Ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης, ερμηνευτής και τραγουδοποιός της νεότερης γενιάς, μιλά για το δίσκο του "Παραμύθι με λυπημένο τέλος", για τη μουσική και την "άλλη Ελλάδα", για την εποχή μας και την ανάγκη αφύπνισης
Από της "γιαγιάς τα παραμύθια" και τη συντροφιά των "Χαϊνηδων" στο "Παραμύθι με λυπημένο τέλος" και στην αυτόνομη, μοναχική πορεία. Οπως και να 'χει, ο ερμηνευτής και τραγουδοποιός Μιλτιάδης Πασχαλίδης έχει το δικό του μερίδιο στο μικρό, δυστυχώς, κομμάτι της μουσικής ομορφιάς που μας περιβάλλει. Η συνάντησή του με την κρητική μουσική σημάδεψε την πορεία του, τόσο την ερμηνευτική όσο και αυτή του τραγουδοποιού. Αυτή η δεύτερη ιδιότητά του γίνεται εμφανέστερη στον πρώτο του προσωπικό δίσκο με τίτλο "Παραμύθι με λυπημένο τέλος".Μια δουλιά με "οξύμωρο τίτλο", όπως λέει ο ίδιος, και"χωρίς ενιαία μορφή", καθώς περιλαμβάνει από ροκ μπαλάντες, μέχρι δημώδη και ζεϊμπέκικα.
Στην Κρήτη ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης πήγε στα 18 του χρόνια ως φοιτητής στο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Ηρακλείου. Φαίνεται, όμως, πως το νησί του Μίνωα τον μάγεψε, καθώς οκτώ χρόνια τώρα κατοικεί μόνιμα εκεί. Σε αυτή την επιλογή του καθοριστικά συνέβαλε η γνωριμία του με την κρητική μουσική. Η αγάπη και η ενασχόληση, εξάλλου, με τη μουσική προϋπήρχαν: Σπουδές στην κλασική κιθάρα, γράψιμο κάποιων τραγουδιών. "Πηγαίνοντας στην Κρήτη, λέει, βρέθηκα μπροστά σε αυτό τον τεράστιο πλούτο της δημοτικής μουσικής. Οποιοσδήποτε μουσικός αντικρίσει τέτοιο πλούτο και τον αγνοήσει, γιατί απλώς είναι διαφορετικός από τον εαυτό του, διαπράττει έγκλημα. Το ωραίο οφείλεις να το δοκιμάσεις. Ετσι, τα πρώτα χρόνια, επισκεπτόμουν χωριά, με πολλή προσοχή άκουγα λυράρηδες, ιστορίες από γέρους, αλλά και κάποιους νέους, που κακοποιούν την παράδοση. Αυτό που βρίσκω συγκινητικό στην Κρήτη είναι ότι ένα μικρό παιδί δε θα ζητήσει από τον πατέρα του μια κιθάρα, αλλά μια λύρα. Πιστεύω ότι η Κρήτη είναι ο μοναδικός τόπος όπου η μουσική είναι ζωντανός οργανισμός και όχι μουσειακό είδος".
Αν και ποτέ δεν είχε σκεφτεί ν' ασχοληθεί με την παραδοσιακή μουσική, η συμμετοχή του στους "Χαϊνηδες" οδήγησε τον Μ. Πασχαλίδη σ' αυτό το δρόμο. "Αρχισα, λέει, να μαθαίνω τα παραδοσιακά γυρίσματα της φωνής, να σπουδάζω αυτό το πράγμα κοντά σε ανθρώπους που ξέρανε. Αγάπησα πολύ την παραδοσιακή μουσική, είναι κάτι που με συγκινεί πάρα πολύ. Πολλά δημοτικά μοτίβα τα χρησιμοποιώ και στις δικές μου μελωδίες".
- Οι "Χαϊνηδες" σε μεγάλο βαθμό οφείλουν τη δημιουργία τους στο πανεπιστήμιο Ηρακλείου...
"Το πανεπιστήμιο συνέβαλε στο να σμίξουμε τα πρώτα μέλη του συγκροτήματος: Δύο φυσικοί, εγώ μαθηματικός... Το πανεπιστήμιο δεν είναι μόνο τεχνοκρατικός χώρος, οφείλει να είναι φορέας πολιτισμού".
Κάποια στιγμή, νιώθοντας την ανάγκη να μιλήσει με αποκλειστικά δική του φωνή και ν' αναλάβει ολοκληρωτικά την ευθύνη για το έργο του, ο Μ. Πασχαλίδης αποφασίζει να προχωρήσει μόνος, καταθέτοντας τη δισκογραφική του δουλιά "Παραμύθι με λυπημένο τέλος".Λίγο νωρίτερα, είχε συναντηθεί δημιουργικά με μια άλλη μουσική συντροφιά, το "μουσικό εργαστήρι" των "Νεάρχου Παράπλους".Ο χειμώνας που πέρασε τον βρήκε στο "Χάραμα",κοντά στους Δήμητρα Γαλάνη, Ελλη Πασπαλά, Γιάννη Σαββιδάκη και Φίλιππο Πλακιά.Το φθινόπωρο που έρχεται, θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τη "συνάντησή" του με την Εβδομη Τέχνη, μέσα από τη μουσική, που έγραψε για την ταινία "Ονειρο σε άσπρο φόντο" του Δημ. Σπύρου, η οποία θα βγει στις αίθουσες το Σεπτέμβρη.
- "Παραμύθι με λυπημένο τέλος". Τίτλος μάλλον απαισιόδοξος...
"Ο τίτλος του δίσκου είναι εσκεμμένα οξύμωρος, καθώς τα περισσότερα παραμύθια έχουν ευχάριστο τέλος. Ομως μπούχτισα πλέον από τις αμερικανικές ταινίες, που πέφτει μια "πυρηνική" βόμβα στη ζωή του ήρωα, αλλά όταν καταλαγιάσει ο αχός είναι όλα στη θέση τους: Οι ζωές, οι ψυχές, οι άνθρωποι, ο ήρωας που προχωράει το δρόμο του "αμερικανικού ονείρου". Στο δίσκο ήθελα να πω ιστορίες που μου έχουν συμβεί ή τις έχω ακούσει από φίλους. Ιστορίες που συνήθως έχουν λυπημένο τέλος. Ηταν ένας τρόπος να πω αλήθεια, να πω αυτό που βλέπω γύρω μου. Η ζωή δε βγαίνει μέσα από τα ιλουστρασιόν περιοδικά και τις εκπομπές της κάθε Ρούλας Κορομηλά. Αυτό που παρουσιάζεται σε αυτά δεν είναι η Ελλάδα που ζούμε. Η Ελλάδα που ζούμε είναι κάτι άλλο. Δεν ξέρω αν κατάφερα να την περιγράψω, αλλά τουλάχιστον νομίζω ότι κατάφερα να περιγράψω την Ελλάδα που ζω εγώ".
- Πώς τη σκιαγραφείς;
"Η Ελλάδα που ζω έχει πολύ μεγάλες αντιφάσεις. Εχει και καταφερτζήδες ανθρώπους, έχει και λεβέντες και ανόητους, έχει απ' όλα. Πάντως, σίγουρα δεν είναι μια δήθεν Ελλάδα. Υπάρχει μια ενέργεια σ' ένα κομμάτι της, που δεν έχει καμιά σχέση με αυτόν τον κόσμο, ο οποίος συνέχεια εμφανίζεται στην τηλεόραση, είναι πάντα στο προσκήνιο και περιφέρει την ανία του από δω και από εκεί. Γι' αυτήν την άλλη Ελλάδα, που είναι σαφώς και η σημαντική, έχει νόημα να μιλήσεις, ν' ασχοληθείς μαζί της. Και βεβαίως να ενδιαφερθείς αν θα σε δεχτεί ή θα σε απορρίψει".
- Την εποχή μας πώς τη χαρακτηρίζεις;
"Νομίζω ότι είμαστε σε αναμονή. Είμαστε σε αναμονή πολέμου, σε αναμονή σωτήρα... Κι εγώ είμαι σε αναμονή μιας ομάδας ανθρώπων, που θα προκαλέσει τη ρήξη με όλη αυτή την ανοησία που ζούμε κάθε μέρα. Αυτό, βεβαίως, δεν μπορεί να το κάνει κάποιος μόνος του. Πρέπει να μαζευτούμε όσοι μας ενώνει ένας κοινός στόχος, ένα όραμα. Πρέπει, επιτέλους, ν' αρχίσουμε να γκρινιάζουμε και να διαμαρτυρόμαστε απέναντι σε αυτό το πράγμα που ζούμε. Να μας ενοχλεί βαθύτατα και να το λέμε που δεν μπορούμε ν' αναπνεύσουμε, για το φαγητό που τρώμε, για το νερό που πίνουμε, για το πώς μας μεταχειρίζεται η εξουσία, τα ΜΜΕ. Ζούμε πλέον σε μια εποχή ατομικισμού, όμως είναι ανάγκη ο καθένας μας να αναλάβει τις ευθύνες του. Δυστυχώς, παραμένουν λίγοι αυτοί που έχουν τη διάθεση να έρθουν σε ρήξη με τα πράγματα".
- Τι φταίει γι' αυτό;
"Είναι θέμα παιδείας, ευδαιμονισμού... Θεωρώ ότι η εκπαίδευση σήμερα βρίσκεται σε απίστευτα χαμηλό επίπεδο. Αν και διαπιστώνεται άνοδος του επιπέδου των σπουδών, δεν καλλιεργείται τίποτα το κριτικό. Συνεχώς γίνεται λόγος για μια εξειδίκευση, που δεν έχει νόημα, το Λύκειο πλέον λειτουργεί μόνο ως προπαρασκευαστικό τμήμα του Πανεπιστημίου και με κακό τρόπο. Οι νέοι πιστεύω ότι παραμυθιάζονται εύκολα. Από την άλλη όμως τους διακρίνει μια ισοπεδωτική άρνηση, την οποία βρίσκω πολύ διασκεδαστική. Μπορεί πολλοί να μην έχουν κάποια πρόταση, όμως δεν μπορούμε ν' απαιτούμε από ανθρώπους 16 χρόνων κάτι τέτοιο. Μπορεί οι περισσότεροι να μη βγαίνουν στο πεζοδρόμιο, όμως είναι πολλοί αυτοί που ενοχλούνται από όσα συμβαίνουν. Η απορριπτική διάθεση, που πολλές φορές εκφράζουν, μπορεί να φαίνεται ισοπεδωτική, αλλά σίγουρα έχει μέσα της μια δυναμική. Από αυτή μπορεί να προκύψει κάτι καινούριο".
Πιστεύοντας ότι "εν αρχή ην ο λόγος", ο Μ. Πασχαλίδης λέει ότι "σπανίως γράφω απλά μουσική. Αυτό, που κυρίως μ' ενδιαφέρει είναι να ντύνω το λόγο που με ενδιαφέρει με μουσική και να τραγουδώ το αποτέλεσμα. Με ενδιαφέρει να αφηγηθώ μια ιστορία που έχει αρχή, μέση και τέλος. Και συνήθως αυτή η ιστορία μού έχει συμβεί. Γράφω τραγούδια, γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Οταν τελείωσα το γράψιμο των τραγουδιών που περιλαμβάνονται στο δίσκο και βρήκα μια πόρτα ν' ανοίξει - μέχρι τότε έτρωγα πόρτες κατάμουτρα, μια και οι εταιρίες δεν ήθελαν τα τραγούδια μου - αποφάσισα να παρουσιάσω όλο αυτό το υλικό σαν μια ενότητα τραγουδιών".
- Μίλησες για κλειστές πόρτες...
"Τα τελευταία χρόνια έχει συμβεί μια μεταστροφή στο ελληνικό τραγούδι και είμαι χαρούμενος που κάποιοι συνάδελφοι βρήκαμε τελικά μια δισκογραφική πόρτα ν' απευθυνθούμε. Αυτό, βέβαια, οφείλεται στον κόσμο, που άρχισε ν' αναζητά δίσκους με μουσικές σαν τις δικές μας, με αποτέλεσμα και οι εταιρίες να δουν ότι πουλάει και αυτό το είδος. Βεβαίως, κάθε πικραμένος έχει πάρει ένα ούτι, δηλώνοντας ότι βρίσκεται στο σταυροδρόμι ανατολής και δύσης. Πώς, όμως, να βρεις το σταυροδρόμι, αν δεν ξέρεις πού είναι οι δρόμοι; Για να καταλάβεις πού είναι το σταυροδρόμι, πρέπει να έχεις μάθει τι λέει η Ανατολή, τι λέει η Δύση, ώστε να καταλάβεις πού συναντώνται. Δεν μπορείς απλώς να παίρνεις ένα ούτι και μια ηλεκτρική κιθάρα και λες τα παντρεύω. Ετσι δεν παντρεύονται, πρέπει ν' αγαπηθούν πρώτα. Αυτό ζούμε σήμερα. Βεβαίως, είναι ενδιαφέρον αυτό που συμβαίνει, υπάρχει ένα βήμα. Κάποια στιγμή, εξάλλου, θα ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι".
Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ