Αδιάψευστη «απόδειξη» αυτής της πολύμορφης και πολύσημης λειτουργίας του ρούχου αποτελεί η έκθεση «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ (Εντυπες πηγές του 16ου-19ου αιώνα από τη συλλογή Ι. Δ. Κοιλαλού)», που παρουσιάζει (έως 12/11) το Μουσείο Μπενάκη (Κουμπάρη 1), όπως και η ομώνυμη, δίγλωσση, επιστημονική έκδοσή του. Στην έκθεση παρουσιάζονται 200 περίπου από τα συνολικά 520 έντυπα έργα που περιλαμβάνει η πρόσφατα δωρισμένη στο Μουσείο Μπενάκη συλλογή του Ι. Δ. Κοιλαλού. Ετσι, με αυτή τη δωρεά, η συλλογή του Μουσείου Μπενάκη αριθμεί, πλέον, 1.600 έντυπες παραστάσεις ελληνικών ενδυμασιών, αριθμός ικανότατος για τη διεξαγωγή της ενδιαφέρουσας μελέτης που έκανε η επιμελήτρια της έκθεσης, συγγραφέας του τόμου και επιμελήτρια του Τμήματος Χαρακτικών και Ζωγραφικής του Μουσείου Μπενάκη, Φανή - Μαρία Τσιγκάκου.
Ο τόμος, που προλογίζεται από τον διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, Αγγελο Δεληβοριά, τον συλλέκτη Ιωάννη Δ. Κοιλαλού και την Λεονόρα Ναβάρι, περιλαμβάνει βιβλιογραφία, ευρετήρια κυρίων ονομάτων, τοπωνυμίων και θεμάτων, ενώ οι φωτογραφίες είναι του γιου του συλλέκτη, Δημήτρη Κοιλαλού.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στο αγροτικό περιβάλλον της προπολεμικής Χίου, με συγγενείς ξενιτεμένους, ο Ι. Δ. Κοιλαλούς από παιδί άρχισε να συλλέγει γραμματόσημα. Μεγαλώνοντας και επί 30 χρόνια, συνέλεγε έντυπα που εικόνιζαν λαϊκές ενδυμασίες της νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως στο διάστημα τριών αιώνων τα αποτύπωναν ξένοι περιηγητές, σε χαρακτικά.
Ανάμεσα στις ποικίλες οπτικές μαρτυρίες ξένων περιηγητών από την Ελλάδα κατά τη φραγκοκρατία και τουρκοκρατία, οι απεικονίσεις ενδυμασιών κατέχουν ξεχωριστή θέση. «Η φαντασία στη σύνθεση των διαφόρων κομματιών που απαρτίζουν την ελληνική φορεσιά, οι τολμηροί χρωματικοί συνδυασμοί, η σπάνια μορφολογική ποικιλία, η οπτική φαντασμαγορία και ο πλούτος των περίτεχνων κοσμημάτων έθελγαν το μολύβι των ξένων», επισημαίνει η Φανή - Μαρία Τσιγκάκου. Από τα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου πλήθος ξένοι περιηγητές επισκέπτονται τη σκλαβωμένη Ελλάδα και, γυρίζοντας στις πατρίδες τους, συμβάλλουν στην «πλημμυρίδα» της ταξιδιωτικής βιβλιοπαραγωγής. Ετσι στις πολυπληθείς εικονογραφημένες εκδόσεις «αφθονούν» οι μαρτυρίες του πολύμορφου «ελληνικού ενδυματολογικού ρεπερτορίου». Μαρτυρίες, όχι μόνο για ενδύματα ιστορικών προσώπων, επωνύμων και μη, ανδρών και γυναικών, ενδύματα που αντανακλούν την οικονομικο-κοινωνικο-ταξική θέση του εικονιζόμενου προσώπου, αλλά και ανθρωπίνων συνόλων, στον οικιακό (λ.χ. ομάδες γυναικών που γνέθουν, υφαίνουν, ράβουν, βοηθούν σε γέννα και άνδρες που καπνίζουν) και στο δημόσιο χώρο, σε ομαδικές δραστηριότητες (λ.χ. πανηγύρια, παραδοσιακούς χορούς, γάμους, κηδείες κλπ.), παιδιών και επαγγελμάτων (ψαράς, ναυτικός, έμπορος, στρατιωτικός κλπ.).
Τα χαρακτικά της συλλογής του Ι. Δ. Κοιλαλού προέρχονται- εκτός από όσα κυκλοφόρησαν σε μονόφυλλα - από εικονογραφημένες περιηγητικές εκδόσεις στο διάστημα τριών αιώνων. Οι εικόνες των εκδόσεων αυτών, κατά τη μελετήτρια, αποκαλύπτουν και «τον τρόπο εργασίας όχι μόνο των σχεδιαστών, αλλά και των χαρακτών και των εκδοτών» και παράλληλα αναδεικνύουν «το θεσμικό και κοινωνικό πλαίσιο παραγωγής και διακίνησης των εντύπων εικόνων, οι οποίες συγκροτούν μια ενδιαφέρουσα κατηγορία εικαστικών προϊόντων μαζικής κατανάλωσης» από τους Ευρωπαίους φιλαναγνώστες και φιλέλληνες στη διάρκεια αυτών των αιώνων.
Η πλουσιότατη έντυπη ενδυματολογική εικονογράφηση διακρίνεται σε δύο βασικές κατηγορίες. Οπως επισημαίνει η μελετήτρια, η μία, με «στερεότυπες φιγούρες» αφορά στην απεικόνιση της φορεσιάς. Η δεύτερη κατηγορία «εκφράζει μια πιο "εσωτερική" προσέγγιση, που στοχεύει στην προσπάθεια να απεικονιστεί ο άνθρωπος-φορέας της ενδυμασίας, ενταγμένος στο οικιακό, αστικό ή φυσικό του περιβάλλον, είτε στον τόπο καταγωγής του, είτε σε στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής ή σε εκδηλώσεις του κοινωνικού του πλαισίου. Οι απεικονίσεις αυτού του είδους είναι αφ' ενός ελκυστικότερες εικαστικά, αφ' ετέρου προσφέρουν στοιχειώδεις ενδείξεις για τον ιδιωτικό ή το δημόσιο βίο, είτε τον φυσικό χώρο μέσα στον οποίο ζουν και δρουν οι φορείς των ενδυμασιών(...). Συνισταμένη των πρακτικών και αισθητικών αναγκών των κατοίκων, η ελληνική ενδυμασία ξεπερνάει τους στόχους της ένδυσης ή του καλλωπισμού και αποκρυσταλλώνει το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον του ελλαδικού χώρου».