Η ανάγκη να "προσαρμοστεί" και η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση "στις τρέχουσες δημοσιονομικές εξελίξεις", τη "γενικότερη οικονομική πολιτική", τις κατευθύνσεις που δίνουν οι Βρυξέλλες, αντιμετωπίστηκε έγκαιρα από τους κυβερνώντες. Νομοθετήματα φρόντισαν για τη "συμμόρφωση" του θεσμού.
Από το φθινόπωρο του '96, το υπουργείο Οικονομικών απέστειλε εγκύκλιο στις ΝΑ, που καθόριζε την αρχή κατάρτισης των νομαρχιακών προϋπολογισμών. Η αρχή ήταν η συγκράτηση των προτεινόμενων από τις νομαρχίες δαπανών για το '97 στα επίπεδα του '96.
Ανάλογη εγκύκλιος, που στάλθηκε το '97 και αφορούσε την κατάρτιση των προϋπολογισμών του '98, όριζε πως οι κρατικές επιχορηγήσεις θα συγκρατηθούν στα επίπεδα του '97, σύμφωνα με το νόμο 2469/97 (για τον περιορισμό και τη βελτίωση των κρατικών δαπανών). Ο νόμος αυτός όριζε πως από 1/1/97 μέχρι 31/12/98 το ετήσιο συνολικό ποσό για επιχορηγήσεις του τακτικού προϋπολογισμού δεν μπορεί να υπερβαίνει σε απόλυτα ποσά τις συνολικές τακτικές επιχορηγήσεις του οικονομικού έτους '96.
Η ίδια εγκύκλιος σημείωνε πως αρχή κατάρτισης των προϋπολογισμών των νομαρχιών πρέπει να είναι και "η αύξηση των ίδιων εσόδων των επιχορηγούμενων φορέων, τόσο από την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, όσο και από την καλύτερη αξιοποίηση της περιουσίας τους". Διευκρίνιζε πως οι προϋπολογισμοί των ΝΑ, αφού εγκριθούν από τα Νομαρχιακά Συμβούλια, θα πρέπει να "αξιολογηθούν" από τον υπουργό Οικονομικών. Αυτός "αν διαπιστώσει ότι: α) υπάρχουν αποκλίσεις από τους στόχους του κρατικού προϋπολογισμού, όσον αφορά τα έσοδα και τις δαπάνες του και β) δεν έχει τηρηθεί ο τύπος και το περιεχόμενο του κρατικού προϋπολογισμού, ζητά από το Νομαρχιακό Συμβούλιο την αναγκαία αναμόρφωση του προϋπολογισμού και την επανυποβολή του".
Στο ίδιο πνεύμα, ο ν.2469/97, και ειδικότερα το άρθρο 4, όριζε πως οι ΝΑ πρέπει να υποβάλουν τριετές επιχειρησιακό σχέδιο για τα έτη 1997-1999 στα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Σχέδιο με προτάσεις, για συγκράτηση του ποσοστού αύξησης της κρατικής επιχορήγησης - σε ονομαστικούς όρους - έως το ήμισυ του προβλεπόμενου για κάθε χρόνο πληθωρισμού. Δηλαδή, οι ΝΑ θα πρέπει να συντάσσουν σχέδια, έχοντας ως δεδομένο ότι κάθε χρόνο ακόμα και η ονομαστική αύξηση της οικονομικής τους ενίσχυσης θα υπολείπεται του μισού του πληθωρισμού.
Πώς θα κατάφερναν οι νομαρχίες να αντεπεξέλθουν των τεράστιων αναγκών τους; Ο νόμος αποσαφηνίζει: "Μέσω της αξιοποίησης των περιουσιακών της στοιχείων, της προώθησης των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, της συγκράτησης των δαπανών της και της πιο αποτελεσματικής διαχείρισης των ιδίων εσόδων". Δηλαδή, και πάλι ξεπούλημα και χαράτσια.
Η κυβέρνηση, για να μην ταλαιπωρείται με εγκυκλίους και παραπομπές σε νόμους που αφορούν γενικότερα την εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική, έσπευσε να καταρτίσει και νομοσχέδιο ειδικά για τα οικονομικά της ΝΑ.
Το νομοσχέδιο, που κατατέθηκε πρόσφατα στη Βουλή, προσδιορίζει τα όρια των νομαρχιακών δαπανών. Επαναλαμβάνει πως οι νομαρχιακοί προϋπολογισμοί θα ελέγχονται από τα υπουργεία Εσωτερικών και Οικονομικών και ανάλογα εγκρίνονται ή όχι. Αν οι νομαρχιακοί προϋπολογισμοί έχουν έξοδα παραπάνω από τα κονδύλια που θα λαμβάνουν από τον κρατικό προϋπολογισμό και δεν εμφανίζουν άλλες πηγές κάλυψής τους, δε θα εγκρίνονται. Ακόμα και αν τα έξοδα αυτά αφορούν έργα προτεραιότητας για τους δημότες.
Εκ νέου προωθεί την επιβολή πρόσθετων φόρων και τελών για κάθε έργο που αναπτύσσεται στις νομαρχίες. Παροτρύνει τα Νομαρχιακά Συμβούλια να αυξήσουν τις δαπάνες που "χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από πόρους της ΝΑ και που προέρχονται από ανταποδοτικά τέλη".
Επιπλέον, διευκρινίζει πως "η σύνταξη του σχεδίου προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων από τη Νομαρχιακή Επιτροπή και η ψήφιση του προϋπολογισμού από το Νομαρχιακό Συμβούλιο γίνεται... με βάση απόφαση κατάρτισης προϋπολογισμού που εκδίδεται από τα υπουργεία Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών.
Η απόφαση αυτή καθορίζει μεταξύ άλλων και τα επιτρεπόμενα όρια εξέλιξης των δαπανών, έτσι ώστε να είναι συμβατά με τις γενικότερες μακροοικονομικές και δημοσιοοικονομικές εξελίξεις, με εξαίρεση τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από πόρους της ΝΑ που προέρχονται από ανταποδοτικά τέλη".
Και στο νομοσχέδιο η κυβέρνηση συνεχίζει: "Οι συνολικές λειτουργίες και λοιπές δαπάνες του προϋπολογισμού των ΝΑ δεν μπορούν να αυξάνονται σε ετήσια βάση κατά ποσοστό μεγαλύτερο εκείνου της αύξησης των αντίστοιχων συνολικών δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού, που προβλέπονται για την Κεντρική Διοίκηση".