Η ανάπτυξη της ναυτιλίας στηρίχτηκε σε ένα, πρωτοφανές για τα διεθνή ναυτιλιακά δεδομένα, νομοθετικό καθεστώς ασυδοσίας για το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Το χρηματικό αντίκρισμα των προνομίων αυτών αποτυπώνεται στις μυθικές εφοπλιστικές περιουσίες. Είναι από άκρη σ' άκρη ψευδής ο ισχυρισμός, ο οποίος παρουσιάζει τους εφοπλιστές σαν "αυτοδημιούργητους", που "δε ζητούν τίποτα, αλλά προσφέρουν στην ελληνική οικονομία". Αυτοί που προσφέρουν είναι οι Ελληνες ναυτεργάτες, φορέας του 80% - και περισσότερο - του ναυτιλιακού συναλλάγματος. Οι εφοπλιστές καρπώνονται τα προνόμια, τακτοποιώντας τα κέρδη τους στις ελβετικές τράπεζες και τους άλλους χρηματιστηριακούς παραδείσους. Για να φανεί το μέγεθος του πολιτικού παραλογισμού της κυβέρνησης και του ΥΕΝ, που συμμερίζονται τα εφοπλιστικά "παράπονα" και συμπάσχουν μαζί τους, θα παραθέσουμε ενδεικτικά δύο σημεία αναφοράς, του πλαισίου ανάπτυξης της μεταπολεμικής ναυτιλίας.
Το ΝΔ 2687, περί "προστασίας και επενδύσεως κεφαλαίων εξωτερικού", που δώρισε στους εφοπλιστές το 1953 η κυβέρνηση του "Συναγερμού", χαρακτηρίζει τα πλοία σαν το "κεφάλαιο εξωτερικού" και μέσω των "εγκριτικών" πράξεων - συμφωνιών νηολόγησης - του άρθρου 13 επιτρέπει τον καθορισμό αποικιακών όρων "κατά παρέκκλισιν των κειμένων διατάξεων και αυτής έτι της δημοσίας τάξεως". Προβλέπει, επίσης, την ελεύθερη διαχείριση στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό των - σε συνάλλαγμα και δραχμές - εσόδων και κερδών του πλοίου και την απαλλαγή του πλοίου - τόσο κατά τη νηολόγηση του, όσο και σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του υπό την ελληνική σημαία - από κάθε εισφορά εκτάκτου φόρου, τέλους ή κρατήσεως υπέρ τρίτων, τελών χαρτοσήμου, καθώς και από τα δικαιώματα "επί της συντάξεως συμβολαίων". Οι εγκριτικές πράξεις δίνουν επίσης τη δυνατότητα στους πλοιοκτήτες να καθορίζουν καθ' υπέρβαση της ισχύουσας νομοθεσίας αυθαίρετες συνθέσεις! Προκειμένου να δικαιολογήσουν το καθεστώς της ασυδοσίας και των προνομίων, οι απολογητές των εφοπλιστών ξεσηκώνουν τεχνητό θόρυβο, ισχυριζόμενοι ότι "προνόμια προς τους εφοπλιστές, σημαίνει πολλά πλοία στην ελληνική σημαία, άρα πολλές θέσεις απασχόλησης για τους Ελληνες ναυτεργάτες". Το αβάσιμο του ισχυρισμού αυτού αποδεικνύεται από τα ίδια τα αποτελέσματα της εφαρμογής του 2687/53. Ετσι, αν το 1953 το μερίδιο της ελληνικής σημαίας στον ελληνόκτητο στόλο ήταν 24,21% και των σημαιών ευκαιρίας 75,79%, το 1957 το ποσοστό αυτό έγινε 15,24% και 84,76% αντίστοιχα, ενώ το 1958 ήταν 19,33% και 80,67% υπέρ των σημαιών ευκαιρίας. Την εξέλιξη αυτή τη συναντάμε μετά από κάθε πακέτο αντιναυτεργατικών μέτρων. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα που συνδέονται με τις μειώσεις των οργανικών θέσεων 1983, 1986 και 1990, που είχαν σαν αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του αριθμού των Ελλήνων ναυτεργατών.
Από τη δεκαετία του '50, με το νόμο 1880/51 και το ΝΔ 345/55, ρυθμίζεται, κατά πώς θέλουν οι εφοπλιστές, το θέμα της φορολογίας και εισάγονται ο τρόπος φορολόγησης των ακαθάριστων εσόδων του πλοίου. Με τους νόμους 465 του 1968 και το ΠΔ 800 του 1970 - σαν πρόσθετο χάρισμα της χούντας - η φορολογία των υπό ελληνική σημαία πλοίων διαχωρίζεται από τα έσοδα και υπολογίζεται στη βάση της χωρητικότητας και της ηλικίας του πλοίου. Το σύστημα αυτό, όπως παρατηρεί πανεπιστημιακός, πρώην παράγοντας του ΥΕΝ, ήταν όμοιο με αυτό της Λιβερίας (νηολόγιο ευκαιρίας) και η ελληνική σημαία θεωρήθηκε σημαία ευκαιρίας. Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε και με το νόμο 27 του 1975 (συμπληρώθηκε με το Ν.814/78), που συμβαδίζει με πλήθος εξαιρέσεων και φοροαπαλλαγών. Χαρακτηριστική, επίσης, είναι η απαλλαγή των αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων από κάθε φόρο και οι δυνατότητες που παρέχουν ο ΑΝ 89 του 1967 και ο ΑΝ 378 του 1968 για υπέρ, υπό-τιμολογήσεις και φοροδιαφυγή σε ελληνικές εταιρίες που συνδέονται με τις "αλλοδαπές" κατά το σύστημα των συγκοινωνούντων δοχείων. Εκτός από τα παραπάνω, το 1990 μειώθηκε παραπέρα η φορολογία για τα άνω των 40.000 τόνων πλοία.
Τι πληρώνουν, τελικά, οι εφοπλιστές; Καταβάλλουν φόρο για τα περιουσιακά τους στοιχεία που ανέρχονται σε δισεκατομμύρια δολάρια ή για τα κέρδη τους; Σύμφωνα με στοιχεία των τελευταίων χρόνων της δεκαετίας του 1980, αποκαλύπτεται ότι το συνολικό ποσόν που εισπράχτηκε σαν φορολογία πλοίων, ήταν κατά μέσο όρο το χρόνο 2,6 δισ., όταν ο χρονιάτικος προϋπολογισμός του ΥΕΝ ξεπερνούσε τα 7 δισεκατομμύρια. Το 1993, το ποσόν της φορολογίας 2.116 πλοίων ήταν μόλις 5,7 δισεκατομμύρια δραχμές. Δηλαδή 2.640.000 δραχμές κατά μέσο όρο ανά πλοίο!
* Ο Γιώργος Μαρίνος είναι γραμματέας της ΚΟΝ του ΚΚΕ
(Αύριο: Υπό διωγμό οι Ελληνες ναυτεργάτες)