Κυριακή 1 Οχτώβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Μια παράξενη σκιά...

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η ζωή μου, όλα τα χρόνια που εργάζομαι και υπάρχω, πότε στη θάλασσα, πότε στη στεριά, ρέει μέσα σε μια παράξενη σκιά... Οχι, μη νομίσετε ότι η διαπίστωση αυτή σημαίνει πως είμαι δυστυχισμένος. Το αντίθετο, μάλιστα. Παρά την ασαφή μελαγχολία και το διαρκή προβληματισμό, νιώθω σαν ένα περίεργο παιδί στο ξεκίνημα μιας καινούριας, πολλά υποσχόμενης, μέρας. Ισως το φαινομενικά ασυμβίβαστο - παράξενη σκιά και αισιόδοξη απαντοχή - να προέρχεται από το δικό μου επάγγελμα. Συχνά δε λέμε ότι η ενασχόληση με έναν τομέα δραστηριότητας μας σφραγίζει και ως χαρακτήρες μας διαμορφώνει; Λοιπόν, εγώ είμαι θαλασσινός και μάλιστα από καρδιάς. Οδυσσέας, αν μου επιτρέπετε να αναφερθώ στον μακρινό των ομοτέχνων μου πατέρα! «Κάθε λιμάνι και καημός...», θα μου πείτε, όμως ακόμα και αυτή την άποψη αν κουβεντιάσουμε, δε θα κάνω ούτε βήμα πίσω. Θέλω να πω, δε θ' αλλάξω τη γνώμη μου. Παρά τα δεινά του επαγγέλματος, είμαι ένας ...παθιασμένος ναυτικός, λατρεύω τα απέραντα πέλαγα, των λιμανιών τα σκληρά πρόσωπα, των σειρήνων το μαυλιστικό, συγχρόνως σπαραχτικό, τραγούδι... Ομως, πάντα σέρνω πίσω μου ετούτη τη σκιά, λες και πάνω στο κεφάλι μου, στο βάθος του μυαλού μου, στης καρδιάς μου τα φύλλα βαθιά κουρνιάζει σαν ομίχλη, υγρή και αδιαπέραστη, μια απόμακρη καταχνιά... Κάτι σαν ανερμήνευτη του πεπρωμένου σφραγίδα, που - όταν τα αντανακλαστικά μου δεν είναι σε επιφυλακή για άξια λόγου άμυνα - με τρομάζει. Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές των ωκεανών οι αστροφεγγιές γίνονται κοιλάδες μυστηριώδους φόβου και η ψυχή μου τρέμει πως γρήγορα θα χαθεί στη δίνη φονικής φωτιάς. Τώρα θα με ρωτήσετε σίγουρα. πότε άρχισε αυτό το κακό, το πούσι που κατά καιρούς κάθε ικμάδα της ζωής μού ρουφάει... Στο σημείο ετούτο τίποτα δεν μπορώ να σας πω. Πάντα, ακόμα και όταν ο ίδιος θέτω στον εαυτό μου την ερώτηση, μόνο δυο λέξεις καταφέρνω να σκεφτώ: δε θυμάμαι. Και μακάβριο αρχίζει να ξετυλίγεται της οικογενειακής μου ιστορίας το κουβάρι το τραγικό.

- Παιδάκι μου, γιατί σκοτείνιασαν τα μάτια σου τα γαλανά;

Ετούτα τα δακρυσμένα λόγια της μάνας μου με στοιχειώνουν, όσο και αν βρίσκομαι από το νησί μας μακριά, έστω και αν με χωρίζουν από την πραγματικότητα όλοι οι ωκεανοί του κόσμου... Πάνω στα φτερά του χρόνου πέταξαν πέντε δεκαετίες σαν πουλιά, όμως εκείνη την πανάρχαιη, σκληρή μέρα ποτέ δεν μπόρεσα να την ξεχάσω. Πολλά χρόνια είχαν περάσει από το τέλος του πολέμου του εμφύλιου... Μερικοί τον ονόμαζαν τότε με απέχθεια «Συμμοριτοπόλεμο». Οταν άκουγε την ονομασία αυτή της μάνας μου ο αδερφός, ο θείος ο Γεράσιμος, άστραφτε και άνοιγε της συζήτησης τα πανιά... Συμμοριτοπόλεμος, ακριβώς. Μόνο επιτρέψτε μου μια μικρή, απειροελάχιστη διευκρίνιση, για να πιάσουμε το κατάλληλο τέμπο μιας λογικής κουβέντας. Ποιος είναι ο συμμορίτης; Δώστε μου, σας παρακαλώ, τον ορισμό. Συμμορία φυσικά δεν πιστεύω να θεωρείτε την αγωνιζόμενη Ελλάδα, ούτε τους γενναίους που κοίταζαν κατευθείαν στα μάτια των Γερμανών τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Σωστά; Συμμορίτες ήταν κάποιοι άλλοι... Είναι γνωστά αυτά, στο πετσί μας τα ζήσαμε. Στο σημείο ετούτο έκλεινε συνήθως η ανταλλαγή απόψεων, προτού καν αρχίσει. Κανείς δεν ήθελε ή δεν μπορούσε κάτι να πει, είτε γιατί δε διέθετε επιχειρήματα, είτε γιατί είχε με τον προλαλήσαντα συμφωνήσει. Ασε τους κινδύνους που έκρυβαν εκείνοι οι καιροί. Και ένα τραγούδι ακόμα μπορούσε δουλιές με την εξουσία να σου ανοίξει, όχι μια απάντηση σε ερώτημα τόσο δύσκολο και αιρετικό. Ο τόπος μας, εξάλλου, είναι μικρός και όλοι είχαν εκπροσώπους των δύο αντιμαχομένων παρατάξεων γνωρίσει. Επομένως, η απάντηση ήταν αυτονόητη και ως εκ τούτου περιττή. Βλέπετε, λοιπόν; Πανηγύριζε ο Γεράσιμος... Πολλά χρόνια είχαν περάσει από το τέλος του εμφύλιου, λοιπόν. Ημουν πια στα δώδεκα, το φθινόπωρο θα πήγαινα στο Γυμνάσιο.

- Γιόκα μου, εσύ είσαι το στήριγμά μου το μικρό..., με καμάρωνε η μάνα μου κι εγώ ένιωθα ακόμα δυνατός, από τις φουρτούνες της ζωής προφυλαγμένος. Η κακότυχη ήθελε να μου εμφυσήσει για τον πατέρα μου σεβασμό και έλεγε και ξανάλεγε πως εκείνος είναι το στήριγμά της το σοβαρό, το μεγάλο. Σοβαρός και μεγάλος ήταν ο γεννήτοράς μου, δηλαδή. Η γνώμη της με μπέρδευε, όσο και αν ήμουν άπειρος. Παράξενος επιθέτων συνδυασμός, τέτοιος που δεν μπορούσα ακριβώς να καταλάβω. Εξάλλου, τυχαία ακούσματα είχαν διευκρινίσει μέσα μου εκείνο το άλλο του άντρα της χάρισμα: «ξακουστός». Μικρός είναι ο τόπος μας ο θαλασσινός, όμως γρήγορα έμαθα για του σπουδαίου πατέρα μου τα έργα. Παρατρεχάμενος Αγγλων και Γερμανών, έτσι τον έλεγαν και τόνιζαν πως εκείνους τους καιρούς η λέξη ετούτη, η περιφρονημένη και κάπως κωμική, σήμαινε τον προδότη. Ετσι μεγάλωσα εγώ και σιγά - σιγά υλοποιήθηκε μέσα μου κάποιο βάρος. Η περίφημη σκιά, γκρίζα και διαπεραστική, συχνά βέλος φαρμακερό. Πόσες φορές δε με άρπαζαν άλλοτε δυνατές, άλλοτε χαμηλόφωνες κουβέντες, όμως πάντα σχεδόν είχαν το ίδιο επιμύθιο... Ελα, ορέ, άστα πια αυτά. Τι φταίει ετούτο το παιδάκι, που του 'λαχε τέτοιος γονιός. Οι συμπατριώτες δεν είχαν ξεχάσει, ούτε βεβαίως συγχωρήσει. Ακόμα μαυροφόραγαν μανάδες, άπονα είχε θεριστεί της νιότης του νησιού μας ο ανθός, άσε των Ιταλών τη φριχτή εκατόμβη. Και μετά, με τον εμφύλιο σπαραγμό; Δε θέλω να τα αναφέρω αυτά, γιατί πολύ πονάω. Ομως, το ρόλο του πατέρα μου δεν μπορώ να τον αγνοώ, δε γίνεται να τον κρύβω, όπως κάνει η γάτα με το περιττωματικό της υλικό! Ο γεννήτοράς μου ήταν παρών σε κάθε συμβάν φοβερό, και της γειτονιάς μας ακόμα ο μεγάλος τρόμος. Από μικρός δίσταζα να τον αγαπώ, όμως ούτε και τον μισούσα. Ενιωθα, πώς να σας πω, σαν να τον είχα βάλει στα ...υπόψη. Και έλπιζα ότι ο ίδιος κάποτε θα σκεφτεί, θα βρει τον καιρό, θα μου μιλήσει ανοιχτά, θα πει τους λόγους του κι εγώ, έστω κι αν σκέφτομαι αλλιώς, θα βρω τη δύναμη να συγχωρήσω... Τι κρίμα, δε μου έδωσε τούτη τη χάρη ο καιρός...

Ηδη πήγαινα στο Γυμνάσιο, όταν απροετοίμαστο με βρήκε το κακό, μάλιστα απάνω στη χαρά και στο παιχνίδι. Ελεύθερος και, παραδόξως, ευτυχής έκανα μπάνιο στον Πλατύ Γιαλό. Η αδερφή μου, κάπου στα οχτώ, μάζευε πάνω στην άμμο την ξανθή πολύχρωμα βότσαλα, υλικό μαγικό που της χρειαζόταν για να φτιάξει περιδέραια... θα είναι του κόσμου τα πιο όμορφα, από τον ήλιο και το φεγγάρι πιο λαμπερά... Ετσι κελαηδούσε μαζί με τις φίλες της, που μπαινόβγαιναν στα δροσερά νερά τινάζοντας διαμαντένιες σταγόνες από τα μαλλιά τους. Κάποια στιγμή, σαν να με τύλιξε, κουβέρτα μαύρη, η σιωπή. Με ρούφηξε η σκιά, φοβήθηκα και ήταν σαν να βουλιάζω σε επικίνδυνης καταβόθρας το χάος. Αμέσως, σχεδόν σε ένα δευτερόλεπτο, μικρό πλήθος πλημμύρισε την παραλία. Ανθρωποι, άγνωστοι και γνωστοί, με υγρά δάχτυλα μας έδειχναν. Εμένα και τη μικρή μου αδερφή. Να, εκεί κολυμπάνε τα δυο του παιδιά..., πληροφόρησε κάποια γνωστή χωρίς κανείς να τη ρωτήσει... θυμάμαι την άμμο... Από των περίεργων τα βήματα δεν ήταν πια ξανθή, τώρα έμοιαζε με καυτή πηχτή λάβα. Εχωσα μέσα της τα πόδια μου και μια μελαγχολική ηρεμία με άγγιξε. Της δόθηκα απόλυτα, γιατί μου φάνηκε παρηγορητική.

Μήνες πέρασαν, ώσπου να καταλάβω τι ακριβώς είχε συμβεί. Αγωνίστηκα για να δέχομαι απλά, ανθρώπινα, κάθε καινούρια μέρα... Να ξαναρχίσω την κανονική μου τη ζωή. Στην κηδεία του πατέρα μου, πολύς κόσμος είχε συγκεντρωθεί, παλιοί φίλοι, συγγενείς, μαζί και οι αρχές του τόπου. Πάνω σε ένα μαξιλαράκι πρασινωπό, χρύσιζαν του μεταστάντος τα παράσημα, σεμνό μεγαλείο, έδωσαν στην τελετή μερικές τουφεκιές. Και πάλι με άγγιξαν οι ψίθυροι... Ο θείος ο Γεράσιμος το είπε φωναχτά! Ιδού οι αποδείξεις..., έλεγε και ξανάλεγε, δείχνοντας γαλονάδες και παρατρεχάμενους. Γυρίζοντας στο σπίτι, η μάνα μου του παραπονέθηκε πως της μαχαιρώνει την καρδιά. Και τότε, καταμελάχρινη και ευθυτενής, σαν αρχαία ιέρεια, πήρε το λόγο του πατέρα μας η αδερφή. Δάκρυα έτρεχαν από τα μεγάλα της τα μάτια. - Μαρίνα, πάψε σε παρακαλώ τους θρήνους. Κατατρόμαξαν οι άλλες οι γυναίκες, συγγένισσες και γειτόνισσες απλές. Αποκαταστάθηκε του σύμπαντος η τάξη..., έκραξε η θεία Αυγούστα μέσα από τα κλάματα. Η Νέμεση τον θέρισε με δίκαιο σπαθί... Είπε και βούλιαξε στο βαρύ της καημό μουρμουρίζοντας... Μάχαιρα έδωσε, μάχαιρα έλαβε... Αγιε, πονάω. Βόηθα να φύγει απ' τα παιδιά του το σημάδι το φριχτό. Του προδότη το σημάδι. Φτάνει. Δώσε μας ειρήνη...

Και σήμερα, πολλά χρόνια μετά, εξακολουθώ να βουλιάζω στο άρρητο. Χάνομαι στην προσπάθεια ερμηνείας εκείνου του συμβάντος. Η Αυγούστα είναι στη γνώμη της αμετακίνητη. Δεν έσκασε τυχαία στα χέρια του πατέρα μου η χειροβομβίδα η θανατερή. Δεν ήταν ατύχημα που τον έκανε κομμάτια. Ηταν η δίκαιη για τα εγκλήματά του πληρωμή. Μάχαιρα έδωσε, μάχαιρα έλαβε. Πλήρωσε με τη ζωή του το χρέος, πολύ φτηνά, γιατί δεν αγοράζεται το άδικο, ούτε με του φονιά το χαμό...

Αυτή είναι της αδερφής η παρηγοριά, όμως για μένα δύσκολη είναι η οδός προς τη γαλήνη. Νιώθω ακόμα βαριά πάνω μου τη σκιά, καμιά φωνασκία των ομοϊδεατών του πατέρα δεν τη σβήνει. Εγώ, που χαράχτηκα από τον πόνο και την ντροπή πολύ βαθιά, ακόμα με τα φαντάσματα και την Ιστορία παλεύω. Ελπίζω πως κάποτε θα φτάσω στων δύσκολων διαλογισμών την έξοδο και θα νικήσω της ψυχής μου την καταχνιά. Και τότε θα 'μαι έτοιμος εγώ, ο γιος, για την περιπόθητη της θλίψης μου παρηγοριά και για την ξεκάθαρη απέναντι στους αδικοχαμένους μάρτυρες δική μου ευθύνη.


Της
Λίζας ΚΟΝΤΟΜΙΧΑΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ