Τρίτη 7 Απρίλη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 2
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ

Οσοι υποστηρίζουν πως η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων είναι καινούριο φρούτο για τις καπιταλιστικές κοινωνίες, ή αγνοούν την αλήθεια, ή θέλουν να αποπροσανατολίσουν. Οσοι επιχειρηματολογούν στο φόντο του λεγόμενου "κοινωνικού κόστους" και των "ελλειμμάτων", όχι μόνο ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, αλλά αποβλέπουν στη συστηματική διαστρέβλωση της πραγματικότητας, μόνο και μόνο για να κρύψουν την ουσία του προβλήματος και τους στόχους εκείνων που έχουν αναγάγει το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας σε υπ' αριθμόν ένα ζήτημα της πολιτικής τους.

Στην οικονομική βιβλιογραφία, συναντάμε αρκετούς κύκλους "κρατικοποιήσεων - ιδιωτικοποιήσεων", ανάλογα με τη φάση ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, το βαθμό της κρίσης του κεφαλαίου, τις ανάγκες του να εκμεταλλεύεται τις αγορές κ.ο.κ. Εκατοντάδες είναι οι περιπτώσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων και τραπεζών, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, που όταν ήρθε το... πλήρωμα του χρόνου - όταν δηλαδή δεν εξασφάλιζαν τα αναγκαία κέρδη για τους ιδιοκτήτες τους - πέρασαν στην κρατική ιδιοκτησία. Αντίστοιχες σε αριθμό είναι οι κρατικές επιχειρήσεις, αλλά και ολόκληρα κρατικά μονοπώλια, που πέρασαν στο ιδιωτικό κεφάλαιο, ανεξάρτητα από το πώς ονομάστηκε η σχετική διαδικασία. Ούτε τα ελλείμματα, ούτε το κόστος της λειτουργίας τους, ούτε ο στόχος της ανάπτυξης, ούτε η προοπτική εξασφάλισης καλύτερων συνθηκών για τους εργαζόμενους, έπαιξαν έστω και σε μία περίπτωση ρόλο σε αποφάσεις, που είτε αφορούσαν την "κρατικοποίηση", είτε το ξεπούλημα επιχειρήσεων. Εκείνο που πάντοτε δεσπόζει, εκείνο που κινεί τα νήματα των αποφάσεων για την όποιας μορφής αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος μιας επιχείρησης, είναι το καπιταλιστικό κέρδος.

*****

Στην Ελλάδα η ιστορία της οικονομικής ανάπτυξης είναι λίγο - πολύ γνωστή. Σε ό,τι αφορά το δημόσιο τομέα και τις επιχειρήσεις του, πέρα από τα διάφορα προπαγανδιστικά που κατά καιρούς λένε οι κυβερνώντες και οι απολογητές των επιδιώξεων της ολιγαρχίας, η αλήθεια είναι η εξής: Με κριτήριο τη συμμετοχή των δημόσιων επιχειρήσεων στην απασχόληση συνολικά, η Ελλάδα ήταν ανέκαθεν στις "πίσω" θέσεις σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Πάντα όμως διατηρούσε μια αξιοζήλευτη θέση, όταν οι δημόσιες επιχειρήσεις εξετάζονται με κριτήριο τις επενδύσεις που έκαναν όλο αυτό το χρονικό διάστημα, σε σχέση με το σύνολο των επενδύσεων. Αν μάλιστα παρακολουθήσει κανείς τις λεγόμενες "επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου", τότε θα δει δύο πράγματα. Πρώτον, τη συντριπτική διαφορά και δεύτερον, το μέγεθος του εγκλήματος που σήμερα συντελείται με την εκχώρηση αυτού του δεδομένου και συσσωρευμένου πλούτου σε ιδιώτες. Λοιπόν, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από το 1950 μέχρι σήμερα οι ιδιωτικές επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου στον τομέα "ενέργεια - ύδρευση - αποχέτευση" είναι 9,1 δισεκατομμύρια δραχμές. Οι αντίστοιχες δημόσιες επενδύσεις 2,44 τρισεκατομμύρια! Στον τομέα "μεταφορές - επικοινωνίες" οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι 2,55 τρισ. και οι δημόσιες 3,34 τρισ. (Τα στοιχεία είναι από την έκδοση της ΕΠΙΛΟΓΗΣ "Η ελληνική οικονομία σε αριθμούς" σελ. 183 και 185).

****

Και ο πλέον αδαής καταλαβαίνει τι λένε οι παραπάνω αριθμοί. Οι αετονύχηδες της "ιδιωτικής πρωτοβουλίας" όταν έβαζαν στόχο την απόσπαση των εύκολων κερδών και την αύξηση των κεφαλαίων τους με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου, είχαν ταυτόχρονα αναθέσει στο κράτος να τα βγάλει πέρα εκεί που η επένδυση απαιτούσε την ύπαρξη πραγματικών κεφαλαίων. Οι κλωστοϋφαντουργίες και οι χαρτοποιίες, οι επιχειρήσεις τροφίμων και ξύλου μπορούν να στηθούν με βάση κάποια τραπεζικά δάνεια, τα οποία στην πορεία μπορεί να επιστραφούν, μπορεί και όχι στις τράπεζες. Το δίκτυο όμως για την ηλεκτρική ενέργεια, οι επικοινωνίες και τα ταχυδρομεία, οι μεταφορές και οι εθνικοί δρόμοι, η παιδεία και η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, όλα αυτά ούτε μπορούν να δημιουργηθούν και να λειτουργήσουν χωρίς μεγάλες επενδύσεις, ούτε πολύ περισσότερο αποφέρουν άμεσα οικονομικά κέρδη.

Βέβαια, το δημόσιο δεν ανέπτυξε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες μόνο σ' αυτούς τους τομείς. Στο μέτρο που μια σειρά μεγαλοεπιχειρηματίες, αφού ξεκοκάλισαν και καταχρέωσαν τις επιχειρήσεις τους δήλωσαν την απροθυμία τους να συνεχίζουν να τις έχουν, το κράτος - για μια σειρά πολιτικούς και οικονομικούς λόγους - παρενέβη και τις ενέταξε στο δυναμικό του. Εκτός από τα παραδείγματα ιδιαίτερα μεγάλων επιχειρήσεων τη δεκαετία του '70 ("Ολυμπιακή", Ναυπηγεία, Εμπορική Τράπεζα κλπ.) και του '80 (ΑΓΕΤ, ΣΟΦΤΕΞ, "Πειραϊκή - Πατραϊκή", Σκαλιστήρης, ΛΑΡΚΟ), δεκάδες άλλες επιχειρήσεις πέρασαν στο δημόσιο τομέα, με στόχο την "εξυγίανσή" τους. Μια διαδικασία που όπως αποδείχτηκε απέβλεπε στην... κοινωνικοποίηση των χρεών που είχαν δημιουργήσει οι πρώην ιδιοκτήτες τους και την εκ νέου απόδοσή τους στο ιδιωτικό κεφάλαιο.

****

Αυτή είναι εν πολλοίς και η ουσία τόσο των κρατικοποιήσεων, που γίνονται με πρωτοβουλία των κυβερνήσεων των καπιταλιστικών χωρών, όσο και των ιδιωτικοποιήσεων. Η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος με παρέμβαση των εκάστοτε κυβερνητικών υπαλλήλων, ώστε να εξασφαλιστούν σε κάθε περίπτωση οι όροι για να συνεχίζουν οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου να βγάζουν κέρδη. Στη μία περίπτωση, μέσω της απαλλαγής τους από καταχρεωμένες επιχειρήσεις που δεν αποδίδουν πλέον τα αναμενόμενα κέρδη. Στην άλλη, από την παραχώρηση "εξυγιασμένων" και "εκσυγχρονισμένων" με δημόσιο χρήμα επιχειρήσεων, που είναι έτοιμες να προσφέρουν από την επομένη κέρδη στους νέους ιδιοκτήτες.

Οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας, με την πλήρη απελευθέρωση στην κίνηση κεφαλαίων, η "ευημερία των χρηματιστηρίων" και η σταθερά προσηλωμένη πολιτική της ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου, έχουν οδηγήσει σε σημαντικά πλεονάσματα της ρευστότητας των εκπροσώπων της οικονομικής ολιγαρχίας. Ολα τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου, με τη μορφή του ανεκμετάλλευτου για τους καπιταλιστές χρήματος, έχουν αγγίξει πρωτοφανή επίπεδα. Πρωτοφανές όμως για τους κατόχους κεφαλαίων είναι να διαθέτουν κεφάλαια που δεν τους προσφέρουν όλο και περισσότερα κέρδη, γι' αυτό και αναζητούν συνεχώς κερδοφόρες διεξόδους. Μία από αυτές, ιδιαίτερα σημαντική αυτή την περίοδο, είναι οι "επενδυτικές δραστηριότητες" μέσα από τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων. Ο διαμελισμός και κατακερματισμός της κρατικής περιουσίας - στην Ελλάδα και όχι μόνο - και η απόδοσής της έναντι μέρους των συσσωρευμένων κεφαλαίων, είναι προϋπόθεση και όρος για να ξεπεραστεί η κρίση της ύπαρξης "αδρανών" κεφαλαίων. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ξεχωριστά επικερδή προοπτική για το κεφάλαιο, αφού οι εκπρόσωποί του ούτε διευρύνουν, ούτε αναπτύσσουν, ούτε εκσυγχρονίζουν τις επιχειρήσεις που αποκτούν με αυτό τον τρόπο. Αντίθετα, επιδεικνύοντας τον παρασιτικό χαρακτήρα του κεφαλαίου, αναλαμβάνουν... πρωτοβουλίες "βάζοντας στο χέρι", με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, το φιλέτο του παραγωγικού δυναμικού της χώρας. Ολόκληρους τομείς που επί δεκαετίες οικοδομούνταν με το μόχθο και την οικονομική αφαίμαξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού.****

Παρά το γεγονός ότι ιδιωτικοποιήσεις σημαντικών μονάδων είχαμε και τα προηγούμενα χρόνια (ΑΓΕΤ, "Ολύμπικ Κέτερινγκ", Νεώριο, Ναυπηγεία Ελευσίνας, ΜΙΝΙΟΝ κλπ.) αυτή τη φορά υπάρχει μια ποιοτική διαφορά: Πρόκειται για μια διεθνή εκστρατεία του κεφαλαίου που επιδιώκει να λύσει συνολικά το θέμα της εξεύρεσης ζωτικών χώρων για την αποκομιδή περισσοτέρων κερδών. Αφορά το σύνολο του παραγωγικού δυναμικού που έχει στην κατοχή του το δημόσιο. Απλώνεται σε σφαίρες των μέχρι σήμερα θεωρούμενων κατ' εξοχήν δημόσιων δραστηριοτήτων (υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση), αλλά και σε τομείς της δημόσιας διοίκησης. Ασκεί, μαζί με την καθημερινή πίεση και πλύση εγκεφάλου των λαών, μια πρωτοφανή πολιτική και ιδεολογική τρομοκρατία.

Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ

Ούτε τα ελλείμματα, ούτε το κόστος της λειτουργίας τους, ούτε ο στόχος της ανάπτυξης, έπαιξαν έστω και σε μία περίπτωση ρόλο σε αποφάσεις, που είτε αφορούσαν την "κρατικοποίηση", είτε την "ιδιωτικοποίηση" επιχειρήσεων. Εκείνο που πάντοτε δεσπόζει, εκείνο που κινεί τα νήματα των αποφάσεων για την όποιας μορφής αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, είναι το καπιταλιστικό κέρδος.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ