Η υπόθεση των ναρκωτικών αφορά το σύνολο του ελληνικού λαού και η αντιναρκωτική πολιτική πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ενός ευρύτερου διαλόγου ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς, οργανισμούς και κοινότητες απεξάρτησης. Ενα δείγμα τέτοιου διαλόγου αποτέλεσε την περασμένη Παρασκευή και το Σάββατο η διημερίδα που διοργάνωσε η Πανελλαδική Συντονιστική Επιτροπή Φορέων Κατά των Ναρκωτικών. Τουλάχιστον 400 σύνεδροι παρακολούθησαν και συμμετείχαν στις εργασίες της διημερίδας, ανάμεσά τους φορείς, γονείς, εκπαιδευτικοί, εργαζόμενοι σε όλο το φάσμα των δομών απεξάρτησης.
Κύρια χαρακτηριστικά της διημερίδας (αναλυτικό ρεπορτάζ για τη δεύτερη μέρα των εργασιών θα παρουσιαστεί σε επόμενο φύλλο του «Ρ») αποτέλεσαν οι μαχητικοί διάλογοι, ο γόνιμος προβληματισμός, η ιδεολογική αντιπαράθεση και η κατάθεση εμπειριών και επιστημονικών δεδομένων από φορείς, επιστήμονες και στελέχη οργανισμών. Στόχος των παραβρισκόμενων, να οριοθετήσουν μια άλλη αντιναρκωτική πολιτική, η οποία προέκυψε ως επιτακτική ανάγκη, που θα αφορά την Πρόληψη, τη Θεραπεία, την Κοινωνική Επανένταξη, καθώς η επιχειρούμενη αντιναρκωτική πολιτική ανατρέπει βασικά έως σήμερα δεδομένα, όπως φάνηκε και από την κατάθεση του «κειμένου εργασίας», το οποίο αποσύρθηκε κάτω από τους αγώνες της Συντονιστικής Επιτροπής.
Στην Επιτροπή συμμετέχουν το Εθνικό Συμβούλιο κατά των Ναρκωτικών (ΕΣΥΝ), το Σωματείο Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης, οι Σύλλογοι Γονέων Θεραπευτικών Κοινοτήτων, η Πανελλήνια Ενωση Νοσοκομειακών Ψυχολόγων και η Επιτροπή Εργαζομένων στο «18 ΑΝΩ».