Κυριακή 11 Ιούλη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ο αλύγιστος!

Ο Νικήτας Μαραγκός πιάστηκε τον Οκτώβρη του '48. "Με συνέλαβαν όταν βρήκαν στο σπίτι μου ένα παράνομο τυπογραφείο της ΕΠΟΝ. Κάποιος με κάρφωσε". Το 1949 καταδικάζεται σε θάνατο μαζί με πολλούς άλλους στη δίκη της ΕΠΟΝ που πήρε μεγάλη έκταση και προκάλεσε τη λαϊκή αντίδραση, παρά τον εμφύλιο που μαινόταν. Τον στέλνουν στις Φυλακές "Αβέρωφ". Οι εκτελέσεις εκείνο τον τελευταίο χρόνο του εμφύλιου πολέμου γίνονταν με ρυθμό... "εργοστασίου". Το καθεστώς ήθελε να προλάβει μέχρι τη διακοπή τους, να σκοτώσει όσα από τα πιο πρωτοπόρα, εμπνευσμένα, μαχητικά παιδιά του λαού μας μπορούσε. "Την εποχή εκείνη", λέει ο Νικήτας, "οι στρατοδίκες σου έλεγαν το εξής: "Τα σβήνω όλα. Το θέμα είναι: κάνεις δήλωση, πας στο σπίτι σου. Δεν κάνεις, δήλωση πας στο Γουδί"". Ετσι, η εκτέλεση της ποινής γινόταν σχεδόν αμέσως, από τρεις μέχρι εφτά εργάσιμες μέρες μετά την απόφαση του δικαστηρίου.

Ο Παύλος Παπαμερκουρίου, στέλεχος της ΕΠΟΝ των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας και φοιτητής της Νομικής, θα βρεθεί στις Φυλακές "Αβέρωφ" από άλλο ματωμένο δρόμο. Από τη Μακρόνησο. Θα φτάσει εκεί τον Μάρτη του '49, για να γράψει με τη στάση του μέχρι την εκτέλεσή του - αλλά και με αυτήν - μια από τις ηρωικότερες σελίδες της νεότερης ιστορίας.

Τα βασανιστήρια είναι συνεχή, αλλά ο Παύλος - προς απύθμενη λύσσα των βασανιστών του - όχι μόνο δε σπάει, αλλά τους απαντάει με στίχους του Παλαμά, του Κάλβου, του Βάρναλη, του Αγγουλέ κ.ά. Εκείνοι τον περιλούζουν με βενζίνη και του βάζουν φωτιά, αλλά η θάλασσα τον σώζει. Τέλος, του τσακίζουν τη μέση και ο "αετός της Αθήνας" θα μείνει κυρτός μέχρι το θάνατό του, αλλά με αλύγιστη την ψυχή του. Στην Αθήνα καταδικάζεται σε θάνατο και στέλνεται στου "Αβέρωφ".

Ο "Γολγοθάς"

"Μέσα στη φυλακή ένας ήταν ο σκοπός μας: πώς θα εκτελεστούμε αξιοπρεπώς" λέει ο Νικήτας. "Ηταν μέρα Πέμπτη, 7 Ιούλη. Αυτό το θυμάμαι γιατί κείνη τη μέρα είχαμε επισκεπτήριο. Οταν τελείωνε το επισκεπτήριο, έβγαινε ένας φύλακας από τη γραμματεία, ένας ψηλός, ξερακιανός, γεμάτος δηλητήριο και διάβαζε τα ονόματα αυτών που πήγαιναν για εκτέλεση. Γι αυτό και μετά τις έξι το απόγευμα, δέκα λεπτά πριν μοιραστεί το συσσίτιο, εάν ήθελα να βρω κάποιον δεν τον φώναζα δυνατά με το όνομά του. Γιατί αν ακουγόταν όνομα δυνατά, αμέσως οι άλλοι νεκρώνανε. Σου λέει, "τον παίρνουν για εκτέλεση"". Αυτή τη φορά ο "ξερακιανός" διαβάζει τρία ονόματα. Του Νικήτα, του Φάνη Πασπαλιάρη και του Μάνθου Τσιμπουκίδη. Αρχίζει η διαδικασία της επαλήθευσης της ταυτότητας, τους παίρνουν ζώνες και κορδόνια για να μην αυτοκτονήσουν - "γιατί δε θέλουν μόνο να πεθάνεις, αλλά να πεθάνεις όπως θέλουν αυτοί" - και μετά στην απομόνωση. Στο "Γολγοθά". Σε λίγο θα φέρνανε και τον Παύλο. "Ο Παύλος, επειδή ήταν σπασμένη η μέση του δεν μπορούσε να περπατήσει όρθιος. Εκείνο το βράδυ τον πείραζα. "Βρε Παύλο, εμείς θα σταθούμε όρθιοι και θα φάμε τις σφαίρες στο στήθος, εσύ στο κεφάλι θα τις αρπάξεις"; Πειραζόμασταν. Και μου λέει: "Ε, θα σταθώ κι εγώ όρθιος όσο μπορώ, μέχρι να πονέσω για να με χτυπήσουνε κι εμένα στο στήθος". Οπως μάθαμε αργότερα, η εκτέλεση θα γινόταν απ' έξω από το σανατόριο "Σωτηρία". Εκεί υπήρχε θάλαμος κρατουμένων φυματικών. Από το σημείο εκείνο βλέπανε το χώρο που θα γινόταν η εκτέλεση. Και κατά μία πληροφορία, ανεξακρίβωτη, τον εκτέλεσαν καθισμένο σε καρέκλα".

"Μαρμαρένιο αλώνι"

Εκείνο το βράδυ όλοι οι κρατούμενοι έστειλαν και του "πουλιού το γάλα" στους συντρόφους τους για τελευταίο γεύμα. "Μας είχαν δώσει και μια κουβέρτα που την είχαμε στρώσει στο πάτωμα. Ο Μάνθος είχε φύγει από την κουβέρτα και είχε ξαπλώσει κάτω στο τσιμέντο. Και του λέω "βρε Μάνθο φαντάσου να πάρουμε αναστολή και συ να πας από φυματίωση επειδή ξαπλώνεις κάτω"".

"Στο κελί των μελλοθανάτων κείνο το βράδυ η λεβεντιά έστησε τρικούβερτο γλέντι, ο Γολγοθάς εκείνο το βράδυ έγινε μαρμαρένιο αλώνι για το χάρο..." γράφει ο Γιωτόπουλος. Οι ΕΠΟΝίτες θα γράψουν δυο λόγια στους αγαπημένους τους ανθρώπους.

Περίπου στις τρεις το πρωί, την παγερή ησυχία της φυλακής σπάει ο χτύπος του τηλεφώνου. Από μακριά ακούστηκε ο τηλεφωνητής να επαναλαμβάνει τρία ονόματα για επαλήθευση. Των τριών μελλοθανάτων εκτός του Παύλου. "Τότε λέει ο Παύλος: "παιδιά πήρατε αναστολή εσείς". Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε". Λίγο αργότερα ο παπάς θα ζητούσε να τους κοινωνήσει. Οι ΕΠΟΝίτες θα αρνηθούν, με το Νικήτα να λέει "είμαστε μικροί, δεν έχουμε κάνει αμαρτίες". Τα ξημερώματα ακούστηκε το αυτοκίνητο του αποσπάσματος. "Ερχεται ο φύλακας στο παραθυράκι και μας λέει "ήρθε το απόσπασμα, ετοιμαστείτε"".

Σηκώθηκε ο Παύλος πρώτος. "Αλλά ήθελε να βγει από τη φυλακή όρθιος. Γι' αυτό πήγα εγώ μπροστά και πίσω ο Μάνθος με το Φάνη που τον κρατάγανε για να περπατήσει όρθιος. Και εκείνη την ώρα μας λέει ο υπαρχιφύλακας, ονόματι Τσολάκης: "ο Παπαμερκουρίου να περάσει μόνο. Των άλλων αναβάλλεται η εκτέλεση"". Δεν ήθελε να πεθάνει μόνος του. Ελεγε πως "ο θάνατος με τους πολλούς, θάνατος δε λογιέται".

"Αμέσως και οι τρεις μας κοιτάξαμε τον Παύλο. Ο Φάνης και ο Μάνθος τον αγκαλιάσανε και τον φιλήσανε. Τελευταίος τον αγκαλιάζω και τον φιλώ κι εγώ. Και τότε έγινε κάτι που έχει χαραχτεί για πάντα μέσα μου. Φτάνει στην πόρτα μόνος του ο Παύλος, γυρίζει, μας βλέπει και μας λέει: "Γεια σας αδέρφια..."Και βγαίνει".


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ