Λαϊκό σοβιετικό δικαστήριο (Μπόρις Βλαντιμίροβιτς Γιόγκανσον, 1928) |
Φλογάτα φλάμπουρα οι καρδιές
τα μπράτσα ατσάλι
τα μάτια ολάνοιχτα στο φως.
Κι αυτή η ασίγαστη η κραυγή η μεγάλη:
Ζήτω ο λαός! Ζήτω ο λαός!
Γαλάτεια Καζαντζάκη «Να ο λαός» (απόσπ.)
Η μόρφωση του λαού, δηλαδή η καλλιέργεια των νέων, αναγνωρίζεται ως το καλύτερο μέσο για την πρόοδο, και η εξάλειψη της αγραμματοσύνης γίνεται κυρίαρχος σκοπός του νεοσύστατου σοβιετικού κράτους. Σε ένα διάταγμα του Λένιν (26/12/1919) ορίζεται ότι: «όλος ο πληθυσμός της Δημοκρατίας από 8 ως 50 χρόνων που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση, είναι υποχρεωμένος να μάθει γράμματα στη μητρική ή στη ρωσική γλώσσα, καταπώς ο ίδιος θέλει».
Η επιχείρηση αυτή ήταν μεγαλειώδης, αν σκεφτεί κανείς σε ποια θλιβερή κατάσταση αμορφωσιάς βρίσκονταν οι λαοί που αποτελέσανε τη Σοβιετική Ενωση. Στη Ρωσία, πριν από το 1910 αναλογούσαν μόλις 50 μαθητές στους 1.000 κατοίκους! Και διαπιστώνει ο Λένιν (1913):
Βόλγα και Μικούλα (Ιβάν Μπιλίμπιν, 1940) |
Τα τέσσερα πέμπτα των παιδιών και των εφήβων στη Ρωσία στερούνται σχολικής μόρφωσης! Κι ενώ οι μικροαστοί και οι αγρότες στη Ρωσία αποτελούν τα 9/10 σχεδόν του λαού, αντίθετα, οι ευγενείς είναι μόνο 1,50%. Και να! Η κυβέρνηση αυτή παίρνει χρήματα από τα εννιά δέκατα του λαού για τα σχολειά και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των ειδών και μ' αυτά τα χρήματα σπουδάζει τους ευγενείς, φράζοντας το δρόμο στους μικροαστούς και στους αγρότες!» («Απαντα» τ. 19).
Η προσπάθεια για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού έφερε καρπούς από την πρώτη στιγμή. Καθώς οι άνθρωποι μάθαιναν να διαβάζουν, αποχτούσαν και πρόσβαση στη λογοτεχνία δηλαδή στη γενικότερη παιδεία, στην καλλιέργεια. Μέσα στον πρώτο κιόλας χρόνο (1918-1919) κι ενώ δημιουργείται η καινούρια σοβιετική λογοτεχνία, εκδόθηκαν 6 εκατομμύρια αντίτυπα με κλασικά έργα από τη ρωσική και παγκόσμια βιβλιοθήκη! Παράλληλα αναπτύσσεται στις σωστές βάσεις (δηλαδή στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης του λαού) το δίκτυο των βιβλιοθηκών (κάτι που ακόμα να γίνει στη χώρα μας). Είναι χαρακτηριστικό και εξαιρετικό το κείμενο του Λένιν όπου περιγράφεται το πλαίσιο της λειτουργίας της δημόσιας βιβλιοθήκης της Πετρούπολης, στο οποίο μεταξύ άλλων διαβάζουμε:
«Η Δημόσια Βιβλιοθήκη (η πρώην αυτοκρατορική) πρέπει να αρχίσει αμέσως ανταλλαγή βιβλίων με όλες τις δημόσιες και κρατικές βιβλιοθήκες στην Πετρούπολη και στις επαρχίες και με τις ξένες βιβλιοθήκες (Φινλανδίας, Σουηδίας κ.ά.).
Το αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης πρέπει να είναι ανοιχτό όπως συνηθίζεται με τις ιδιωτικές βιβλιοθήκες και τα αναγνωστήρια για τους πλούσιους στις πολιτισμένες χώρες, από τις 8:00 ως τις 23:00 κάθε μέρα, και τις Κυριακές και τις αργίες».
Σ' ένα παλιό εργοστάσιο στα Ουράλια (Μπόρις Βλαντιμίροβιτς Γιόγκανσον, 1937) |
«Η παραγωγή δε δημιουργεί μονάχα ένα αγαθό για την ανάγκη, αλλά και μια ανάγκη για το αγαθό(...) Το καλλιτεχνικό αντικείμενο - όπως και κάθε άλλο προϊόν - δημιουργεί ένα κοινό ευαίσθητο στην τέχνη και ικανό να νιώσει αισθητική απόλαυση. Ετσι η παραγωγή δε δημιουργεί μόνο ένα αντικείμενο για το υποκείμενο, αλλά κι ένα υποκείμενο για το αντικείμενο» («Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας»).
Πολλά λογοτεχνικά βιβλία μπαίνουν στην καθημερινότητα του σοσιαλιστικού ανθρώπου ακόμα και στην πιο δύσκολη, με την πείνα, την ένδεια, τον πόλεμο να σκιάζουν τις ελπίδες. Δεν ισχύει πια ότι «ο άνθρωπος που ζει μέσα στην άγνοια και στην ανάγκη δεν έχει μάτια ακόμα και για το ωραιότερο θέαμα» (Μαρξ), γιατί η άγνοια έχει πολεμηθεί. Η λογοτεχνική ανάγνωση θεωρείται και ενισχύεται ως συμπλήρωμα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Τα βιβλία πλάθουν αναγνώστες! Ενώ ο ζωγράφος και εικονογράφος Μπιλίμπιν αφήνει τη λαμπρή καριέρα του στο εξωτερικό για να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του, έκθαμβος από τις δυνατότητες του νέου σοβιετικού ονείρου, στη λογοτεχνία ο Γκόρκι και ο Μαγιακόφσκι ήταν οι πιο δυνατές και μεστές λογοτεχνικές φωνές που κυριαρχούσαν στη νέα σοβιετική λογοτεχνία με παγκόσμια και διαχρονική ακτινοβολία. Ολοι ενδιαφέρονταν για τους νέους αφού όλοι ζούσαν και δημιουργούσαν μέσα στον πυρετό του νέου κόσμου, για μια κοινωνία που ανοιγόταν στο μέλλον, που χρειαζόταν τις νέες γενιές να στεριώσουν και να ολοκληρώσουν το μεγάλο έργο, το μεγάλο όνειρο. Μια κοινωνία χωρίς ταξικές διακρίσεις, χωρίς εκμετάλλευση και αδικία, όπου η δουλιά δε θα είναι δουλεία, μια επικράτεια ελευθερίας, αλληλεγγύης και ομορφιάς.
«Δε μου έδιναν φως· έπαιρναν τα κεριά από τις κάμαρες και δεν είχα λεφτά ν' αγοράσω δικά μου. Τότε άρχισα να μαζεύω κρυφά το λίπος από τα κηροπήγια· το έβαζα μέσα σ' ένα σαρδελοκούτι· έπειτα το απογέμιζα με λάδι του καντηλιού και, αφού έφτιαξα ένα φιτίλι με στριμμένες κλωστές, άναβα τη νύχτα, πάνω από τη σόμπα ένα λύχνο που κάπνιζε. Οταν γύριζα τις σελίδες του χοντρού τόμου, η μικρή κόκκινη γλώσσα τρεμούλιαζε κι απειλούσε να σβήσει· το φιτίλι πνιγόταν κάθε τόσο στο λιωμένο λίπος που τσίκνιζε άσχημα, ενώ ο καπνός μού έτσουζε τα μάτια· μα όλες αυτές οι ενοχλήσεις ξεχνιούνταν στην ευχαρίστησή μου να κοιτάζω τις εικόνες και να διαβάζω τις λεζάντες. Αυτές οι εικόνες μου αποκάλυπταν τη γη, τη στόλιζαν με θαυμάσιες πόλεις, μου έδειχναν τα ψηλά βουνά και τις λαμπρές ακρογιαλιές. Η ζωή αναπτυσσόταν θαυμάσια, η γη γινόταν όλο και πιο θελκτική, πιο πλούσια σ' ανθρώπινα όντα και κοινωνίες και όλο και πιο ποικίλη(...) Αργότερα, γνωρίστηκα με τον φαρμακοποιό Γκόλντμπεργκ. Αυτός ο άνθρωπος ήξερε να ερμηνεύει τις σοφές λέξεις· κάτεχε το κλειδί όλων των μυστηρίων. Σιάζοντας τα γυαλιά του με τα δυο δάχτυλα, με κοίταζε διαπεραστικά μέσα από τα χοντρά κρύσταλλα και έλεγε σα να μου φύτευε καρφιά στο μέτωπο: "Σύγκρινε τις λέξεις, φίλε μου, με τα φύλλα ενός δέντρου· για να καταλάβεις τα φύλλα, το σχήμα τους, τις λειτουργίες τους, πρέπει να μάθεις πώς βλασταίνει ένα δέντρο. Πρέπει να μελετάμε! Τα βιβλία, φίλε μου, μπορούν να παραβληθούν με ένα μεγάλο κήπο όπου υπάρχουν απ' όλα: το άχρηστο, το εξαίρετο και το ευχάριστο..." (...) Τα σύντομα μαθήματα του φαρμακοποιού μού εμπνέανε έναν σεβασμό κάθε φορά και πιο έντονο για τα βιβλία· σιγά σιγά μου έγιναν τόσο απαραίτητα όσο και το αλκοόλ σ' ένα μέθυσο. Μου αποκάλυπταν μια ζωή διαφορετική από τη δική μου, τη ζωή των μεγάλων αισθημάτων και των μεγάλων πόθων, αυτών που σπρώχνουν τους ανθρώπους στα ευγενικά κατορθώματα και στα εγκλήματα. Παρατηρούσα πως οι άνθρωποι που βρίσκονταν γύρω μου δεν ήταν ικανοί ούτε για καλό ούτε για κακό· ζούσαν μακριά από όλα εκείνα που πραγματεύονταν τα βιβλία... μου ήταν δύσκολο να βρω κάτι το ενδιαφέρον στη ρηχή ζωή τους. Δεν ήθελα να ζήσω μ' αυτόν τον τρόπο... Το είχα αποφασίσει, δεν το ήθελα...».
Μαξίμ Γκόρκι, «Στα ξένα χέρια»