Σχεδόν σε διπλάσια επίπεδα από τις άλλες χώρες του κόσμου ανέρχεται το διαχειριστικό κόστος του ελληνικού φορολογικού συστήματος, δηλαδή το κόστος λειτουργίας των κρατικών υπηρεσιών, οι οποίες είναι αρμόδιες για την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας και τη συλλογή των φόρων. Αυτό προκύπτει από μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) με θέμα "Διαχειριστικό κόστος του ελληνικού φορολογικού συστήματος", που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα και η οποία εξετάζει το διαχειριστικό κόστος της φορολογίας, το οποίο επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του κράτους.
Οπως δείχνουν τα συμπεράσματα της μελέτης, το κόστος της φορολογικής νομοθεσίας σε σχέση με το σύνολο των εσόδων ανέρχεται σε 1,41%. Εάν στο τελευταίο προστεθεί και ένα ποσοστό 0,2% περίπου, για το κόστος χρήσης του κεφαλαίου, τα τεκμαρτά ενοίκια και το διαχειριστικό κόστος που φέρουν άλλες δημόσιες υπηρεσίες, πλην του υπουργείου Οικονομικών, τότε το κόστος του ελληνικού φορολογικού συστήματος ανέρχεται σε 1,61% των εσόδων. Αυτό - τονίζεται στη μελέτη - είναι μιάμιση έως δύο φορές το αντίστοιχο κόστος άλλων χωρών. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται το κόστος του καναδικού φορολογικού συστήματος που φτάνει σε 0,86%.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης:
- Το διαχειριστικό κόστος της φορολογίας φυσικών προσώπων στην Ελλάδα είναι 2,19% των εσόδων (συν 0,2% για λοιπά είδη κόστους), δηλαδή περίπου μιάμιση έως δύο φορές το κόστος που παρατηρείται κατά μέσο όρο σε άλλες χώρες. Το αντίστοιχο κόστος για τον Καναδά είναι μόλις 1%. Σε ανάλογα επίπεδα, σε σχέση με τις άλλες χώρες, κυμαίνεται και το κόστος για την έμμεση φορολογία.
Πέρα από το υψηλό κόστος του ελληνικού φορολογικού συστήματος, αυτό παρουσιάζει επίσης μεγάλες διακυμάνσεις μεταξύ φόρων, καθώς και μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών συλλογής εσόδων. Ειδικότερα:
- Το διαχειριστικό κόστος στην άμεση φορολογία είναι υπερδιπλάσιο από εκείνο της έμμεσης φορολογίας. Σε σχέση με το διαχειριστικό κόστος ολόκληρου του φορολογικού συστήματος, η διαχείριση των άμεσων φόρων κοστίζει 63% περισσότερο, ενώ η διαχείριση των έμμεσων φόρων κοστίζει 23% λιγότερο.
- Από τις γενικές κατηγορίες των άμεσων φόρων, το υψηλότερο κόστος παρουσιάζουν κατά σειρά μεγέθους οι φόροι υπέρ τρίτων, οι φόροι στην περιουσία, τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις, οι φόροι παρελθόντων οικονομικών ετών και ακολουθούν οι λοιποί άμεσοι φόροι. Το χαμηλότερο κόστος από ολόκληρη την άμεση φορολογία το παρουσιάζουν οι φόροι εισοδήματος.
- Μεγάλες διαφορές υπάρχουν επίσης στις επιμέρους γενικές κατηγορίες των έμμεσων φόρων. Το υψηλότερο σχετικό κόστος παρουσιάζουν το χαρτόσημο και οι λοιποί φόροι συναλλαγών και ακολουθεί ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) και οι Φόροι Κατανάλωσης Εγχώριων.
- Σημαντική είναι επίσης και η περιφερειακή διάσταση του διαχειριστικού κόστους. Σε νομαρχιακό επίπεδο, οι Διευθύνσεις Επιθεώρησης που περιλαμβάνουν μεγάλες ΔΟΥ τείνουν να εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα σχετικού κόστους, ενώ το αντίθετο ισχύει για τις νομαρχίες που περιλαμβάνουν μικρές ΔΟΥ. Το κόστος σε νομαρχιακό επίπεδο κυμαίνεται μεταξύ 0,7% και 10% των εσόδων.
Η μελέτη, μετά τις παραπάνω διαπιστώσεις, προτείνει σειρά μέτρων για τη μείωση του σχετικού κόστους της φορολογίας, τα οποία κινούνται στις ακόλουθες κατευθύνσεις:
- Απλοποίηση της φορολογικής διάρθρωσης, περιορισμό των διαδικασιών και γραφειοκρατικών διατυπώσεων ή ακόμη και κατάργηση μερικών ακριβών και αναποτελεσματικών φόρων.
- Γλωσσική απλοποίηση των φορολογικών νόμων.
- Κωδικοποίηση όλης της φορολογικής νομοθεσίας.
- Διοικητική και οργανωτική αναβάθμιση ή ακόμη και απορρόφηση διαφόρων φορολογικών υπηρεσιών από άλλες.
- Βελτίωση της μηχανοργάνωσης κυρίως στον τομέα της πληροφορικής και επέκταση της εφαρμογής ολοκληρωμένων συστημάτων πληροφορικής.
- Χωροταξική επανεξέταση και αναδιάταξη των υπηρεσιών συλλογής φόρων.
- Δημιουργία μιας κεντρικής Υπηρεσίας Φορολογικού Κόστους, με στόχο να σχεδιάζει, να παρακολουθεί και να ελέγχει όλα τα παραπάνω μέτρα που θα αποσκοπούν στον περιορισμό του διαχειριστικού κόστους.