Ο ψυχρός πόλεμος είχε ουσιαστικά κηρυχθεί πολύ πριν τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Τυπικά όμως κηρύχθηκε στις 5 Μάρτη του 1946, όταν ο Ουίν. Τσώρτσιλ, παρουσία του Χ. Τρούμαν, μιλώντας στο Φούλτον του Μιζούρι των ΗΠΑ σημείωνε ανάμεσα στα άλλα: "Από το Στεττίνο στη Βαλτική μέχρι την Τεργέστη στην Αδριατική ένα σιδηρούν παραπέτασμα έχει απλωθεί κατά μήκος της ηπείρου (...). Η απειλή μιας νίκης της τυραννίας βαραίνει πάνω στη στέγη κάθε σπιτιού, πάνω στο κεφάλι κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Η πείρα μου από τον πόλεμο μου έδειξε ότι οι Ρώσοι δε σέβονται παρά μόνο τη βία (...). Η στενή συμμαχία αγγλόφωνων λαών, η οργανωμένη αεροπορική και ναυτική συνεργασία των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρεττανίας αποτελούν την μόνη οδό των ελευθεριών μας (...). Μαζί αδελφικά ενωμένοι, θα είμαστε οι κύριοι του μέλλοντος..." (David Horovitz: "Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ", εκδόσεις Κάλβος σελ. 85, Ραιημόν Καρτιέ: "Μεταπολεμική Παγκόσμιος Ιστορία"/2, σελ. 17-18 κ. α.). Οπως βλέπουμε εδώ, ο Τσώρτσιλ διατυπώνει με σαφήνεια πρόταση για μια στρατιωτικοπολιτική συμμαχία του καπιταλιστικού κόσμου και ειδικότερα της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ. Ενα χρόνο αργότερα η πρωτοβουλία των κινήσεων θα περάσει σε αμερικανικά χέρια, αφού η Βρετανία, μη μπορώντας να είναι η ηγέτιδα δύναμη του διεθνούς ιμπεριαλισμού, θα αρκεστεί σε δεύτερους, αλλά πάντοτε πρώτης γραμμής, ρόλους.
Στις 12 του Μάρτη 1947 ο Αμερικανός Πρόεδρος Τρούμαν θα διακηρύξει μπροστά στα μέλη του Κογκρέσου το πολιτικό και στρατιωτικό δόγμα των ΗΠΑ, που θα μείνει στην ιστορία με το όνομά του. Για τη σημασία αυτού του δόγματος, ο Henry Kissinger γράφει: "Αν οι Σοβιετικοί ηγέτες είχαν μελετήσει περισσότερο την αμερικανική ιστορία, θα καταλάβαιναν πόσο κίνδυνο έκρυβαν τα λόγια του προέδρου. Το Δόγμα Τρούμαν αποτέλεσε ένα ορόσημο, επειδή από τη στιγμή που πέταξε η Αμερική το γάντι της ηθικής, το είδος της Realpolitik που γνώριζε τόσο καλά ο Στάλιν θα τελείωνε για πάντα και οι διαπραγματεύσεις για αμοιβαίες παραχωρήσεις δε θα είχαν πλέον καμιά θέση στις μεταξύ τους σχέσεις. Από εδώ και πέρα, οι διαφορές μπορούσαν να λυθούν μόνο με μια αλλαγή των σοβιετικών σκοπών, την κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος ή και με τα δυο μαζί" (Henry Kissinger: "Διπλωματία", Εκδόσεις Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη, σελ. 506). Ομολογουμένως, πιο ακριβολογημένη και πιο ειλικρινή περιγραφή της σημασίας του Δόγματος Τρούμαν δύσκολα θα βρει κανείς.
Τρεις μήνες μετά την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν, στις 5 Ιουνίου 1947, ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών στρατηγός Τζωρτζ Μάρσαλ, μιλώντας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ανακοίνωσε ένα μεγαλεπήβολο οικονομικό σχέδιο βάσει του οποίου οι ΗΠΑ, με το πρόσχημα της ενίσχυσης των ευρωπαϊκών χωρών για την ανοικοδόμηση τους από τον πόλεμο, επιδίωκαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη γηραιά ήπειρο. Από κοινωνικοπολιτική άποψη το "σχέδιο Μάρσαλ" αποσκοπούσε - πέραν της εδραίωσης της αμερικανικής κυριαρχίας - να εμποδίσει με οικονομικούς όρους το ξέσπασμα μιας επαναστατικής κρίσης στην Ευρώπη και να φράξει το δρόμο σε εξελίξεις που υπερέβαιναν το καπιταλιστικό σύστημα. "Η παγκόσμιος κατάστασις είναι πολύ σοβαρά", είπε στην εν λόγω ομιλία του στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ο στρατηγός Μάρσαλ. Και πρόσθεσε με νόημα: "Ο πόλεμος έχει προκαλέσει τοιαύτας εκτάσεως καταστροφάς, ώστε αι σημεριναί ανάγκαι της Ευρώπης είναι πολύ μεγαλύτεραι από τας οικονομικάς της δυνατότητας. Είναι ανάγκη να αντιμετωπίσωμεν μίαν βοήθειαν συμπληρωματικήν, μίαν βοήθειαν ήτις να είναι δωρεά και συγχρόνως να είναι πολύ σημαντική άλλως κινδυνεύομεν να υποστώμεν πολύ σοβαράς κοινωνικάς, οικονομικάς και πολιτικάς συνέπειας" (Claude Delmas: "Η Ατλαντική Συμμαχία", Διεύθυνση Στρατιωτικών Εκδόσεων ΓΕΣ, Αθήναι 1965, σελ. 167).
Ποια ήταν η σχέση του "Σχεδίου Μάρσαλ" με το "Δόγμα Τρούμαν"; Ο ίδιος ο Τρούμαν έλεγε: "Το εν και το άλλο αποτελούν τα δύο ήμισυ του ιδίου καρυδιού" (Π. Οικονόμου - Γκούρα: "Το Δόγμα Τρούμαν και η αγωνία της Ελλάδος", Αθήναι 1957, σελ. 119).
Την ίδια περίοδο στον καπιταλιστικό κόσμο της Ευρώπης και της Αμερικής παρατηρούνται ενδιαφέρουσες κινήσεις κρατών για τη συγκρότηση στρατιωτικοπολιτικών και οικονομικών συμμαχιών. Οι κινήσεις αυτές θα ανοίξουν το δρόμο στην Ατλαντική Συμμαχία, επειδή στην πορεία φάνηκε καθαρά ότι τίποτα δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη σφραγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις 4 του Μάρτη 1947, οκτώ μέρες πριν την διακήρυξη του Δόγματος Τρούμαν, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία υπέγραφαν τη Συνθήκη της Δουνκέρκης. Η Συνθήκη, της οποίας η διάρκεια οριζόταν για 50 χρόνια, προέβλεπε την υποχρέωση των δύο μερών να αντιμετωπίσουν από κοινού μια ενδεχόμενη μελλοντική γερμανική επίθεση. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν το πρόσχημα, δεδομένου ότι μια νέα γερμανική επίθεση στη Δυτική Ευρώπη - ύστερα από τη συντριβή της Γερμανίας στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατοχή των εδαφών της από τα συμμαχικά στρατεύματα - ήταν απίθανη και μπορούσε με βεβαιότητα να αποκλειστεί για πολλά χρόνια μετά. Στην πραγματικότητα η Συνθήκη αποσκοπούσε στο πλησίασμα των δύο χωρών και στην από κοινού δράση τους - οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά - στο διεθνή στίβο, αφού μεταξύ άλλων προέβλεπε τη λύση των οποιωνδήποτε διαφορών τους - παρόντων και μελλοντικών - μέσω της διπλωματικής οδού και με συχνές διμερείς επαφές, την οικονομική τους συνεργασία, καθώς και τη λήψη όλων εκείνων των μέτρων για την από κοινού δράση τους στα πλαίσια του ΟΗΕ.
Στην προαναφερόμενη κίνηση της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας δεν άργησε να έρθει η αμερικανική απάντηση. Ετσι στις 2 του Δεκέμβρη 1947 υπογράφηκε η Συνθήκη του Ρίο μεταξύ των ΗΠΑ και των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Η συνθήκη προέβλεπε την υποχρέωση της συλλογικής άμυνας των συμβαλλόμενων μερών εναντίον πάσης επιθέσεως απ' οπουδήποτε κι αν προερχόταν. Οι ΗΠΑ φρόντιζαν μ' αυτήν τους την ενέργεια να βάλουν πρώτα μια τάξη στην αυλή τους, θέτοντας την αμερικανική ήπειρο υπό τον έλεγχό τους. Ταυτόχρονα έδιναν και τον τύπο των σύγχρονων στρατιωτικών συμμαχιών που επιθυμούσαν. "Από της στιγμής εκείνης - γράφει ο Claude Delmas αναφερόμενος στη Συνθήκη του Ρίο - απερρίπτετο η σκοπιμότης μιας συμμαχίας συναπτομένης με μοναδικόν σκοπόν την αποφυγήν του κινδύνου γερμανικής επιθέσεως, δεδομένου ότι η σοβιετική πολιτική είχεν αποδείξει την ύπαρξιν άλλων πολύ σοβαρότερων και αμεσότερων επιθετικών κινδύνων" (Claude Delmas: "Η Ατλαντική Συμμαχία", Διεύθυνση Στρατιωτικών Εκδόσεων ΓΕΣ, Αθήναι 1965, σελ. 175).
Το μήνυμα στην Ευρώπη είχε ληφθεί, με αποτέλεσμα μέσα στο 1948 να λάβει χώρα η σπουδαιότερη κίνηση συγκρότησης στρατιωτικοπολιτικού συνασπισμού πριν την ίδρυση του ΝΑΤΟ. Ετσι στις 4 του Μάρτη 1948 - ύστερα από βρετανική πρωτοβουλία που είχε εκδηλωθεί το Γενάρη του ιδίου έτους - συγκεντρώθηκαν στις Βρυξέλλες, για να συζητήσουν τους όρους σύναψης συνθήκης αμοιβαίας βοήθειας, οι υπουργοί Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και της Ολλανδίας. Στις 17/3 υπογράφηκε τελικά η Συνθήκη των Βρυξελλών, με την οποία συγκροτήθηκε η "Δυτική Ενωση" των 5 προαναφερόμενων κρατών. Βάσει της συνθήκης, η διάρκεια της οποίας ορίστηκε στα 50 χρόνια, τα πέντε κράτη αναλάμβαναν την υποχρέωση να συγκροτήσουν κοινό αμυντικό σύστημα και να ενισχύσουν τους πολιτικούς και οικονομικούς τους δεσμούς. Ανώτατο μόνιμο όργανο της Δυτικής Ενωσης ορίστηκε ένα "Γνωμοδοτικό Συμβούλιο", το οποίο θα αποτελούσαν οι 5 υπουργοί Εξωτερικών. Επίσης συγκροτήθηκε μια "Επιτροπή Εθνικής Αμυνας", που θα υπαγόταν στο "Γνωμοδοτικό Συμβούλιο", αποτελούμενη από τους υπουργούς Αμυνας των χωρών της συμμαχίας.
Οπως ήταν φυσικό η Δυτική Ενωση έθεσε σε κίνηση τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες αμέσως εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους για τη συγκρότηση μιας ευρύτερης στρατιωτικοπολιτικής συμμαχίας με τη συμμετοχή τους και κυρίως υπό την ηγεμονία τους, δεδομένου ότι η καπιταλιστική Ευρώπη είχε ζωτική ανάγκη από την αμερικανική βοήθεια. Οι σχετικές συζητήσεις του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών στρατηγού Μάρσαλ με τους συναδέλφους του της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας χρονολογούνται από την επομένη της Συνθήκης των Βρυξελλών. Επίσης, στις 11 Ιουνίου 1948 η αμερικανική Γερουσία πήρε μια απόφαση, γνωστή με το όνομα "απόφαση Βάντεμπεργκ", βάσει της οποίας η κυβέρνηση των ΗΠΑ εξουσιοδοτούνταν να συνάπτει εν καιρώ ειρήνης συμμαχίες έξω από την αμερικανική ήπειρο. Τώρα πια το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο έμπαινε στην τελική ευθεία.
Τον Ιούλιο του 1948 άρχισαν στην Ουάσιγκτον οι προκαταρκτικές συζητήσεις μεταξύ του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, των πρεσβευτών των χωρών της Δυτικής Ενωσης και του πρεσβευτή του Καναδά. Τα αποτελέσματα των συζητήσεων, που ανακοινώθηκαν τον Οκτώβρη του ιδίου έτους, συμπυκνώνονταν στη διαπίστωση ότι υπήρξε ταυτότητα αντιλήψεων για τη σύναψη ενός Ατλαντικού Συμφώνου. Από εκεί και ύστερα οι διαπραγματεύσεις των επτά κρατών πέρασαν στο στάδιο της εξειδίκευσης των θεμάτων, δηλαδή στη διαμόρφωση των όρων του συμφώνου και ταυτόχρονα έγιναν οι κατάλληλες διπλωματικές κινήσεις ώστε να δημιουργηθεί το έδαφος για τη συμμετοχή στο Ατλαντικό Σύμφωνο και άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Στα μέσα Μάρτη του 1949 το σύμφωνο της Ατλαντικής Συμμαχίας είχε οριστικοποιηθεί και στις 15 του μήνα οι επτά χώρες κάλεσαν από κοινού τη Νορβηγία, τη Δανία, την Ισλανδία, την Πορτογαλία και την Ιταλία να προσχωρήσουν στο σύμφωνο.
Σ' όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας του Ατλαντικού Συμφώνου η Σοβιετική Ενωση δεν έπαψε να προειδοποιεί τους λαούς για το χαρακτήρα της συμμαχίας που προετοιμαζόταν. Αυτό έκανε και με την "Ρηματική Διακοίνωση" διαμαρτυρίας που επέδωσε στις κυβερνήσεις της Δυτικής Ενωσης, των ΗΠΑ και του Καναδά στις 31/3/1949. Στη διακοίνωσή της αυτή η Σοβιετική Ενωση υπογράμμισε μεταξύ άλλων τα εξής:
- Το Ατλαντικό Σύμφωνο είναι ένας καθαρός επιθετικός συνασπισμός που στρέφεται εναντίον της ΕΣΣΔ.
- Η συγκρότηση της εν λόγω συμμαχίας είναι αντίθετη προς τον καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
- Το Ατλαντικό Σύμφωνο παραβιάζει τις συμφωνίες ΕΣΣΔ - Μ. Βρετανίας και ΕΣΣΔ - Γαλλίας που είχαν υπογραφεί πριν ή κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης έρχεται σε αντίθεση με τις συμφωνίες που είχαν υπογράψει οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της αντιχιτλερικής συμμαχίας. Ειδικότερα παραβιάζει τις συμφωνίες της Γιάλτας και του Πότσδαμ.
- Ο αποκλεισμός της ΕΣΣΔ από το Σύμφωνο του Ατλαντικού αποδεικνύει ότι αυτό στρέφεται εναντίον της πρώτης και φανερώνει το στόχο της αγγλοαμερικανικής ομάδας δυνάμεων για παγκόσμια κυριαρχία ("Καθημερινή" 2/4/1949 και Claude Delmas: "Η Ατλαντική Συμμαχία", Διεύθυνση Στρατιωτικών Εκδόσεων ΓΕΣ, Αθήναι 1965, σελ. 182-183).
Φυσικά οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους κάθε άλλο παρά ήταν διατεθειμένοι να σταματήσουν ή να παραδεχτούν την αλήθεια των σοβιετικών επισημάνσεων. Προωθώντας τα ιμπεριαλιστικά σχέδιά τους ντυμένα με την κατάλληλη ρητορική που τους εμφάνιζε "αθώες περιστερές" και "αγγέλους ειρήνης", προχώρησαν στις 4 του Απρίλη 1949 στην ίδρυση του ΝΑΤΟ. "Με λίγα λόγια - γράφει ο Henry Kissinger - η Αμερική θα έκανε οτιδήποτε για την Ατλαντική Συμμαχία εκτός από το να την ονομάζει συμμαχία. Θα εφάρμοζε μια ιστορική πολιτική συνασπισμού, αρκεί οι ενέργειές της να μπορούσαν να δικαιολογηθούν με βάση το δόγμα της συλλογικής ασφάλειας, το οποίο ο Ουίλσον είχε πρώτος προτείνει σαν εναλλακτική λύση για το σύστημα συμμαχιών. Ετσι η ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων αναστήθηκε στα πλαίσια μιας ανεπανάληπτης αμερικανικής ρητορικής" (Henry Kissinger: "Διπλωματία", Εκδόσεις Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη, σελ. 515).
Γ. Π.