμό τα νησιά της Καραϊβικής. Η Λίζα μου πρότεινε ένα ταξιδάκι λίγων ημερών στο Ρούσβελτ Μπιτς στη λίμνη Οντάριο και δέχτηκα. Το ξενοδοχείο βρισκόταν κοντά στους καταρράκτες του Νιαγάρα κι είχε υπέροχη θέα· μέναμε σε μια σουίτα που διέθετε όλες τις ανέσεις. Η ομορφιά του τοπίου, το υγρό κλίμα, μας πρόσφεραν θαυμάσιες διακοπές. Εκεί κατάλαβα πως εκείνη με είχε ερωτευτεί, μα τα δικά μου αισθήματα ήταν αντίθετα με τα δικά της.

*

Το πρόβλημα με την Λίζα άρχισε ύστερα από την επιστροφή μας στη Νέα Υόρκη. Με μισόλογα στην αρχή, χωρίς περιστροφές στη συνέχεια, μου έκανε πρόταση γάμου. Η κατάληξη αυτή θ' απλοποιούσε τα πράγματα, όπως μου εξήγησε, αφού θ' αποκτούσα αμέσως την αμερικανική υπηκοότητα. Κατά την προσφιλή μου μέθοδο, της ζήτησα πίστωση χρόνου για να σκεφτώ. Μου την έδωσε πρόθυμα, πιστεύοντας πως στη θέση που ήμουν δεν είχα άλλη δυνατότητα επιλογής· ενδόμυχα σκεφτόταν πως με είχε στο χέρι. Οι επόμενες μέρες πέρασαν βασανιστικά. Η ιδέα του γάμου με τη Λίζα με τρέλαινε, δεν ήταν ό,τι καλύτερο είχα ονειρευτεί για το μέλλον μου. Επρεπε να δράσω και μάλιστα σύντομα, προτού να είναι αργά.

*

Ενα απόγευμα που η ξαδέλφη μου έλειπε από το σπίτι, πήρα το σακ-βουαγιάζ και μ' ένα μάτσο δολάρια στην τσέπη τράβηξα για ο αεροδρόμιο Λα Γκουάρντια. Εβγαλα εισιτήριο με την πρώτη πτήση που έφευγε εκείνη τη στιγμή, έτσι σε λίγα λεπτά πετούσα για τη Νέα Ορλεάνη, ξαλαφρωμένος από ένα σωρό σκέψεις και συναισθήματα. Από το αεροδρόμιο πήρα ταξί για το λιμάνι. Δεν είχα συγκεκριμένο σχέδιο, έλπιζα ωστόσο να βρω καράβι να μπαρκάρω και να επιστρέψω στην Ευρώπη. Αφού περπάτησα κατά μήκος της όχθης του Μισισιπή, παρατηρώντας τα πλεούμενα που σκίζανε τα νερά, μπήκα αποκαμωμένος στο πρώτο μπαρ που συνάντησα.

Επειδή ήταν νωρίς, δεν υπήρχαν πελάτες. Στο βάθος του μαγαζιού έκανε πρόβα μια ορχήστρα από πέντε μαύρους μουσικούς και μια μαύρη τραγουδίστρια. Παράγγειλα μια μπίρα σ' ένα μαύρο πίσω από τον πάγκο και πιάνοντάς του κουβέντα έμαθα πως ήταν τ' αφεντικό. Του ζήτησα δουλιά κι είπε πως δε χρειάζεται χέρια. Για να τον συγκινήσω, άδειασα τις τσέπες μου για να δει πως είχα μείνει πανί με πανί. Μάταιος κόπος. Τότε, του ξεφούρνισα ένα αθώο ψεματάκι: Είχα αποπλανήσει τάχα μια ανήλικη Σιτσιλιάνα στη Νέα Υόρκη και μ' έψαχνε ο πατέρας και τ' αδέλφια της για να με σκοτώσουν.

*

Ετσι, ξεκίνησα την καριέρα μου ως βοηθός μπάρμαν σ' εκείνο το μαγαζί της Νέας Ορλεάνης. Ημουν ο μοναδικός λευκός ανάμεσα σε μαύρο αφεντικό, μαύρους μουσικούς και μαύρους πελάτες. Κανέναν δεν ενοχλούσε αυτό, κανένας δε νοιάστηκε που δε διέθετα διαβατήριο, ούτε άλλο έγγραφο που να πιστοποιεί την ταυτότητά μου. Εκτός από το μικρό μου όνομα, δεν ήξεραν τίποτα άλλο για μένα. Οταν είπα στο αφεντικό πως ήμουν Ελληνας, σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του· δεν ήξερε πού πέφτει η Ελλάδα.

Διαπνεόμενος από αισθήματα ευγνωμοσύνης, φρόντιζα να είμαι καλός στη δουλιά μου και μάλλον τα κατάφερα. Δε νοιαζόμουν για τις μπίζνες του αφεντικού και το αλισβερίσι με τους πελάτες του. Τηρούσα με ευλάβεια τους κανόνες δεοντολογίας, κάτι που εφαρμόστηκε κι από την άλλη πλευρά, όταν σχετίστηκα με τη μαύρη τραγουδίστρια. Τη λέγανε Μαργαρίτα κι εκτός από τα μπλουζ και τα σπιρίτσουαλ που τραγουδούσε, έπαιζε χάμοντ στην εκκλησία της νέγρικης συνοικίας. Μ' επισκεπτόταν μετά τη δουλιά στη σοφίτα του μπαρ, όπου έμενα. Εκεί, με μάθαινε να ζωγραφίζω με κάρβουνο σε λευκές κόλλες μαύρους Χριστούς και μαύρες Παναγίες.

Επί δυο μήνες δεν είχα απομακρυνθεί ούτε εκατό μέτρα από το μαγαζί, επειδή ζούσα με το φόβο της αποκάλυψης. Αν γινόμουν αντιληπτός από τους χαφιέδες της Υπηρεσίας Μετανάστευσης, θα κινδύνευε η ελευθερία μου. Ωστόσο, δεν έπληττα καθόλου. Το βράδυ σερβίριζα ποτά και την ημέρα μελετούσα την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών από τα βιβλία που μου δάνειζε η Μαργαρίτα. Σε αυτό το διάστημα, έγινα γι' αυτήν τόσο απαραίτητος που σκέφτηκε πως για να μη με χάσει, έπρεπε να παντρευτούμε. Μου έκανε την πρόταση και αρχικά δέχτηκα, επειδή δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω, ωστόσο ζήτησα κι από αυτήν πίστωση χρόνου. Επιπλέον, της έβαλα κι ένα όρο: Η τελετή του γάμου θα γινόταν στη νέγρικη συνοικία με μαύρο παπά και χορωδία από μαύρα κορίτσια υπό τους ήχους του χάμοντ.

*

Η παραμονή μου στην Αμερική, όπως τη σχεδίαζα, δε θα περιοριζόταν στο γάμο με την Μαργαρίτα και μια αξιοπρεπή δουλιά. Φιλοδοξία μου ήταν ν' ανοίξω ένα τζαζ κλαμπ στην Μπέρμπον Στριτ και όπως όλοι οι ταλαντούχοι μετανάστες να κάνω λεφτά. Η δική της φιλοδοξία είχε καλλιτεχνικό χαρακτήρα: Ηθελε να τραγουδήσει στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης. Μόνον αυτό; Οχι. Είχε κατά νου, αργότερα, όταν θα έφτανε στο αποκορύφωμα της καριέρας της, να φτιάξει οικογένεια και να κάνει τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια.

*

Στα τέλη Νοεμβρίου αποφάσισα να βγω από την εκούσια απομόνωσή μου. Ενα πρωί πρότεινα στη Μαργαρίτα έναν περίπατο στις αποβάθρες του ποταμού. Θα επιστρέφαμε στο μπαρ την ώρα που νύχτωνε κι όλη η συνοικία θα ήταν τυλιγμένη στην ομίχλη. Δέχτηκε με χαρά, ήταν κάτι που δεν τολμούσε να μου το ζητήσει η ίδια. Περπατούσαμε στην αποβάθρα με τα αραγμένα φορτηγά χωρίς να μιλάμε· ρουφούσα τον αέρα που τόσο καιρό είχα στερηθεί, το βλέμμα μου περιπλανιόταν στα καράβια που έπλεαν στα θολά νερά του Μισισιπή. Η Μαργαρίτα χαμογελούσε ευτυχισμένη δίπλα μου·τ' άσπρα δόντια της άστραφταν στον ήλιο· όλα ήταν όμορφα. Κάτι γριές νέγρες μας κοίταζαν παράξενα από τα κατώφλια του σπιτιού τους, επειδή φαίνεται πως δεν είχαν ξαναδεί ένα λευκό και μια μαύρη να περπατούν χέρι χέρι στη γειτονιά τους.

Ξαφνικά, την ώρα που σουρούπωνε, κι ενώ η Μαργαρίτα μιλούσε για τα τέσσερα ημίλευκα παιδιά μας, άκουσα υμνωδίες και ήχους μπουζουκιού. Αναστατωμένος, στάθηκα ν' αφουγκραστώ, αδιάφορος για όσα έλεγε. Μόλις σιγουρεύτηκα για τα ακούσματα, άφησα το χέρι της και σαν υπνοβάτης κατευθύνθηκα προς το σημείο απ' όπου προέρχονταν οι ήχοι. Καθώς προχωρούσα οι συλλαβές γίνονταν ευδιάκριτες, ξεχώριζαν πλέον οι λέξεις των στίχων: «Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά».

Ενας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου, τα λόγια εκείνα με τραβούσαν σαν μαγνήτης· δεν μπορούσα ν' αντισταθώ. Ετσι, έφτασα σε κάτι σκαλιά που οδηγούσαν σ' ένα υπόγειο. Μάταια η Μαργαρίτα μου φώναζε να γυρίσω πίσω, τι πήγαινα να κάνω· εκείνη τη στιγμή δεν καταλάβαινα τίποτα. Ο μακρόστενος χώρος, όπου βρέθηκα, είχε τραπεζάκια και στο βάθος πάλκο. Τέσσερις άνδρες κάθονταν σε ψάθινες καρέκλες σ' ευθεία σειρά, κρατώντας στα χέρια τους μπουζούκια και μπαγλαμάδες. Οι πελάτες, σκυμμένοι μπροστά στα ποτήρια τους, πίνανε μπίρες, καπνίζανε και ακούγανε εκστατικοί.

Χωρίς να το πολυσκεφτώ, προσπέρασα τα τραπεζάκια και φτάνοντας στον άδειο χώρο που χρησίμευε για πίστα άρχισαν να χορεύω ζεϊμπέκικο στο ρυθμό του τραγουδιού του Τσιτσάνη. Οταν τα όργανα έριξαν την τελευταία πενιά, οι πελάτες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα, φωνάζοντας «έμπαινε Μούρτο!». Απευθύνονταν στον τραγουδιστή της κομπανίας, ο οποίος κρατούσε ένα τρίχορδο μπουζούκι. Ηταν ξερακιανός, με περιποιημένο μουστάκι και καθώς του πέταξα ένα μάτσο δολάρια, φωνάζοντας «το ίδιο!», μου χαμογέλασε.

Το τραγούδι ακούστηκε ξανά και ξανά κι εγώ έφερα τις ξεγυρισμένες ζεϊμπεκιές μου, πότε μ' ένα ποτήρι νερό στο κεφάλι, πότε με το πόδι μιας καρέκλας ανάμεσα στα δόντια μου. Οταν απόκανα, επέστρεψα στη θέση μου για να χαλαρώσω και να πάρω καινούρια δύναμη. Η Μαργαρίτα είχε εξαφανιστεί και σκέφτηκα πως ίσως πήγαινε να ενημερώσει τους φίλους της. Οι πελάτες, ενθουσιασμένοι με μένα, με κέρασαν μπίρα, κάνοντας κομπλιμέντα για τις χορευτικές μου ικανότητες, ενώ ο τραγουδιστής πλησίασε και με ρώτησε από ποιο καράβι είμαι. Ετοιμάστηκα να του αφηγηθώ την ιστορία μου, τι έγινε στην Κέρκυρα, πώς βρέθηκα στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν πρόλαβα ούτε ν' αρχίσω. Γιατί; Διότι με την άκρη του ματιού μου είδα την Λίζα στο τελευταίο σκαλί του μαγαζιού να με κοιτάζει με θυμό. Την συνόδευε ο Ιταλός με το λαδωμένο μαλλί και τη μαύρη ελιά στο μάγουλο, εκείνος που έμοιαζε με τον Ρόμπερτ ντε Νίρο· πρόσεξα πως είχε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του, όπου κάτι φούσκωνε.

*

Τα χρειάστηκα, βρέθηκα σε δύσκολη στιγμή κι έπρεπε να πάρω μια απόφαση στα γρήγορα· έτσι, χωρίς να πω λέξη στους θαυμαστές μου, με την εικόνα του πιστολιού του Ιταλού στο κεφάλι μου, τράβηξα για την τουαλέτα στο βάθος της αίθουσας. Μπήκα μέσα, κλείδωσα την πόρτα και έβαλα το μυαλό μου σε λειτουργία. Ευτυχώς, υπήρχε εκεί ένα μικρό παράθυρο εξαερισμού που οδηγούσε σ' έναν ακάλυπτο χώρο. Το άνοιξα και το χρησιμοποίησα ως οδό διαφυγής. Ανάμεσα στην Σκύλλα, που την εκπροσωπούσε η Λίζα, και στην Χάρυβδη, που ήταν οι μαύροι φίλοι της Μαργαρίτας, επέλεξα μια τρίτη λύση. Βγήκα στον καθαρό αέρα, πήρα βαθιές εισπνοές, μπήκα σ' ένα ταξί και πήγα να παραδοθώ στην Υπηρεσία Μετανάστευσης. Το επόμενο πρωί δυο άνδρες με πολιτικά με πήγαν στο τοπικό αεροδρόμιο, μ' έβαλαν με το ζόρι σ' ένα αεροπλάνο της TWA και μ' έστειλαν πίσω στην Ελλάδα με έξοδα της αμερικανικής κυβέρνησης. Οσο για τις σπουδές μου στο Λονδίνο, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, τις εγκατέλειψα και ασχολήθηκα με την ξυλουργική σε μια βιοτεχνία επίπλων· τα χέρια μου πιάνανε.


Φίλιππος ΦΙΛΙΠΠΟΥ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ