ΜΑΝΗ (του απεσταλμένου μας ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΤΡΥΦΩΝΑ) .-
Κι η γη της Μάνης ακόμα δεν μπορούσε να χωνέψει το άδικο. Δεν μπορούσε να δεχτεί πως είχε συντελεστεί ένα τέτοιο έγκλημα. Και δεν άνοιγε την αγκαλιά της να δεχτεί τα παιδιά της...
Ο μονότονος χτύπος της πέτρας που κυλούσε στις παρυφές του Ταϋγέτου, όλο το πρωί, εκεί στον Πύργο του Διρού, δίπλα στη μικρή εκκλησία, δε βγαίνει απ' το μυαλό μου. Το μοιρολόι των γυναικών και τα μάτια του Γιώργου, το ίδιο. Ο γιος είχε μείνει μόνος στα 22 του χρόνια μαζί με την ηλικιωμένη γιαγιά του. Και χτες το μεσημέρι έπρεπε να μαζέψουν το κουράγιο τους και να συνοδέψουν στο τελευταίο τους ταξίδι τον πατέρα του ο πρώτος και το γιο της η δεύτερη Σωτήρη Βάλβη,την μάνα Ιωάννα και την 10χρονη Μαρία.
Την Μαρία που οι φίλοι της, που "παίζανε μαζί στην πλατεία του χωριού", όπως γράφουν στο στεφάνι τους, θα τη θυμούνται "έτσι, όπως στην πλατεία, σαν να μην έφυγε ποτέ".
Ο βουβός ή γοερός άλλοτε θρήνος, ο θρήνος της Μάνης, που πενθεί κι αυτή χρονιάρες μέρες τα αθώα θύματα του "Δύστος", δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Δεν μπορεί να αποτυπωθεί στο χαρτί, ούτε να κλειστεί πολύ περισσότερο στα κοντινά πλάνα μιας κάμερας. Ο θρήνος της Μάνης δεν ήταν αποτυπωμένος μόνο στα πρόσωπα των ανθρώπων της. Ηταν χαραγμένος στον ουρανό της και τον ήλιο της, που τράβηξε την ώρα του φευγιού μια κουρτίνα σύννεφα να του κρύψουν το πρόσωπο. Στις έρημες πέτρες και τις ελιές που έμεναν σκυμμένες από το βάρος καρπών που έμοιαζαν χτες περισσότερο με δάκρυα.
Πώς να πενθήσουν τέτοιο θάνατο. Πώς να μοιράσουν κουφέτα για τη μικρή Μαρία και πού να ρίξουν το ρύζι. Μια γριά Μανιάτισσα περπατούσε στητή στο δρόμο της λύπης και το μοιρολόι της ήταν κραυγή καταγγελίας: "Τα σαπιοκάραβά σας πήραν τα παιδιά μας. Να τα πάρετε όλα από τη θάλασσα. Να μη ζήσουν τέτοια μέρα άλλες μάνες. Αίσχος για το κράτος και την εταιρία".Η φράση στο στεφάνι της Πανελλήνιας Ενωσης Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού,του σωματείου του Α μηχανικού Σωτήρη Βάλβη, έλεγε ακριβώς το ίδιο: "Στους αδικοχαμένους της κυβερνητικής και εφοπλιστικής αναλγησίας".
Ηξεραν όλοι πως δεν έφταιγε, όπως προσπαθούν να μας πείσουν, ο πλοίαρχος. "Αν ο άνθρωπος έκανε του κεφαλιού του, δε θα περίμενε δυο μέρες στη Σκιάθο. Θα 'κανε το ταξίδι απ' την αρχή, απ' την πρώτη μέρα. Αλλωστε, τον ίδιο καιρό βρήκε και την πρώτη και τη δεύτερη φορά". Ηξεραν πως υπάρχουν ευθύνες και γίνεται προσπάθεια να μην αποδοθούν σ' όσους εμπλέκονται. Και "τώρα που βούλιαξαν και το πλοίο...". Περιμένουν ωστόσο κάποιος να πει την αλήθεια.
Το χρωστούν στον Γιώργο, που περπατούσε χτες πίσω απ' τους τρεις αγαπημένους του, με το βλέμμα του καρφωμένο ίσια μπροστά. Σε ευθεία γραμμή με τη θάλασσα, που φάνηκε μόλις η πομπή άρχισε να κατηφορίζει από το ρημαγμένο σπίτι στην εκκλησία.