Οι δύο τελευταίες βδομάδες σφραγίστηκαν από τη μία ακόμη ευρωπαϊκή νομισματική αναταραχή, που άγγιξε τα όρια της κρίσης. Το εύρος της θύμισε τις μέρες του "μαύρου" Σεπτέμβρη του 1992. Το μάρκο απογειώθηκε. Τα ευρωπαϊκά νομίσματα σημείωσαν έναντι του γερμανικού νομίσματος τις χαμηλότερες ισοτιμίες της ιστορίας τους. Από τον κανόνα δεν ξέφυγαν ούτε τα παραδοσιακά ισχυρά νομίσματα της Ευρώπης: η δανική κορόνα και το ελβετικό φράγκο.
Η αιτία της νομισματικής αναταραχής, τη φορά αυτή, δε βρισκόταν, ωστόσο, στην Ευρώπη. Εντοπιζόταν, κυρίως, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και για την ακρίβεια στις σχέσεις μεταξύ μάρκου και δολαρίου. Εκείνο που κλόνισε τα ευρωπαϊκά νομίσματα ήταν η υποτίμηση του δεύτερου έναντι του πρώτου. Υποτίμηση, που συνδέεται με την αναδιάρθρωση των οικονομικών δυνάμεων στα πλαίσια του σύγχρονου καπιταλισμού. Με τις ανακατατάξεις των στόχων και τις νέες επιδιώξεις δύο μεγάλων πρωταγωνιστών του παγκόσμιου καπιταλισμού, Ηνωμένων Πολιτειών και Γερμανίας.
Η πτώση του νομίσματος των ΗΠΑ έναντι του μάρκου εμφανίζεται ως σταθερό φαινόμενο των δύο τελευταίων χρόνων. Και αυτό, μολονότι προβλέψεις και εκτιμήσεις οικονομικών αναλυτών περίμεναν εδώ και ενάμιση χρόνο την ανάκαμψη του δολαρίου έναντι του μάρκου.
Οι λανθασμένες, όπως αποδεικνύεται πια, αυτές εκτιμήσεις βασίζονταν στη γενική βελτίωση της κατάστασης της οικονομίας των ΗΠΑ. Πράγματι, η τελευταία έχει εμφανίσει τα δύο τελευταία χρόνια επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης, μείωση της ανεργίας και κάμψη του πληθωρισμού. Αντίθετα, η γερμανική οικονομία, μολονότι και αυτή ανέκαμπτε, απορροφούσε ακόμη τους κλυδωνισμούς της ενοποίησης. Οι ρυθμοί ανάπτυξής της ήταν σαφώς χαμηλότεροι, η ανεργία της μεγαλύτερη. Η γερμανική οικονομία βελτίωσε σημαντικά την εικόνα της, μόλις πέρσι.
Τα στοιχεία αυτά επέτρεπαν κάθε αισιόδοξη εκτίμηση για το δολάριο. Να, όμως, που συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Το δολάριο όχι απλά δεν ανέβηκε, αλλά έχασε το 17% της αξίας του έναντι του μάρκου μέσα στους τελευταίους 14 μήνες. Η πτώση του τις τελευταίες μέρες ερμηνεύτηκε κυρίως ως αποτέλεσμα της "παγίδευσης των ΗΠΑ και του νομίσματός της στην οικονομική κρίση του Μεξικού". Αυτό αληθεύει. Αλλά η διάρκεια του φαινομένου δείχνει ότι υπάρχει κάτι ακόμη, μια βαθύτερη αιτία για το "κακό".
Η ρίζα του κακού πρέπει να αναζητηθεί μάλλον στα δημόσια οικονομικά των ΗΠΑ, που όπως είναι γνωστό, κάθε άλλο παρά ανθηρά είναι. Σε αντίθεση με τη Γερμανία, που κατάφερε να διατηρήσει το δημόσιο χρέος της σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα υψηλότατο δημόσιο χρέος, που ανέρχεται στο 250% του ΑΕΠ της χώρας. Αν σκεφτούμε ότι ακόμη και το ελληνικό φτάνει στο 125% του ΑΕΠ, το εξαιρετικό μέγεθος του δημοσίου χρέους της υπερατλαντικής συμπολιτείας γίνεται εύκολα αντιληπτό.
Το πρόβλημα θεωρείται τόσο σημαντικό, που μια από τις κυριότερες δεσμεύσεις και προσπάθειες του Προέδρου Κλίντον έχει ως στόχο τον περιορισμό του χρέους. Οι Ρεπουμπλικανοί του Κογκρέσου έφτασαν, μάλιστα, να ζητήσουν να κατοχυρωθεί στο Σύνταγμα η υποχρέωση της κυβέρνησης για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Ανεξάρτητα από το υπερβολικό της πρότασής τους, η διατύπωσή της και μόνον δείχνει την έκταση του προβλήματος.
Αυτό ακριβώς το βάρος του δημοσίου χρέους και οι απεγνωσμένες (και, ταυτόχρονα, ανεπιτυχείς) προσπάθειες κυβέρνησης και της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ να το περιορίσουν, φόβισαν τα μεγάλα κερδοσκοπικά κεφάλαια, γνωστά ως "HEDGE - FUNDS". Ιδιαίτερα το φάσμα του πληθωρισμού, που μπορεί να εξανεμίσει τα προσδοκώμενα κέρδη τους, τα έδιωξε και τα διώχνει μακριά από τις ΗΠΑ. Το δολάριο εμφανίζει πιθανότητες αστάθειας, άρα δε συμφέρει. Και γι' αυτό εγκαταλείφθηκε, κατά συνέπεια, υποτιμήθηκε, προς όφελος του μάρκου.
Το γερμανικό νόμισμα μοιάζει ασφαλές και αποδοτικό. Το περιορισμένο δημόσιο χρέος της χώρας και, κυρίως, η σταθερή, σφιχτή, αντιπληθωριστική πολιτική της Μπούντεσμπανκ, αποτελεί εγγύηση για μεγάλα και σίγουρα κέρδη- και γι' αυτό το νόμισμά της ελκύει τους κερδοσκόπους του νομίσματος. Η "πονηρή" στάση της Μπούντεσμπανκ, που, μολονότι κρατά σταθερά τα επιτόκιά της, άφηνε να διαρρέουν φήμες για πιθανή άνοδό τους, με στόχο να προσελκύσει όλο και περισσότερα κεφάλαια, επέτειναν το φαινόμενο - και την πτώση του δολαρίου.
Το εντυπωσιακό είναι, βέβαια, ότι οι ΗΠΑ δε φαίνονται να κάνουν και πολλά πράγματα για να στηρίξουν το νόμισμά τους τουλάχιστον όσο δεν πέφτει κάτω από ένα επίπεδο. Αντίθετα, μάλιστα, ΗΠΑ και Γερμανία μοιάζουν, καθεμιά σε διαφορετική έκταση, ικανοποιημένες από τις χαμηλές ισοτιμίες του δολαρίου και τις υψηλές του μάρκου. Πιθανότατα, γιατί αυτές εξυπηρετούν τα σημερινά στρατηγικά οικονομικά συμφέροντα των δύο μεγαθηρίων του καπιταλισμού.
Η Γερμανία χρειάζεται κεφάλαια για να επεκταθεί με αγορές και εξαγορές επιχειρήσεων στην Ανατολική Ευρώπη. Μέσω του ισχυρού μάρκου, μπορεί να τα εξασφαλίσει. Οι ΗΠΑ, αντίθετα, επιδιώκουν να αλώσουν τις αγορές της Ασίας, και κυρίως της Κίνας, όπως έδειξε και η πρόσφατη ανταλλαγή "εμπορικών πυρών". Τα προϊόντα τους οφείλουν να είναι ανταγωνιστικά και η χαμηλή τιμή του δολαρίου συμβάλλει σε αυτό.
Αν, όμως, Γερμανία και ΗΠΑ δεν αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα με τα "νομισματικά παιχνίδια" και τα υπερατλαντικά ταξίδια των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, δε συμβαίνει το ίδιο και με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Η υπερτίμηση του μάρκου έπληξε όλα τα ευρωπαϊκά νομίσματα. Γιατί, με την ενίσχυση του γερμανικού νομίσματος, ανεξάρτητα από τα υπερατλαντικά αίτιά της, το γαλλικό φράγκο, η ισπανική πεσέτα, η ιταλική λιρέτα, η βρετανική στερλίνα εγκαταλείφθηκαν μαζικά προς χάρη του. Παρά τις εκτεταμένες παρεμβάσεις τους, οι κεντρικές τράπεζες δεν μπόρεσαν να καταφέρουν και πολλά, με αποτέλεσμα μια εκτεταμένη αναταραχή στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα.
Από τα μέσα της περασμένης βδομάδας, τα πράγματα ηρέμησαν και οι ισοτιμίες των ευρωπαϊκών νομισμάτων σταθεροποιήθηκαν. Αν, όμως, οι μέχρι στιγμής τάσεις ενίσχυσης του μάρκου σε βάρος του δολαρίου επιμείνουν και οδηγήσουν σε νέα νομισματική αναταραχή, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα θα κλυδωνιστεί πολύ επικίνδυνα. Κι ίσως τότε βρεθούμε μπροστά σε κάτι ασυνήθιστο: το συντονισμό των ευρωπαϊκών κρατών, πλην Γερμανίας, και την ανάληψη μιας κοινής προσπάθειας εκ μέρους τους για τη στήριξη του δολαρίου, ως προϋπόθεση για τη διαφύλαξη του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος.
Μαριάννα ΤΟΛΙΑ