Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε μαζί του - στο δωμάτιο 858 της πτέρυγας «Πατέρα», στον «Ευαγγελισμό» - αρνιόταν να δεχτεί, κατά συνέπεια και να θυμηθεί, οτιδήποτε είχε σχέση με το περιστατικό.
Ούτε το σημείο όπου δέχτηκε την επίθεση, ούτε την ώρα, ούτε τη μέρα, ούτε καν τον τρόπο με τον οποίο έγινε. Αδύνατος, σχεδόν εξουθενωμένος, βρισκόταν στον τρίτο μήνα της νοσηλείας του κι οι λέξεις έβγαιναν δύσκολα, πολύ δύσκολα απ' το στόμα του. Με σοβαρότατο τον κίνδυνο της σηψαιμίας, έχοντας δίπλα του όλο το προσωπικό του νοσοκομείου, έδινε τη μάχη όχι να περπατήσει ξανά - αυτό είχε αποκλειστεί από την πρώτη στιγμή - αλλά να κρατηθεί στη ζωή. Ηταν ακριβώς εκείνες οι μέρες που κάμποσα χιλιόμετρα μακρύτερα, στην πατρίδα του, η γυναίκα του περίμενε να φέρει στον κόσμο το πρώτο τους παιδί...
Ο γιος του σήμερα είναι 6 μηνών. Τον βλέπει μόνο απ' τη φωτογραφία που του 'στειλαν οι συγγενείς, απ' τη φωτογραφία που βρίσκεται σε ασημένια κορνίζα, δίπλα στο κρεβάτι του στο Ιδρυμα. Δέκα μήνες παράλυτος, δέκα μήνες μόνος. Το πολιτικό άσυλο που ζήτησε, μέχρι σήμερα του το 'χουν αρνηθεί. Μια στέγη του 'χε μείνει, σήμερα του τη στερούν κι αυτή...
«Δεν έχω πού να πάω!». Πέντε λέξεις που τις επαναλαμβάνει ξανά και ξανά. Και μπορεί η σημερινή εξωτερική του εικόνα, καμία σχέση να μην έχει με την τότε εικόνα του στον «Ευαγγελισμό» - εμφανώς πιο γεμάτος, πιο ξεκούραστος και χωρίς να αντιμετωπίζει πλέον σοβαρούς κινδύνους υγείας - αλλά η ψυχολογία του εξακολουθεί να είναι ευμετάβλητη. Η αβεβαιότητα για το αύριο τον έχει κυριολεκτικά καταβάλει. «Λεφτά δεν έχω, σπίτι δεν έχω, βοήθεια δεν έχω, δουλιά έτσι όπως είμαι δεν μπορώ να βρω, πού θα πάω; Θα βγω στους δρόμους και θα ζητιανεύω; Προτιμώ να δώσω τέλος στη ζωή μου. Δεν αντέχω άλλο»!
Λέξεις απόγνωσης, απελπισίας, αλλά και θυμού. «Αν γυρίσω πίσω στην πατρίδα μου, θα πεθάνω μέσα στη φυλακή. Οπως πέθανε κι ο αδελφός μου, όπως απειλείται κι ο πατέρας μου. Προτιμώ να πεθάνω εδώ πέρα». Οποια πρόταση και να ξεκινήσει εκεί θα καταλήξει. Και οι κουβέντες του δε βγαίνουν σαν απειλή, δε μοιάζουν να προσπαθούν να πιέσουν κανέναν. Κι αυτό είναι που προβληματίζει.
«Ο Σαρίφ παρουσιάζει διαρκώς κυκλοθυμικές στάσεις, εκεί που γελάει, την ίδια στιγμή κλαίει. Λέει διαρκώς "θέλω να πεθάνω". Είναι σε απόγνωση και δεν ξέρω αυτή η απόγνωση πού μπορεί να οδηγήσει», λέει χαρακτηριστικά η νευροχειρουργός Αλεξάνδρα Κωνσταντινίδου.
Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί ο Σαρίφ ζητά πολιτικό άσυλο, στέγη και τη γυναίκα και το παιδί του - που ακόμα δεν το έχει αγκαλιάσει - κοντά του. Γιατί όλοι όσοι εμμέσως όπλισαν το φονικό χέρι του δράστη, όλοι όσοι βγήκαν να δηλώσουν, να καταγγείλουν και να καταδικάσουν, σήμερα σιωπούν, αδιαφορούν και κλείνουν ερμητικά τις πόρτες.