Αποκαλυπτικά τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ για το κόστος ένταξης στην ΕΟΚ και την ΟΝΕ που πλήρωσε η ελληνική αγροτική οικονομία και ειδικότερα τα μικρομεσαία αγροτικά νοικοκυριά
Εξετάζοντας κανείς αναλυτικά τα στοιχεία της ΕΣΥΕ για το 1999, βλέπει καθαρά ότι η δραματική επιδείνωση του ελλείμματος οφείλεται στη μεγέθυνση του ανοίγματος του γεωργικού ισοζυγίου με τις χώρες της ΕΕ, κάτι που συνέβη άλλωστε και τα προηγούμενα χρόνια. Το 1999 το έλλειμμα προς τις χώρες της ΕΕ ήταν 377,9 δισ. δραχμές, ενώ αντίθετα με τις τρίτες χώρες παραμένει θετικό και παρουσίασε πλεόνασμα 115,6 δισ. δραχμές. Το πλεόνασμα αυτό ήρθε να μειώσει κάπως το έτσι κι αλλιώς τεράστιο έλλειμμα με τις χώρες της ΕΕ. Οσον αφορά τα έτη 1996, 1997 και 1998 το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο με όλο τον κόσμο ήταν 131,3 δισ., 280,8 δισ. και 317,6 δισ. δραχμές. Αντίστοιχα, για τις χώρες της ΕΕ για τις τρεις αυτές χρονιές ήταν 238,4 δισ., 370,2 δισ. και 430,5 δισ. δραχμές. Απεναντίας το ισοζύγιο με τις τρίτες χώρες ήταν πλεονασματικό κατά 107 δισ. το 1996, 89,4 δισ. το 1997 και 112,9 δισ. δραχμές το 1998.
Από το παραπάνω συμπεραίνεται για άλλη μια φορά το μέγεθος των αρνητικών επιπτώσεων από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και μετέπειτα στην ΕΕ, γεγονός που έρχεται να «δέσει» με τα καταστροφικά μέτρα των επιτελείων των Βρυξελλών, σε βάρος των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Πριν την ένταξη, το γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο ήταν πλεονασματικό κατά δεκάδες δισ. Για παράδειγμα, το 1980, το πλεόνασμα του ισοζυγίου με τις χώρες της ΕΟΚ ήταν 6 δισ. δραχμές. Το 1981 - πρώτη χρόνια της ένταξης - έγινε ελλειμματικό κατά 10 δισ. δραχμές, το 1982 κατά 20 δισ., το 1994 κατά 272,9 δισ., για να φτάσει το 1997, σε σύγκριση πάλι με τις χώρες της ΕΕ, τα 370,2 δισ. και το 1999 τα 377,9 δισ.
Η οδυνηρή αυτή πραγματικότητα καταρρίπτει το επιχείρημα των υποστηρικτών της ένταξης και παραμονής της χώρας μας στην ΕΕ και ότι αυτό θα εξασφάλιζε μια μεγάλη και δυναμική αγορά 300 εκατομμυρίων πλούσιων Ευρωπαίων καταναλωτών για τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα. Και αποδείχνει ότι η χώρα μας λειτούργησε ως μια καλή αγορά για τα αγροτικά προϊόντα των χωρών της ΕΕ, κυρίως ζωοκομικά, και στα δικά μας εξασφαλίστηκε η «αγορά» των χωματερών, που συγκαλύφτηκε με τα «αργύρια» των επιδοτήσεων, τα οποία όμως τώρα η «Ατζέντα 2000» και ΟΝΕ εξαλείφουν. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η εξέλιξη του ελλείμματος του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μας με τις χώρες της ΕΕ δείχνει και την αλλαγή του εμπορικού προσανατολισμού, που προκάλεσε η ένταξη και παραμονή της χώρας μας στην ΕΕ. Γιατί η χώρα μας, στα πλαίσια της κοινοτικής προτίμησης, υποχρεώθηκε να αγοράζει, για παράδειγμα, τα ζωοκομικά προϊόντα (κρέατα, γάλατα κ.ά.) από τις χώρες της ΕΕ σε τιμές πολύ μεγαλύτερες από αυτές που θα μπορούσε να τα αγοράσει από τρίτες χώρες. Πρέπει δε να σημειώσουμε ότι αυτή η εξέλιξη στο σύνολό της έπληξε τα μικρομεσαία αγροτικά νοικοκυριά, τα οποία αντικειμενικά δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν σ' αυτές τις συνθήκες.
Αναφορικά με τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν το υπερέλλειμμα του 1999 φαίνεται ότι για άλλη μια χρονιά καταβλήθηκαν υπέρογκα ποσά για εισαγωγές από τις χώρες της ΕΕ. Στον κτηνοτροφικό τομέα δαπανήθηκαν: Για ζώντα ζώα 17,2δισ., για κρέατα 208,9 δισ. και για γάλα - αβγά 151,6 δισ. δραχμές. Το έλλειμμα στα παραπάνω προϊόντα, πάντα σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ, φτάνει αντίστοιχα τα 17,206,8 και 122,8 δισ. δραχμές. Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η κτηνοτροφία στη χώρα μας, αντί να ενισχυθεί, οδηγείται στον αφανισμό με ρητές εντολές των επιτελείων των Βρυξελλών.
Παράλληλα, η αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ επιφέρει ολέθριες αρνητικές επιπτώσεις σε μια σειρά αγροτικά προϊόντα, όπως τα δημητριακά, που δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα μετά την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 και θα δεχτούν στο εξής ακόμα μεγαλύτερα χτυπήματα από την «Ατζέντα 2000». Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται και στο γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο, αφού φαίνεται καθαρά ότι εξαγωγές σε σιτηρά και καλαμπόκι έδωσαν τη θέση τους στις εισαγωγές. Ετσι, το 1999 το ισοζύγιο στα δημητριακά εμφανίζεται δραματικά ελλειμματικό και έφτασε τα 59,7 δισ., ενώ το 1998 ήταν 58,7 δισ. και το 1997 30 δισ. δραχμές. Πιο ειδικά με τις χώρες της ΕΕ το έλλειμμα στα δημητριακά έφτασε το 1999 τα 71,9 δισ. όταν το 1998 ήταν 69,9 δισ. και το 1997 44,7 δισ. δραχμές. Και τα δημητριακά δεν είναι το μόνο παράδειγμα. Τραγελαφική είναι η κατάσταση που διαμορφώθηκε στον καπνό, όπου η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα της ΕΕ: Το 1999 το έλλειμμα με τις χώρες της ΕΕ έφτασε τα 23,7 δισ. δραχμές, από 4,7 δισ δραχμές που ήταν το 1997, ενώ και πριν το 1992 κι εδώ το ισοζύγιο ήταν πλεονασματικό.