Εζησαν μια ζωή προσφέροντας. Εδιναν πάντα, χωρίς να παίρνουν ό,τι δικαιούνταν. Μόνοι, εγκαταλειμμένοι, εκεί στη μακρινή επαρχία. Στον σκληρό τόπο. Παλεύοντας με την ξερή γη για να την κάνουν να καρπίσει. Συζώντας και συζητώντας με τα ζωντανά. Κτίζοντας σπίτια - φυλάκια στις εσχατιές της πατρίδας, εθελοντές και άμισθοι συνοροφύλακες. Δημιουργώντας οικογένειες, για να εξασφαλίσουν το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας. Υπέφεραν πάντα, δε διαμαρτύρονταν συχνά. Στενοχωρημένοι όταν τα χιόνια του χειμώνα απέκλειαν τα χωριά τους, χαίρονταν βλέποντας τον ήλιο της άνοιξης να μεγαλώνει ένα αγριολούλουδο στους βράχους.
Και το κράτος; Απόμακρο και τώρα, όπως πάντα. Είναι μακριά τα χωριά της Ελλάδας από τα μέγαρα της εξουσίας στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες. Αργησε πολύ να πάει ο κρατικός μηχανισμός, δεν κατάφερε να σώσει ζωές, δεν προστάτεψε το βιος τους. Μπορεί και να αργοπόρησε επειδή οι κυβερνώντες κοστολογούν φθηνότερα τη ζωή των γερόντων. «Φύρα» τους θεωρούν και μπορεί να σκέφτονται πως όσο πιο γρήγορα απαλλαγεί ο κρατικός κορβανάς ακόμα κι απ' αυτές τις εξευτελιστικές συντάξεις μερικών απ' τους απόμαχους, τόσο καλύτερα για την ΟΝΕ.
Τούτοι οι κυβερνώντες είναι οι ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος των πυρκαγιών που οδήγησαν στο θάνατο γέροντες και προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές σε σπίτια, καλλιέργειες και δάση. Γιατί δεν είναι ικανοί ούτε ένα σχέδιο εκκένωσης των φλεγομένων χωριών και σωτηρίας των ανθρώπων να φέρουν εις πέρας. Γιατί η πολιτική τους για τα δάση είναι ο δαυλός των πυρκαγιών, για να ωφελούνται οι οικοπεδοφάγοι και οι μεγαλοκαταπατητές. Πρέπει να πληρώσουν για το έγκλημα. Και όσο παραμένουν ατιμώρητοι, όλοι όσοι νιώθουμε έναν κόμπο στο λαιμό, βλέποντας τα αποκαμωμένα κορμιά των γερόντων να περιφέρονται σαν την άδικη κατάρα στα αποκαΐδια, δε θα ησυχάσουμε ποτέ. Δε θα μας αφήσουν, άλλωστε, ήσυχους οι Ερινύες...