Τρίτη 6 Οχτώβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Μια πόλη, μια ζωή

Δυο χρόνια τώρα, τα αρθριτικά την είχαν καθηλώσει σχεδόν στο κρεβάτι και δεν μπορούσε να βγει έξω. Μόνο μέχρι το μπαλκόνι της κατόρθωνε να συρθεί κι όταν ο καιρός ήταν καλός, καθόταν εκεί να πάρει λίγο αέρα και ν' αγναντέψει τον έξω κόσμο που τον είχε στερηθεί. Το μικρό διαμέρισμά της, όμως, ήταν ισόγειο και εσωτερικό και έτσι, ακόμη και όταν έβγαινε στο μπαλκόνι, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ξεγελάει τον εαυτό της. Γιατί ούτε αέρας έφτανε εκεί, ούτε μπορούσε να δει όσα επιθυμούσε. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, ήταν σαν να μην έβγαινε έξω, αλλά σαν να πήγαινε και να καθόταν μέσα σε ένα λάκκο. Σε ένα λάκκο, που πυθμένας του ήταν ο μικρός εξώστης της και τοιχώματά του τα ντουβάρια των πολυκατοικιών, οι οποίες υψώνονταν γύρω γύρω ξεφτισμένες και θλιβερές.

Κάθε φορά που η ηλικιωμένη γυναίκα αντίκριζε αυτές τις πολυκατοικίες, έπιανε και γύριζε τον τροχό του χρόνου προς τα πίσω και τότε ζωντάνευαν άλλες εικόνες μπροστά της. Εβλεπε, δηλαδή, να ξεπροβάλλουν σπιτάκια με ακροκέραμα και φουρούσια, αυλές με γαζίες και γεράνια, αρχοντικά με μαρμαρένια περιστύλια και σκαλιστές σιδεριές, αλάνες γεμάτες παιδιά, δρομάκια με ακακίες και μουριές και γύρω γύρω από την πόλη έβλεπε λόφους δασωμένους με πεύκα και αγριλιές. Κι από τα κατάφυτα υψώματα κατέβαινε ένα αεράκι που μύριζε θυμάρι κι ο ουρανός πάνω απ' όλο το λεκανοπέδιο ήταν καταγάλανος και στραφτάλιζε στο φως του ήλιου σαν μαργαριτάρι.

Ενα ευτυχισμένο χαμόγελο απλωνόταν τότε στο πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας, αλλά η ευφορία της δε διαρκούσε πολύ. Γιατί οι παλιές εποχές ξεστράτιζαν γρήγορα από τη φαντασία της και εμφανίζονταν τα νεότερα χρόνια με φρικιαστικές πλέον εικόνες: Μπουλντόζες τώρα "μούγκριζαν" σε όλες τις γειτονιές και γκρέμιζαν σπιτάκια και αρχοντικά. Και χάνονταν οι αυλές με τα λουλούδια και οι αλάνες με τα παιδιά και φύτρωναν παντού πολυκατοικίες σαν θεόρατα κουτιά. Στην αρχή, αυτά τα άσχημα μεγαθήρια έπνιξαν το κέντρο, αλλά σύντομα άρχισαν να σκαρφαλώνουν και στα υψώματα και να ζώνουν σαν θηλιά την πόλη.

Μιλιούνια, βλέπεις, είχαν μαζέψει οι άρχοντες τους προλετάριους στην πρωτεύουσα, για να υπάρχουν φτηνά εργατικά χέρια και να γεμίζουν έτσι εύκολα τον μπεζαχτά τους οι μεγαλοαστοί. Σπίτια - κλουβιά, λοιπόν, και φουγάρα εργοστασίων έπνιξαν την πόλη και τίποτε όμορφο δεν απόμεινε. Παραδόθηκαν όλα στη σκαπάνη μιας στρεβλής και ασύδοτης "ανάπτυξης", με τις ευλογίες όλων εκείνων που από το προσκήνιο ή το παρασκήνιο κυβερνούσαν, ή, μάλλον, διαγούμιζαν τον τόπο.

Δάκρυζε πάντα η ηλικιωμένη γυναίκα όταν θυμόταν, τα χρόνια της καταστροφής και έτσι συνέχιζε να κάνει και τον τελευταίο καιρό, γιατί απομονωμένη, καθώς ήταν, δεν είχε μάθει τα "καλά μαντάτα". Οτι, δηλαδή, διάφοροι "σωτήρες" είχαν εμφανιστεί στην πόλη και διατυμπάνιζαν ότι θα τη μεταμόρφωναν σε λίγο, κάνοντάς την "όμορφη" και "ανθρώπινη". Και ως ανταμοιβή, οι αγαθοί αυτοί άνθρωποι δε ζητούσαν τίποτε άλλο, παρά μόνον τις ψήφους των δημοτών.

Τίποτε, όμως, από όλα αυτά τα "χαρμόσυνα" δεν είχε μάθει η ηλικιωμένη. Και έτσι, αντί να ονειρεύεται τους "παράδεισους" που έταζαν οι "σωτήρες", εξακολουθούσε να κοιτάει τα άχαρα ντουβάρια των πολυκατοικιών και να προσπαθεί άδικα να δει ένα κομμάτι ουρανού, εκεί στο λάκκο, όπου την είχαν ρίξει οι πολιτικοί προπάτορες των σημερινών μπλε και πράσινων "λυτρωτών".

Κι αυτές τις θλιβερές ώρες, που η κυρούλα καθόταν στο μπαλκονάκι της κυκλωμένη από το τσιμέντο, το μολυσμένο αέρα, την ασχήμια και την ερημιά, δεν ήταν απλώς μια ύπαρξη, που ξετύλιγε απελπισμένη τις τελευταίες οργιές από το νήμα της ζωής της. Ηταν - έμοιαζε να ήταν - η ίδια η πόλη, που με τραγικό τρόπο θα τέλειωνε κι αυτή, αν παρέδιδε ξανά τις τύχες της στους ψευτοσωτήρες...

Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ