Η ειδοποιός διαφορά του Δ΄ ΚΠΣ από τα έως τώρα εφαρμοζόμενα είναι ότι αυτό υποτάσσεται πλήρως στα κριτήρια που προάγουν την ανταγωνιστικότητα, την επιχειρηματικότητα και την παραγωγικότητα. Με άλλα λόγια, το νέο ΚΠΣ έχει αποκλειστικούς αποδέκτες τις επιχειρήσεις, αλλά και τις πολιτικές που, σύμφωνα με τα κριτήρια του κεφαλαίου, προωθούν τον ανταγωνισμό... Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει το μηχανισμό εκταμίευσης των κεφαλαίων υπηρετεί αυστηρά το λεγόμενο επιχειρηματικό μοντέλο, τις επιχειρήσεις και τις ανάγκες τους... Αντίθετα, σε προηγούμενες περιόδους, για λόγους που αντικατόπτριζαν διαφορετικές ανάγκες διαχείρισης των κοινωνικών καταστάσεων από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και των εθνικών κυβερνήσεων, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των κοινοτικών πλαισίων ήταν περισσότερο ελαστικό. Σήμερα ολόκληρος ο μηχανισμός των διαρθρωτικών ταμείων, οι λεγόμενες πολιτικές περιφερειακής σύγκλισης, τίθεται στην υπηρεσία προώθησης της στρατηγικής της Λισαβόνας. Ετσι, στο ενημερωτικό σημείωμα που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομίας, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε: «Συνέπεια του ΕΣΠΑ με την Πολιτική Συνοχής, τη Στρατηγική της Λισαβόνας και το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων. Η στρατηγική και οι προτεραιότητες του ΕΣΠΑ, όπως εξειδικεύονται μέσα από τους Γενικούς και Ειδικούς Στόχους, είναι εναρμονισμένες με τις Στρατηγικές Κατευθυντήριες Γραμμές για την Πολιτική Συνοχής και τη Στρατηγική της Λισαβόνας και συντονίζονται πλήρως με τους στόχους του Εθνικού Προγράμματος Μεταρρυθμίσεων». Δεν κρύβουν τα λόγια τους. Το λένε ευθέως πλέον ότι και η περιφερειακή πολιτική τίθεται στην υπηρεσία προώθησης των γενικότερων αντιδραστικών πολιτικών, κάτι που δεν αποτελεί εθνική, αλλά κεντρική επιλογή της ΕΕ. Ολα πλέον υποτάσσονται στις ανάγκες ενίσχυσης του ανταγωνισμού του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, κάτι που αποτελεί και την πεμπτουσία της στρατηγικής της Λισαβόνας. Πρόκειται ασφαλώς για εξέλιξη η οποία υποδηλώνει μια περαιτέρω αντιδραστικοποίηση των συνολικών πολιτικών που εκπορεύονται από το κοινοτικό Διευθυντήριο. Η όξυνση του διεθνούς κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού ωθεί το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και τα πολιτικά κέντρα αποφάσεων να επιστρατεύσουν και τις τελευταίες εφεδρείες στα μέτωπα όπου τα ευρωπαϊκά πολυεθνικά μονοπώλια συγκρούονται, κατά κύριο λόγο με τους Αμερικανούς και Ιάπωνες ανταγωνιστές. Από την άλλη, βέβαια, αποδεικνύεται ότι η περιβόητη ελεύθερη αγορά δεν είναι παρά ένας μύθος. Η αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου, στα πλαίσια όχι του εθνικού κράτους, αλλά του ενιαίου ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου, απαιτεί τη λειτουργία και στήριξη ισχυρών διακρατικών δομών. Το κεφάλαιο - σε εθνική ή ευρωπαϊκή διάσταση, δεν έχει σημασία - δεν είναι σε θέση να αναπαραχθεί από μόνο του. Απαιτείται η στήριξη της αναπαραγωγικής διαδικασίας από τις διακρατικές δομές που λειτουργούν σήμερα στην ΕΕ. Εχουμε δηλαδή το φαινόμενο του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, σε μια διευρυμένη όμως ευρωπαϊκή διάσταση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας για την περίοδο εφαρμογής του ΕΣΠΑ 2007 - 2013, από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ - συμπεριλαμβάνονται το Ταμείο Συνοχής και το Ταμείο Αλιείας - θα εκταμιευτούν (σε σημερινές τιμές) 24,4 δισ. ευρώ. Στο ποσό αυτό θα πρέπει να προστεθεί και η εθνική συμμετοχή (εθνικοί πόροι) η οποία ανέρχεται σε 10 δισ. ευρώ. Συγκεντρώνεται δηλαδή ένα συνολικό κεφάλαιο 36,4 δισ. ευρώ, περί τα 12 τρισ. δραχμές. Από το ποσό αυτό, σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, το 42% προβλέπεται να διατεθεί για την ολοκλήρωση των υποδομών (εθνικοί δρόμοι, σιδηρόδρομοι, λιμάνια), το 21% για προώθηση της καινοτομίας, της έρευνας και της επιχειρηματικότητας, το 12% για την προώθηση των ...νέων πολιτικών απασχόλησης, το 4% για την Υγεία και το 14% για την Παιδεία. Σύμφωνα πάντα με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς, το 82% των κεφαλαίων θα διατεθεί στην περιφέρεια και το 18% στην Αττική. Στο σημείο αυτό βέβαια δεν πρωτοτυπούν, δεδομένου ότι και το ΠΑΣΟΚ ισχυριζόταν πως το 80% των κεφαλαίων διατίθονταν στην περιφέρεια και το 20% στην Αττική. Και τα δύο κόμματα εξουσίας βέβαια θα πρέπει να δώσουν μια πειστική απάντηση στο γρίφο, πώς με τέτοια γενναία πριμοδότηση των περιφερειών της χώρας, οι ανισότητες περιφέρειας - κέντρου αυξάνονται αντί να μειώνονται. Στην προκειμένη βέβαια περίπτωση κάποιος θα πρέπει να τους μιλήσει για το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης του Λένιν, σύμφωνα με τον οποίο, σε συνθήκες καπιταλισμού, οι ανισότητες μεταξύ χωρών, αλλά και μεταξύ περιφερειών της ίδιας της χώρας αυξάνονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το υπόδειγμα ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, όπου κεφάλαια, εργατικός πληθυσμός, νέες επενδύσεις, κεντρικές υπηρεσίες έχουν συγκεντρωθεί στην Αττική και τους όμορους νομούς, αφήνοντας την υπόλοιπη Ελλάδα στο περιθώριο. Το συμπέρασμα που εύλογα προκύπτει είναι ότι το πρόβλημα των περιφερειακών ανισοτήτων όχι μόνο δεν πρόκειται να λυθεί στα πλαίσια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αλλά διαχρονικά θα οξύνεται. Και ο λόγος είναι, βέβαια, ότι η χάραξη των όποιων πολιτικών, επομένως και της περιφερειακής πολιτικής, υποτάσσεται στο κριτήριο του κέρδους. Οποια περιφέρεια υπόσχεται υψηλή κερδοφορία αναπτύσσεται, με καπιταλιστικά βέβαια κριτήρια. Αντίθετα, οι περιφέρειες που δε διασφαλίζουν το κριτήριο της κερδοφορίας καταδικάζονται σε υπανάπτυξη και σε οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό. Το πρόβλημα των περιφερειακών ανισοτήτων μπορεί να επιλυθεί σε μια διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας, όπου δε θα πρυτανεύει το κριτήριο της κερδοφορίας, αλλά η επίλυση των κοινωνικών αναγκών.