Πέμπτη 5 Ιούνη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ
Παγερή αναμονή

Βαγγελίτσα Κουσιάντζα. Μια ηρωίδα του λαού. Το χρονικό μιας τραγωδίας

4ο ΜΕΡΟΣ

Στο μονοπάτι, ο ταγματάρχης ήρθε φάτσα με φάτσα, με το δικό μας λοχαγό του 3ου λόχου, τον Ερμή, που περνούσε τελευταίος, με τα υπολείμματα της οπισθοφυλακής μας.

Να πώς περιγράφει τη σκηνή αυτή ο Θωμάς Τσεκούρας, αντάρτης, που ανήκε στον 3ο λόχο:

"Και βγήκαμε στο ύψωμα της Νιάλας, που ήταν ο στρατός εκεί. Πριν φτάσουμε στην κορφή της Νιάλας, ρωτώ το σύνδεσμο, τι δουλιά έχουμε από δω; Εκείνος είπε, ο δρόμος είναι από δω. Τότε σταματάτε, του είπα και περιμένετε. Και γυρίζω πίσω, να βρω το λοχαγό μου Ερμή. Τότες με φώναξε πρώτος ο Βαγγέλης Ζορμπάς, Θωμά, πεθαίνω. Και πέθανε αμέσως. Θα μου πεις, εσύ πώς γλίτωσες; Να σου πω. Με έσωσε μια πετσέτα που είχα και είχα το κεφάλι και το στόμα τυλιγμένο.

Ας αφήσουμε το Ζορμπά. Γύρισα πιο πίσω, βρίσκω το Βασίλη Μπισλή τα μπρούμυτα, να φωνάζει βοήθεια. Μόλις βρήκα τον λοχαγό, του είπα τι συμβαίνει, και ήρθε στη διμοιρία ανιχνευτών, μπροστά. Και είπε στο σύνδεσμο, μας πρόδωσες προδότη. Και μου άρπαξε το αυτόματο, να τον πυροβολήσει. Αλλά ήταν άχρηστο το αυτόματο, δεν έπαιρνε φωτιά, από τον πάγο. Και μας είπε: Πίσω παιδιά! Εκεί που είπε πίσω, ακούστηκε μια φωνή: - Παιδιά από δω! Τότες ο λοχαγός φώναξε: Ποιος είσαι; Είμαι ο ταγματάρχης Αλευράς, φώναξε αυτός, του αστικού στρατού. Τότες τράβηξε το πιστόλι ο Ερμής και τον σκότωσε. Και τότες τα χάσαμε όλοι. Δρόμος δεν υπήρχε. Σκορπίσαμε σαν τα πρόβατα και πού να πάμε; Εβλεπες κάτω από το χιόνι να φωνάζουν βοήθεια, ποιος όμως να σε γλιτώσει από το κρύο. Μόλις ανεβήκαμε στην κορφή δεν αντέξαμε, είδαμε μια πέτρα και εκεί πέσαμε τα μπρούμυτα, να γλιτώσουμε απ' το κρύο. Ομως δεν ήταν πέτρα, ήταν σκηνές του στρατού. Και μπήκαμε μέσα".

Περάσαμε μέσα στο αντίσκηνο όλη τη νύχτα. Ξημέρωσε Κυριακή 13 του Απρίλη. Πάσχα του 1947...

Εκανα μια προσπάθεια και βγήκα, να ρίξω μια ματιά γύρω. Είχα τυλίξει το κεφάλι μου μ' ένα λουρίδι ύφασμα, σαν πετσέτα, που μου έδωσε ένας αντάρτης. Λίγα μέτρα πιο πέρα απ' το αντίσκηνο, ένας όλμος, με την κάννη υψωμένη, είχε πιάσει γύρω - γύρω μια παλάμη κρούσταλλο και φάνταζε σαν ψεύτικος, σαν μπιμπελό μέσα σε γυάλινη βιτρίνα...

Προχωρούσα, προσπαθώντας να στηρίζομαι καλά πάνω στον πάγο, για να μη με σηκώσει ο αέρας. Πιο πέρα βρήκα ένα άλλο αντίσκηνο, μισοθαμμένο κι αυτό μέσα στο χιόνι, να το ταρακουνάει πέρα - δώθε το δρολάπι. Εχωσα το κεφάλι μου απ' το άνοιγμα.

- Δε χωράμε, συναγωνιστή, πού να μπεις!.. είπε κάποιος από μέσα. Ηταν πατικωμένοι κι αυτοί, καμιά δεκαριά, μέχρι το άνοιγμα της σκηνής.

- Δε θέλω να μπω. Είμαι στην άλλη σκηνή, εδώ δίπλα. Πώς πάτε εσείς;

- Εδώ είναι και φαντάροι!.. μου ψιθύρισε στ' αυτί. Τους βρήκαμε εδώ. Ο ένας νομίζω έχει πεθάνει. Είναι άλλοι, εκτός από σας;

- Δεν ξέρω...

Δίπλα στο αντίσκηνο είδα μέσα στον πάγο ένα κουτί σφραγισμένο. Είχε μέσα γάλα σκόνη. Το ξεκόλλησα απ' τον πάγο και το πήρα.

Ξαναγύρισα στους δικούς μου. Τους είπα τα νέα. Πως και οι διπλανοί ήταν όλοι οι ξένοι. Μακεδόνες αντάρτες. Σύνδεσμος ντόπιος δεν υπήρχε. Δεν ήξεραν κι αυτοί πού βρισκόμαστε. Τους είπα και για τους φαντάρους που έμειναν εδώ και τώρα ήταν ανακατεμένοι μαζί με τους δικούς μας, στην άλλη σκηνή.

Αποφασίσαμε να περιμένουμε. Αλλο τίποτα δεν μπορούσαμε να κάνουμε. Αν φεύγαμε έτσι μέσα σε κείνη τη συντέλεια, προς άγνωστη κατεύθυνση, θα κινδυνεύαμε πιο πολύ να πεθάνουμε. Αν ερχόταν ο στρατός, θα ήμασταν εμείς οι αιχμάλωτοι. Αν έρχονταν οι δικοί μας, τότε θα παίρναμε και τους στρατιώτες μαζί μας.

Τους είχα δώσει το κουτί και ένας αντάρτης έπιασε και το άνοιξε. Αλλά, πώς να το φάμε, γάλα σκόνη... Επαιρναν χιόνι, το ανακάτευαν με τη σκόνη να μουλιάσει, γινόταν μια λάσπη παγωμένη και έβαζε ο καθένας από μια δαχτυλιά στο στόμα του...

Ετσι, περιμέναμε άπραγοι ώρες ατέλειωτες, μέσα σε κείνο το αντίσκηνο - σωτηρία και παγίδα μαζί - μισοπεθαμένοι - μισοζωντανοί, ποιος ξέρει σε πόσους βαθμούς κάτω από το μηδέν, με μόνη "θέρμανση" τα κορμιά μας και τα χνότα μας...

Ξαφνικά, μέσα στο βουητό της χιονοθύελλας και στα σφυρίγματα του αέρα, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Μια ριπή αυτόματου κακάρισε δίπλα μας. Φωνές κι αναταραχή στο διπλανό αντίσκηνο.

- Εξω όλοι! Και ψηλά τα χέρια! Πετάξτε τα όπλα. Βούλγαροι!..

Μια παγερή σιωπή απλώθηκε μέσα στο αντίσκηνό μας... Ηρθαν οι "άλλοι". "Ολα τέλειωσαν"...

- Οποιαδήποτε αντίσταση είναι μάταιη, είπε κάποιος δικός μας. Ο Τσιρώνης ίσως, ή ο μπαρμπα - Μήτσιος.

Και πραγματικά, ήταν αδύνατη οποιαδήποτε αντίσταση, στην κατάσταση που βρισκόμασταν και εμείς και τα όπλα μας.

Εφτασαν και σε μας. Μια κάννη αυτόματου γυάλισε στη σχηματιά του αντίσκηνου.

- Ολοι έξω!.. ούρλιαξε άγρια ο "κυβερνητικός".

Βγήκαμε ένας - ένας, προσπαθώντας να στηριχτούμε στα ξυλιασμένα πόδια μας.

Ηρθαν κι άλλοι, μας κύκλωσαν, με τα όπλα γυρισμένα απάνω μας. Ηταν ντυμένοι γερά με χλαίνες και με κουκούλες στα κεφάλια. Μονάχα τα μάτια τους φαινόντουσαν.

Μας συγκέντρωσαν, όσο γινόταν πιο γρήγορα, δικούς τους και δικούς μας και μας έσπρωξαν σ' ένα μονοπάτι που κατηφόριζε απότομα.

ΑΥΡΙΟ ΤΟ 5ο ΜΕΡΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ