Κυριακή 22 Απρίλη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Εγώ δεν είμαι της ντροπής παιδί...

Γρηγοριάδης Κώστας

Μέχρι σήμερα, ποτέ δε μίλησα ανοιχτά για της ζωής μου την προϊστορία. Χρόνια και χρόνια την άφησα σβησμένη στα βάθη του περασμένου καιρού, όμως αυτή πάντα ήταν ζωντανή. Κάτι σαν την περίφημη σπίθα που άσβεστη ζει μέσα στη στάχτη. Στην ψυχή μου βαθιά, αφότου πληροφορήθηκα της ύπαρξής μου την - πώς να την πω; - «ιδιομορφία», πάντα την έντονη ανάγκη ένιωθα να κατανοήσω πως όλα ήρθαν όπως ήρθαν κι εγώ ήμουν, στα δικά μου τα μάτια, κάτι αλλιώτικο από τα άλλα της οικογένειάς μου τα παιδιά. Κάποια στιγμή κατάφερα να δω τα πάντα αντικειμενικά και να ακολουθήσω της ζωής μου το δρόμο. Τα χρόνια κύλησαν γρήγορα, πέρασα πια τα εξήντα, ακόμα δεν το πίστεψα, όμως πολλά πράγματα τα βλέπω τώρα πιο ψύχραιμα και ρεαλιστικά: Ετσι αποφάσισα να διώξω από πάνω μου της σιωπής την ενοχλητική ομίχλη. Δεν ξέρω πόσα παιδιά σαν και μένα υπάρχουν στον τόπο μας, όμως σίγουρα δε θα είμαι εγώ η μοναδική. Οπως και να έχουν τα πράγματα, και να μη θέλω, κάποιοι άλλοι παράγοντες μου επιβάλλουν να ανοίξω το στόμα μου. Εμπιστεύομαι εσάς, κυρία μου, που ήρθατε σε μένα σαν παλιά φίλη, σαν συγγενής, χωρίς λόγια μεγάλα και ταρατατζούμ. Και κυρίως χωρίς υπερβολές, υστερικές φωνές και περίεργες κάμερες. Πιστεύω πως ήταν καλή η στιγμή, που ο αδερφός μου είχε την ιδέα να σας ενημερώσει για της οικογένειάς μας την πιο δύσκολη υπόθεση και για το μάθημα που έδωσε σε όλους μας ο πόνος. Λοιπόν, ας μην πολυλογώ, ας προσπαθήσω να συγκεντρωθώ στα συναισθήματα τα δικά μου και στα ιστορικά γεγονότα.

Το 1943 ήταν ένας χρόνος φριχτός! Η Κατοχή, που εξελίχτηκε σε τριπλή - γερμανική, ιταλική, βουλγάρικη - είχε προ πολλού ξεκινήσει. Η χώρα ολόκληρη και οι άνθρωποι ήταν άνω - κάτω. Ο εχθρός, όπως μου διηγήθηκαν οι μεγαλύτεροι αργότερα, σείοντας τα φασιστικά λάβαρα, επέβαλε την πιο σκληρή τυραννία που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Και όχι μόνο αυτό. Μαζεύοντας στη δούλεψή του ό,τι χειρότερο εγκληματικό στοιχείο υπήρχε στον τόπο, έσπειρε στις πόλεις και στα χωριά ανείπωτες θύελλες. Λες και ο πιο αιμοβόρος δαίμονας είχε ξεφύγει από το κοντάρι του Αϊ-Γιώργη και είχε πάνω στους ανθρώπους ξεχυθεί. Τέτοιος ήταν ο κατακτητής, ο ίδιος ο σατανάς, αυτοπροσώπως και πανίσχυρος, όμως - τι τα θέλεις - ο άνθρωπος ουδέποτε γονάτισε μπροστά στο κακό! Γρήγορα, μετά την πρώτη κρυάδα, ξεσηκώθηκαν στα μέρη μας τα παλικάρια και πολλά κορίτσια μαζί. Ανασκουμπώθηκαν και πήραν τα βουνά! Το '21 ξαναγύρισε, πανηγύριζε μέσα του ο κόσμος. Με λόγια αλλιώτικα ζωντάνεψαν τα τραγούδια της Κλεφτουριάς και πλατάγισαν στον αέρα οι σεπτές σημαίες της Επανάστασης! Ξέρω, ξέρω... Σήμερα είναι πολλοί εκείνοι που δεν ακούνε τέτοιες κουβέντες ευχαρίστως, φοβούνται - λέει - μήπως προκύψουν ...προβλήματα διπλωματικά! Μωρέ, τι μας λες! Εγώ για τέτοιες ανοησίες δε δίνω δεκάρα! Τότε έγινε το Χριστός Ανέστη! Είχε πολύ Αντάρτικο στα δικά μας τα χωριά και πιο ψηλά ακόμα ο τόπος μας ήταν απάτητος. Μέσα στην πιο σκληρή ώρα της πιο μαύρης σκλαβιάς! Νέα κοπέλα ήταν τότε η μανούλα μου και παντρεμένη, όμως ο άντρας της ήταν μακριά. Στα μετερίζια του Αγώνα..., λέει πάντα ο αδερφός μου, όταν κουβεντιάζουμε για κείνα τα χρόνια τα μακρινά. Κάποια μέρα σαν κεραυνός έφτασε η τρομαχτική είδηση και σκόρπισε την απόγνωση στα χωριά. Ο στρατός κατοχής με τους παρατρεχάμενους σπιούνους βγήκε παγανιά και όποιον πάρει ο χάρος! Οι άμαχοι σκόρπισαν όπως τα τρομαγμένα πουλιά και πήραν τα σοκάκια αλαφιασμένοι. Σαν τρελοί έτρεχαν εδώ και κει οι συχωριανοί. Να προλάβουν να θάψουν τα γεννήματα, να καταχωνιάσουν της εκκλησιάς μας τις εικόνες. Και επειδή πολλά είχαν ακουστεί για των κατακτητών τις προτιμήσεις τις ειδικές, έκρυψαν στης γης τα σπλάχνα βαθιά ένα ωραίο μαρμάρινο αγαλματάκι, που, από τότε που θυμούνταν οι άνθρωποι, ο κόσμος το 'λεγε «η θεά που προστατεύει τα χωράφια». Ητανε, λέει, θεότητα αρχαία ελληνική, σαν τα βουνά μας παλιά. Εκατό φορές άκουσα την ιστορία αυτού του μεγάλου φόβου, μέσα μου ένιωθα τον τρόμο και τη φρίκη του κυνηγεμού, άκουγα της αγωνίας τα αγκομαχητά και τις δίκαιες κατάρες. Ανάμεσα στο πανικόβλητο γυναικομάνι έτρεχε και η μανούλα μου. Μαζί με τις άλλες πάσχιζε να φτάσει σε μια σπηλιά, αετοφωλιά πραγματική, που έτσι και μέσα εκεί έμπαινες, δε θα σ' εύρισκε ούτε ο ίδιος ο χάρος. Ομως κάτι τέτοιο για τη δύστυχη τη μάνα μου δεν έγινε μπορετό. Το δρόμο της τον έκοψε ο Γερμανός, που είχε κυκλώσει την περιοχή από όλες τις μπάντες, μαζί με τους καταδότες, ρουφιάνους τους λέγανε τότε στις πόλεις και στα χωριά. Στην αρχή κανένας από κείνους τους δαιμόνους δεν την πρόσεξε τη μάνα μου, δεν τη βεβήλωσε κανένα μάτι. Βιάζονταν, βλέπεις, οι αναθεματισμένοι να κάψουν, να ρημάξουν, να διαγουμίσουν. Μέχρι που κάποιος τη σταμάτησε, την άρπαξε από τα μαλλιά και την επέταξε, όπως σακί, σε μια άκρη... Τι παραπάνω να σας πω... Ετσι ήρθα στον κόσμο εγώ, εκείνο το θεριό ήταν ο δικός μου ο πατέρας! Στη Γαλλία, λέει, τα παιδιά που έσπειρε ο γερμανικός στρατός κατοχής τα λένε «της ντροπής παιδιά». Δεν ξέρω, για να λένε κάτι τέτοιο οι Γάλλοι, θα υπάρχουν λόγοι, που όμως καμιά σχέση δεν έχουν με τα αθώα πλάσματα. Τι έφταιγαν αυτά... Αλλοι ήταν οι ξεδιάντροποι. Ποιοι; Ποιες; Τι να πω; Οπως και να 'ναι, εγώ δεν είμαι της ντροπής παιδί. Του βιασμού της μανούλας μου είμαι τέκνο, που παραλίγο να τη στείλει στο θάνατο. Γιατί μετά από κείνο το μαρτύριο, η άτυχη δεν ήθελε να ζήσει, γκρεμό έψαχνε για να ριχτεί, δέντρο να δέσει σκοινί να τη φουρκίσει... Ομως τέτοιο κακό δεν άφησε η μοίρα να γενεί. Ωρα πολέμου ήταν, οι χωριανοί είχαν της Λευτεριάς τα άρματα ζωστεί, διάπλατα είχαν ανοίξει οι καρδιές, είχε ψηλώσει το ανάστημα του ανθρώπου. Ολοι τη στήριξαν την πικραμένη κοπελιά, που άθελά της βρέθηκε σε μεγάλη ανάγκη. Οι φίλοι και οι συγγενείς, οι ντόπιοι και οι ξενομερίτες που στα χωριά μας εδώ και κει τριγύριζαν... Εχανε η μάνα το παιδί εκείνες τις άγριες μέρες... Οταν με την Απελευθέρωση γύρισε ο άντρας της μανούλας στο χωριό, εγώ ήμουν σχεδόν δύο χρονών παιδί στην αγκαλιά της. Το πρώτο τους παιδί, το μεγαλύτερο από τα άλλα μου αδέρφια, που αργότερα γεννήθηκαν. Κάποια στιγμή, θα ήμουν κάπου στα δεκαοχτώ, η μάνα μού φανέρωσε όλη την ιστορία, μην την ακούσω από αλλού... Δεν ήταν εύκολο πράγμα για μένα αυτό, ήρθε καιρός που είχα χάσει τα νερά μου, όμως σιγά - σιγά συνήθισα, κατάλαβα. Θαύματα κάνει των συνανθρώπων η αγάπη... Τώρα άκουσα πως κάποιοι θέλουνε να μας εντοπίσουνε, εκείνα - λέει - τα παιδιά τα άφαντα, που 'ναι κάπου κρυμμένα, γιατί φοβούνται την ντροπή. Βοήθεια - λέει - θέλουν να μας δώσουνε, να μας στηρίξουν, να γλυκάνουν τη ζωή μας. Τι να σας πω! Με τέτοιες κουβέντες δυνατά να γελάσω μου 'ρχεται... Πρέπει να γνωρίσουμε τη ρίζα μας..., λέει. Τίποτα για μένα δε σημαίνουνε παρόμοιες παρόλες ...ευρωπαϊκές. Μια τέτοια ρίζα καλύτερα να λείπει... Βοήθεια καμία δε χρειάζομαι, έχω ακέραιη των δικών μου την αγάπη... Πάντα την είχα. Και τη συναίσθηση τι ακριβώς εκείνα τα χρόνια έγινε. Το έγκλημα των εισβολέων -κατακτητών και των θλιβερών νεροκουβαλητάδων τους αιώνια θα είναι έγκλημα... Οσες απόψεις «καινούριες» και αν εμφανιστούν, όσες και αν δημοσιευτούν «καλογραμμένες», φρέσκες αναλύσεις. Η Αλήθεια έχει μονάχα ένα πρόσωπο και η Ιστορία εκείνους τους καιρούς γράφτηκε με της Ελλάδας την ψυχή και με το αίμα της! Και τούτη την Ιστορία δεν μπορεί κανείς και τίποτα με ύποπτα μελάνια να την ξαναγράψει!

Αντωνία Π.

Και για την απομαγνητοφώνηση...

Λίζα Κοντομιχάλου

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Καθ' οδόν: Σε ρεμπέτικα μονοπάτια...(2009-09-06 00:00:00.0)
Εγώ δεν είμαι της ντροπής παιδί...(2007-04-22 00:00:00.0)
«Η θεία μας η Αντιγόνη»(2005-03-13 00:00:00.0)
Μάθημα ταξικής πάλης(2001-02-07 00:00:00.0)
Συγνώμη, ρε, Γιώργο!(2000-12-31 00:00:00.0)
Πάει ο παλιός ο χρόνος(1997-12-28 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ