Κυριακή 4 Απρίλη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η ταφόπλακα

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Οταν, πριν από πενήντα τόσα χρόνια, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους και στις πλατείες, για να γιορτάσει το τέλος του πολέμου, από κανενός το μυαλό δεν περνούσε η σκέψη πως θα φέρναμε ξανά στο στόμα μας λέξεις, που να μιλούνε για αεροπλάνα και βόμβες, για καταφύγια και πρόσφυγες, για νεκρούς και άγνωστους στρατιώτες. Ολοι πίστευαν πως ο πόλεμος ήτανε ένα εφιαλτικό παιχνίδι, που δε θα ήθελε πια κανείς να το ξαναπαίξει και ούτε που θ' άφηνε άλλους να το παίξουν.

Οι φριχτές εικόνες των στρατοπέδων, τα νεκροταφεία με τους χιλιάδες σταυρούς, οι φωτογραφίες των χαμένων "ηρώων" και οι πλατείες με τα αγάλματα των γενναίων έδιωχναν μακριά τα ρήματα του πολέμου. Ολοι σκέφτονταν πως ήρθε η ώρα να ξαναχτιστούν τα γκρεμισμένα σπίτια, να κοκκινίσουν οι κάμποι από παπαρούνες και όχι από αίμα. Να μπούνε και πάλι μπροστά οι μηχανές, να δουλέψουν ξανά οι άνθρωποι, χωρίς το φόβο της σειρήνας και του ξαφνικού θανάτου. Σκέφτονταν όλοι την καινούρια ζωή και χειροκροτούσαν, όταν τα δικαστήρια έστελναν στις κρεμάλες τους εγκληματίες πολέμου.

Φαίνεται, όμως, πως όλα αυτά ήτανε ένα γλυκό όνειρο μιας ανοιξιάτικης νύχτας, που δεν κράτησε πολύ. Φαίνεται πως οι κάμποι είχανε συνηθίσει το αίμα και δεν άφηναν τις παπαρούνες να ξανανθίσουν. Φαίνεται πως τα μηχανήματα έμαθαν να φτιάχνουν κανόνια και όχι τρακτέρ, είχανε συνηθίσει κι αυτά στη δουλιά του πολέμου. Φαίνεται, ακόμα, πως τα σπίτια που χτίστηκαν δεν ήτανε για να υποδεχτούν την ειρήνη, μα για να γεμίσουν τις τσέπες των εργολάβων, για να σπεκουλάρουν τη γη και για να βάλουν στα χέρια τωνεμπρηστών το δαυλί του κέρδους και της οικοπεδικής ρεμούλας. Και πάνω απ' όλα φαίνεται πως τα δικαστήρια δεν έκαμαν καλά τη δουλιά. Δεν έστειλαν, με άλλα λόγια, όλους τους εγκληματίες πολέμου στις κρεμάλες. Ξέχασαν πολλούς. Κι από αυτούς, τους ξεχασμένους εγκληματίες, άλλους τους στεφάνωσαν σαν ήρωες και άλλους σαν πατέρες της νίκης. Και το κακό είναι πως οι λαοί πίστεψαν το λάθος αυτό της Δικαιοσύνης. Μέσα στο παραλήρημα της χαράς για τη νίκη, δεν πρόσεξαν πως τον πόλεμο μπορεί να τον ξεκίνησαν άνθρωποι, δεν το έκαμαν αυτό το ξεκίνημα όμως, γιατί ήτανε μοχθηροί και απάνθρωποι, γιατί ήθελαν να κοιμούνται κι αυτοί στα καταφύγια, γιατί οι σειρήνες ήταν γι' αυτούς μελωδία ζωής. Φυσικά, και τα διαγγέλματα του πολέμου άνθρωποι τα γράφουν και αυτοί τα διαβάζουν μπροστά σε ακροατήρια που χειροκροτούν. Ανθρωποι σφυρίζουν την έναρξη κι αυτοί δείχνουν πάνω σε αθώους χάρτες πού να γίνουν οι μάχες και στέλνουν με τον ασύρματο τη φριχτή εντολή: Μέχρι ενός. Ανθρωποι, όπως εμείς, μετράνε τους σκοτωμένους και ύστερα υπογράφουν γράμματα συμπόνιας και υπερηφάνειας σ' αυτούς, που άδικα περιμένουν στα λιμάνια και στους σταθμούς να γυρίσουν πίσω αυτοί που έφυγαν γελαστοί και σίγουροι για τη νίκη και ένα απόγευμα τους γύρισαν πίσω άλλοι μέσα σε ξύλινα φέρετρα, σκεπασμένα με σημαίες και φτηνά παράσημα, καρφιτσωμένα πάνω σε μοβ μαξιλαράκια. Κι όμως, κανένας άνθρωπος δε γεννιέται κακός. Κανένας πάνω στη γη δε θέλει από μόνος του να μπει μπροστά και να τραγουδήσει το γνωστό μοιρολόι της επέλασης: Πυρ. Είμαι βέβαιος πως κανένας από όλους αυτούς, που χαμογελούν την ώρα που φωτογραφίζονται, πατώντας πάνω στα πτώματα των νικημένων δε χαίρεται γι' αυτό. Είναι μια άλλη δύναμη πίσω από όλους αυτούς, που καμώνονται πως είναι ευτυχισμένοι, γιατί νίκησαν σκοτώνοντας. Είναι μια άλλη φρικαλέα φωνή, που ψιθυρίζει στ' αυτί τους το εμβατήριο του χαμού. Το εμβατήριο του πολέμου. Σ' αυτή τη δύναμη πρέπει να αντισταθούμε, αυτή τη φωνή πρέπει να τη σωπάσουμε. Ολον αυτό τον καιρό που πορευόμαστε καταγγέλλοντας τον πόλεμο.

Κ}άθε μέρα και κάθε στιγμή που καταριόμαστε "το κακό που μας βρήκε" δεν πρέπει να ξεχνούμε πως τον πόλεμο δεν το χτυπάς με τον πόλεμο, μα με τη γνώση. Χρειάζεται να μάθουμε, και γρήγορα μάλιστα, πως το κυνήγι του κέρδους, ο πυρετός των Χρηματιστηρίων, η μανία της αγοράς, το παραμιλητό του ανταγωνισμού και τα εγκώμια της σύγκλισης, ο καπιταλισμός, με άλλα λόγια, είναι η δύναμη, η φωνή που κρύβεται πίσω από τους πολέμαρχους, που μπροστά σε μικρόφωνα και τηλεοπτικές κάμερες ψελλίζουν τα φριχτά ανακοινωθέντα του πολέμου. Ολοι τους εκπροσωπούν αυτή την κρυμμένη δύναμη. Αυτή τους σπρώχνει στη μάχη. Κι όπως ο κόσμος φοβάται τη μοχθηρία των πολέμων, αυτοί, με τον ίδιο τρόπο, φοβούνται τη "δύναμη", αυτή που δίνει νόημα στη δική τους ζωή μέσα από το θάνατο των άλλων. Αυτή τη δύναμη, λοιπόν, να ξεσκεπάσουμε. Ο Κλίντον σε λίγο θα ξεχαστεί. Εκείνο που θα μας μείνει θα είναι το άγαλμά του στο Αρκάνσας ή στην κεντρική πλατεία του Ελμπασάν. Η δύναμη, όμως, που τον έκανε πρόεδρο θα μείνει πίσω του. Και τώρα, μάλιστα, με ένα άλλο όνομα: "Νέα τάξη πραγμάτων". Σ' αυτήν να αντισταθούμε. Και γι' αυτή βέβαια δε θα χρειαστεί να στήσουμε άγαλμα. Μια ταφόπλακα τής χρειάζεται. Να!

Φυσικά και τα διαγγέλματα του πολέμου άνθρωποι τα γράφουν και αυτοί τα διαβάζουν μπροστά σε ακροατήρια που χειροκροτούν. Ανθρωποι σφυρίζουν την έναρξη κι αυτοί δείχνουν πάνω σε αθώους χάρτες πού να γίνουν οι μάχες και στέλνουν με τον ασύρματο τη φριχτή εντολή: Μέχρι ενός. Ανθρωποι, όπως εμείς, μετράνε τους σκοτωμένους και ύστερα υπογράφουν γράμματα συμπόνιας και υπερηφάνειας σ' αυτούς που άδικα περιμένουν στα λιμάνια και στους σταθμούς να γυρίσουν πίσω αυτοί που έφυγαν γελαστοί και σίγουροι για τη νίκη και ένα απόγευμα τους γύρισαν πίσω άλλοι μέσα σε ξύλινα φέρετρα, σκεπασμένα με σημαίες και φτηνά παράσημα, καρφιτσωμένα πάνω σε μοβ μαξιλαράκια


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ