Κυριακή 16 Σεπτέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Νομοθετικές αλλαγές στα δικαιώματα της γυναίκας

Η επίδρασή τους στη συνείδηση

Μέρος δεύτερο

Το ΚΚΕ πίστευε και πιστεύει ότι η μαζική ένταξη των γυναικών στην ταξική πάλη αποτελεί βασική προϋπόθεση για ριζικές αλλαγές σε πολιτικό επίπεδο. Μέσα από αυτό το δρόμο μπορούν να αποσπώνται και κάποιες κατακτήσεις υπέρ των γυναικών, της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Δεν είχαμε ούτε έχουμε αυταπάτες. Ξέραμε από την πρώτη στιγμή ότι οι νίκες και οι κατακτήσεις στο νομικό πεδίο είναι σημαντικές αλλά πολύ περιορισμένες και προσκρούουν στις αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Οταν ο νόμος δε συνοδεύεται από υποχρεωτικά κοινωνικά μέτρα υπέρ των γυναικών, αποδεικνύεται αδύνατος και ανενεργός.

Αλλωστε, τα περισσότερα «θετικά μέτρα» που παραχωρούνται υπέρ των γυναικών στον καπιταλισμό, χάνουν τη δυναμική που θα μπορούσαν να αποκτήσουν, γιατί γίνονται ετεροχρονισμένα, αφού έχει προηγηθεί η βασανιστική πορεία μαζικής ένταξης των γυναικών στην κοινωνική εργασία, σε συνθήκες διατήρησης νομοθετικής ανισοτιμίας, αλλά και προκαταλήψεων. Πρώτα, δηλαδή, η ζωή έδινε ένα ορισμένο προβάδισμα και μετά ερχόταν ο νόμος να το επισφραγίσει.

Το πόσο επωφελήθηκαν, όμως, και σε ποιο βαθμό το ίδιο όλες οι γυναίκες, δεν είναι ανεξάρτητο της κοινωνικής τους θέσης, της ταξικής τους ένταξης. Τυπικά, αποκτούν όλες τα δικαιώματα, αλλά πόσες μπορούν να τα αξιοποιήσουν; Ολες π.χ. έχουν το τυπικό δικαίωμα να εκλεγούν στο αξίωμα της βουλευτού, της δημάρχου, αλλά δεν έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις για να διεκδικήσουν και να κατακτήσουν αυτή την ιδιότητα για λογαριασμό των συμφερόντων των γυναικών της τάξης τους. Για τη γυναίκα της εργατικής τάξης, για τη φτωχή αγρότισσα, που δουλεύει και στηρίζει την οικογένειά της, που αντιμετωπίζει πλήθος οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, χωρίς κοινωνική στήριξη, είναι πρόσθετο εμπόδιο η στάση των άλλων μελών της οικογένειας, οι κοινωνικές προκαταλήψεις. Ομως, οι γυναίκες της αστικής τάξης έχουν να αντιπαλέψουν μόνο τις προκαταλήψεις.

Στην Ελλάδα, η περίοδος των μεγάλων νομοθετικών προσαρμογών έρχεται μετά την αποκατάσταση του αστικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος (1974).

Ιδρύονται γυναικείοι σύλλογοι σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας και σε όλες τις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, μεγάλο μέρος των οποίων συντονίζεται με την ΟΓΕ, όπου για κάποια χρόνια συσπειρώνονται γυναίκες που ακολουθούν διαφορετικά ιδεολογικά πολιτικά ρεύματα. Ταυτόχρονα, αναπτύσσεται το ρεύμα του «νεοφεμινισμού», στο οποίο πρωτοστατούν γυναίκες από το τότε κύριο οπορτουνιστικό τμήμα του εργατικού κινήματος (π.χ. από το «ΚΚΕ-εσωτερικού» στη δεκαετία του 1970). Η κοινωνική του βάση είναι γυναίκες μικροαστικής προέλευσης με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, που συλλαμβάνουν επιλεκτικά την ουσία του γυναικείου ζητήματος από την πλευρά των σχέσεων των δύο φύλων. Εχει σχέση κυρίως με ομάδες διανοουμένων και φοιτητριών και όχι με εργάτριες και άλλες μισθωτές εργαζόμενες. Εχουν καταγραφεί κυρίως δύο τύποι νεοφεμινιστικών οργανώσεων. Μέχρι τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας του '80 κυριαρχούν οι φεμινίστριες με υποστήριξη των κομμάτων του ΠΑΣΟΚ και του τότε λεγόμενου ΚΚΕ εσωτερικού. Η ΝΔ στήριξε την τάση των φεμινιστριών που ήταν καθαρά σε συντηρητική κατεύθυνση. Και οι δύο τάσεις θεωρούν - στον ένα ή άλλο βαθμό - τον άντρα ως υπεύθυνο της γυναικείας καταπίεσης και σε δεύτερη μοίρα ή καθόλου τις εκμεταλλευτικές οικονομικές σχέσεις. Ο όρος πατριαρχική ή ανδροκρατούμενη κοινωνία που χρησιμοποιούν, προκαλεί σύγχυση στις γυναίκες και τις δυσκολεύει να διακρίνουν την πρωταρχική πηγή των διακρίσεων σε βάρος τους.

Αποκαλούσαν την αντίθεση των δύο φύλων ταξική και διεκδικούσαν όχι απλά την ισοτιμία αλλά και την εξομοίωσή τους.4

Βεβαίως, βάση της μονόπλευρης και αταξικής προβολής και ερμηνείας της γυναικείας ανισοτιμίας ήταν και η διατήρηση αναχρονισμών και προκαταλήψεων στις οικογενειακές σχέσεις, γενικότερα στην ηθική και στα έθιμα, ίσως και ορισμένη υποτίμηση τέτοιων πλευρών από τη σκοπιά του επαναστατικού εργατικού κινήματος, όχι τόσο ως προς την ιδεολογική τοποθέτηση, όσο ως προς την καθημερινή πρακτική. Δηλαδή, οι κομμουνίστριες δεν αναδείξαμε σε βάθος τη φυλετική διάσταση στην ταξική εκμετάλλευση, κυρίως το μέτωπο απέναντι σε συντηρητικές πρακτικές που αφορούσαν τις σχέσεις των δύο φύλων. Είχαμε καθυστέρηση στην εξειδίκευση ολόκληρης της πολιτικής μας πρότασης μέσα στο γυναικείο πληθυσμό. Καθυστερήσαμε στην ευαισθητοποίηση σε πολλά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες του καθημερινού αγώνα. Ετσι δεν κατορθώσαμε να ανοίξουμε μέτωπο στην τάση ένα τμήμα νέων αγωνιστριών να υποχωρεί και να αναδιπλώνεται στη δουλιά και στην οικογενειακή ζωή, εγκαταλείποντας τη συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική πάλη, κάτω από το βάρος των πολλών υποχρεώσεων και καθηκόντων.

Ο νεοφεμινισμός, αν και έχει υποστεί ήττες, υπάρχει και σήμερα. Η φιλοσοφία του διαπερνάται από την πολιτική που επεξεργάζεται η ΕΕ, η κυβερνητική πολιτική των κρατών - μελών της.

Σχετικά με το Οικογενειακό Δίκαιο

Νομοθετικά και σύμφωνα με το άρθρο 1387 του Αστικού Κώδικα που ίσχυε μέχρι το 1983, «ο άντρας είναι η κεφαλή της οικογένειας και αποφασίζει περί παντός ό,τι αφορά το συζυγικό βίο». Η γυναίκα περιοριζόταν στα «οικιακά» που και αυτός ο τομέας ήταν περιορισμένος, αφού ο άντρας αποφάσιζε για «οτιδήποτε αφορούσε την έγγαμη συμβίωση».

Η νομοθεσία των δικαστηρίων της εποχής εκείνης αντανακλούσε με τον καλύτερο τρόπο την ανισότιμη θέση της γυναίκας, αφού δεχόταν ότι ο άντρας είχε τη δυνατότητα να απαγορεύσει στη σύζυγό του την εξωοικιακή απασχόληση και στην περίπτωση που αυτή δεν υπάκουε στη θέληση του συζύγου, θεωρούνταν υπαίτια για τον ισχυρό κλονισμό του γάμου. Εδινε έτσι το δικαίωμα στον άντρα να ζητήσει έκδοση διαζυγίου5 ή δεχόταν ότι ο άντρας είχε το δικαίωμα να παρακολουθεί τα γράμματα ή τηλεφωνήματα της συζύγου του6. Κυριαρχούσε, λοιπόν, ο άνδρας μέσα στην οικογένεια. Η γυναίκα έπαιρνε το επώνυμο του συζύγου, ως συνέπεια της κοινωνικής και νομικής υπεροχής του.

Χαρακτηριστικό είναι ότι σε πολλές περιοχές της Ελλάδας η γυναίκα δεν αποκαλούνταν και - ίσως και μέχρι σήμερα - με το όνομά της, αλλά με το όνομα του συζύγου της, π.χ. Κώσταινα, Γιώργαινα κ.λπ.

Ο σύζυγος έφερε τα «βάρη του γάμου» και είχε την υποχρέωση να διατρέφει τη γυναίκα. Η γυναίκα συμμετείχε μόνο επικουρικά, στην περίπτωση που ο άντρας δεν μπορούσε να καλύψει τις οικογενειακές ανάγκες.

Ομως ,αυτή η κατάσταση ήταν κληρονομιά της κλειστής, φεουδαρχικής κοινωνίας και από μια μεριά ερχόταν σε αντίθεση με την ανάγκη του καπιταλισμού να θέλει άνδρες και γυναίκες ως ελεύθερη εργατική δύναμη στην αγορά εργασίας. Γι' αυτό και προχώρησε, αργά και βασανιστικά, σε ανάλογες νομικές αναπροσαρμογές και υπό την πίεση του αγωνιστικού γυναικείου και του εργατικού κινήματος.

Ανάμεσα στις πρώτες διεκδικήσεις όλων των τάσεων στο γυναικείο κίνημα ήταν το ζήτημα της αναμόρφωσης του Οικογενειακού Δικαίου.

Το 19837 έγιναν σημαντικές αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο. Ομως, αυτές οι αλλαγές, όπως η κατάργηση της προίκας, η διατήρηση του επωνύμου της γυναίκας, η κατάργηση των διακρίσεων για τα παιδιά εκτός γάμου σε σχέση με τα νόμιμα τέκνα, η ισονομία μεταξύ των δύο φύλων σε ζητήματα διευθέτησης περιουσίας, μοιχείας, διαζυγίου κ.ά. δε συνοδεύτηκαν από ανάλογες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Αντίθετα, οι αντιλαϊκές επιλογές των κυβερνήσεων έριξαν νέα βάρη στις πλάτες των γυναικών.

Ο πολιτικός γάμος8, όπως και η ονοματοδοσία ήταν και μια κοινωνική κατάκτηση του λαϊκού και γυναικείου κινήματος, με την έννοια ότι με τους αγώνες τους συνέβαλαν στη διαμόρφωση συνείδησης των γυναικών για να δεχτούν αλλαγές σε θεσμούς που άμεση σχέση και επιρροή είχε η εκκλησία. Ομως, η απαίτηση της εκκλησίας για «ισοτιμία» μεταξύ πολιτικού και θρησκευτικού γάμου και η ικανοποίηση του αιτήματος από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, καθώς και η ανυπαρξία μέτρων στήριξης αποδυνάμωσαν το θεσμό του πολιτικού γάμου και της ονοματοδοσίας. Ετσι, στις νέες συνθήκες της νίκης της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στις σοσιαλιστικές χώρες, στο νέο κύμα ιδεολογικής και πολιτικής αντιδραστικοποίησης που επέφερε, δυνάμωσε η θρησκοληψία, αμβλύνθηκαν οι αντιστάσεις στις πιέσεις μέσα στην προαιρετικότητα, τα πρακτικά εμπόδια (π.χ. πρωινό ωράριο, υποβαθμισμένες αίθουσες τελετών κλπ.).

Το Κόμμα μας υποστηρίζει ότι ο γάμος, δηλαδή η δημόσια σύμβαση δύο ανθρώπων και των παιδιών τους στην πορεία πρέπει να είναι αποκλειστική ευθύνη της πολιτείας.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

4. Αλέκας Παπαρήγα: «Για την απελευθέρωση της γυναίκας», σελ. 57.

5. Απόφαση Αρείου Πάγου 635/1962 - Νομικό Βήμα 1963, σελ. 470.

6. Απόφαση Αρείου Πάγου 60/1969. Εφημερίδα Ελλήνων Νομικών 1969, σελ. 344. Β.

7. Καραφυλλίδου: «Η νομική θέση της γυναίκας διαχρονικά». Νόμος 1329/1983 - ΦΕΚ 25/Α/18.2.1983.

8. Ν. 1250/1982.


Της
Αιμιλίας ΑΓΚΑΒΑΝΑΚΗ*
*Η Αιμιλία Αγκαβανάκη είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνη της Διατμηματικής Επιτροπής της ΚΕ για την Ισοτιμία των γυναικών


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ