Μια πρώτη παρατήρηση, είναι η επάρκεια που θεωρούν ότι έχουν οι κατά βάση νεαροί σκηνοθέτες στη συγγραφή σεναρίου και επόμενα για το επίπεδο καλλιέργειας και παιδείας τους, αφού το σενάριο αποτελεί ίσως το βασικότερο υλικό και την «αφετηρία» για να «σταθεί» μια ταινία.
Γεγονός που θέτει, για άλλη μια φορά, το επίμαχο θέμα της κινηματογραφικής παιδείας, όπου τις τελευταίες δεκαετίες οι άνθρωποι και οι φορείς του εγχώριου κινηματογράφου κουράστηκαν να ζητούν τα ίδια πράγματα. Π.χ. την αναγκαιότητα δημιουργίας Ακαδημίας Κινηματογράφου, εισαγωγή του μαθήματος του Κινηματογράφου σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, αύξηση των χρημάτων που δίνονται στον κινηματογράφο και τον πολιτισμό γενικότερα κλπ, χωρίς τίποτα σχεδόν να γίνεται, ή με το να γίνεται κάτι με αργά και δειλά βήματα, όπως η Σχολή Κινηματογράφου στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, με μύρια προβλήματα, μέχρι τώρα, στη λειτουργία της, η οποία, σε καμιά περίπτωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί Ακαδημία Κινηματογράφου.
Μια δεύτερη παρατήρηση: Περισσότερες από τις μισές ταινίες από τις 33 ήταν ανεξάρτητες παραγωγές (δεν τις χρηματοδότησε η ΕΡΤ ή το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου). Προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι νέοι δημιουργοί δεν περιμένουν, όπως παλιότερα, στην «επετηρίδα» του Κέντρου και της ΕΡΤ για να κάνουν ταινίες, αλλά το τολμούν με ανεξάρτητους παραγωγούς ή μόνοι τους. Γεγονός, που υπό κάποιους όρους και προϋποθέσεις, μελλοντικά μπορεί να οδηγήσει σε έναν περισσότερο αντικομφορμιστικό κινηματογράφο.
«Μπαχ και Μπουζούκι» της Αγγέλας Μυλωνάκη |
Η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας στο στάδιο παραγωγής μιας ταινίας, που μικραίνει σημαντικά το συνολικό κόστος της, μπορεί να αποτελέσει και αποτελεί ήδη μία «λύση» στο πρόβλημα. Ομως, η υποχρέωση των δημιουργών να προβάλλουν τις ταινίες τους σε φιλμ, εκτοξεύει υψηλά το κόστος, που αν συνδυαστεί με το ότι η ταινία μικρού μήκους δεν έχει δυνατότητα να αποσβέσει αυτό το κόστος, αφού δεν εισέρχεται σχεδόν ποτέ στη διανομή, καθιστά απαγορευτική τη δυνατότητα εμπλοκής με τον κινηματογράφο νέων από τα φτωχά λαϊκά στρώματα ή αλλοδαπών, οι οποίοι θα μπορούσαν να δώσουν μια νέα αντικομφορμιστική πνοή στον κινηματογράφο μας.
Ετσι, η δυνατότητα προβολής των ταινιών σε ψηφιακή μορφή δείχνει να επιβεβλημένη, έστω με τον τρόπο που προτείνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Αντώνης Παπαδόπουλος - τη δημιουργία ειδικού τμήματος, χωρίς όμως να καθορίζει το πότε.
Από τη θεματολογία των ταινιών με ενότητες για τη βίωση και υπέρβαση της μοναξιάς, την κρίση στις σχέσεις του ζευγαριού, για το παιδί - επίκεντρο της οικογενειακής και κοινωνικής βίας και με όψεις της καθημερινότητας στην πόλη, μια «πειραματική» ταινία («Περί των όπλων κρίσις» βασισμένη στο σοφόκλειο «Αίαντα») και μια ταινία animation («Animal Behaviour»), προκύπτει ότι οι νέοι δημιουργοί καταπιάνονται με ευαισθησία με ζητήματα που απασχολούν έντονα τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Βέβαια, τις περισσότερες ταινίες διαπερνά μια πικρή γεύση και απαισιοδοξία, ενώ σε αρκετές έντονο ρόλο παίζει το στοιχείο του θανάτου και της αυτοκτονίας. Πάντως, η στροφή των νέων Ελλήνων κινηματογραφιστών σε ταινίες κοινωνικού προβληματισμού, πέραν οποιαδήποτε ένστασης, πρέπει να αντιμετωπιστεί θετικά, καθώς μπορεί, σταδιακά, να οδηγήσει τον κινηματογράφο μας έξω από την ομφαλοσκόπηση, από την οποία πάσχει.
«Νάρκες» του Χρήστου Νικολέρη |
Αυτή, ακριβώς, η απουσία μαχητικής διάθεσης από τα περισσότερα πρόσωπα των ταινιών αδυνατίζει τη δυναμική τους, χωρίς όμως να την εξαφανίζει, όπως στην περίπτωση της ταινίας του Μπουγιάρ Αλιμάνι. Δημιουργείται, όμως, η ανάγκη, μετά την κατάκτηση ικανοποιητικού επιπέδου τεχνικής αρτιότητας των ταινιών -«στροφής» προς κοινωνικού προβληματισμού ταινίες, να επιτευχθεί και η μετάβαση σε ριζοσπαστικότερες ταινίες, όσον αφορά το ιδεολογικό περιεχόμενο, αλλά και τη μορφή τους. Γιατί - μια άλλη παρατήρηση είναι - απουσιάζουν τελείως οι αισθητικές, μορφολογικές αναζητήσεις και οι πειραματισμοί, με αποτέλεσμα την ολοένα και μεγαλύτερη σύγκλιση της κινηματογραφικής και τηλεοπτικής γραφής. Επίσης, σημειώνουμε την παρουσία των ταινιών «Αλήθεια» (ειδικό βραβείο Μυθοπλασίας) του Γιάννη Σακαρίδη και «Νάρκες» του Χρήστου Νικολέρη, με κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο η πρώτη και αντιμιλιταριστικό η δεύτερη.
«Το νερό και το γάλα» του Κέλσο Γκαρσία Ρομέρο |
Η πιο άρτια δραματουργικά και τεχνικά ταινία του ελληνικού διαγωνιστικού τμήματος, «Bach & Bouzouki», της ιδιαίτερα ταλαντούχας Αγγέλας Μυλωνάκη (είχε βραβευτεί στη Δράμα με το αξιολογότατο ντοκιμαντέρ «Νόνα» το 2001, ζει μόνιμα στη Γερμανία), κατάχτησε δίκαια το πρώτο βραβείο μυθοπλασίας. Αλλά η δύναμη της ταινίας θα ήταν μεγαλύτερη αν αντί του κάπως γλυκερού «happy end» υπήρχε ένα πιο ανοιχτό τέλος. Στην ταινία, που θίγει την άλλη πλευρά της μετανάστευσης (Ελληνες στη Γερμανία), δύο πατρίδες, δύο διαφορετικές αντιλήψεις και στάσεις ζωής (ό,τι πραγματικά θέλουμε στη ζωή και ό,τι μας επιβάλλεται από την οικογένεια και τις συνθήκες), δύο μουσικές κουλτούρες αντιπαλεύουν αλλά καταφέρουν να «παντρευτούν». Πολύ καλές οι ερμηνείες στην ταινία της Μαριλί Μίλια (βραβείο γυναικείας ερμηνείας) και του ηθοποιού Γιάννη Τότσικα (πρωταγωνίστησε στην «Αναπαράσταση»), στον οποίο το φεστιβάλ αμέλησε να απονείμει έστω τιμητική μνεία.
«Η πολυκατοικία» του Νικία Χρυσσού |
Η πιο ολοκληρωμένη ταινία από τις 50 όμως ανήκε στην κατηγορία «Ελληνες του κόσμου» και είχε τίτλο «Η πολυκατοικία» του Νικία Χρυσσού, που ζει στη Γερμανία. Δυνατή γραφή, δυνατό περιεχόμενο, διεισδυτική καταγραφή της σύγχρονης κοινωνίας σε μια φτωχογειτονιά της Γερμανίας. Μια σκληρή, αλλά ταυτόχρονα απολαυστική ταινία, που κέρδισε το πρώτο βραβείο στην κατηγορία της και μερικά άλλα. Το επίπεδο των ταινιών στους «Ελληνες του κόσμου» αρκετά υψηλό, όπως άλλωστε και των περισσότερων ταινιών του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος, όπου το βραβείο καλύτερης ταινίας κέρδισε η αριστουργηματική ταινία του Μεξικανού Κέλσο Γκαρσία Ρομέρο «Το νερό και το γάλα».
Και τέλος, στο σπουδαστικό τμήμα, που κυμάνθηκε σε μέτρια επίπεδα, γεγονός που επιβεβαιώνει τις παραπάνω παρατηρήσεις μας για το έλλειμμα παιδείας στη χώρα μας, ξεχώρισε η ταινία «Κούπα» του Γιάννη Μπουγιούκα, συμπαθής απόπειρα σάτιρας της γραφειοκρατίας, με ανεκδοτολογικό περιεχόμενο και καλές ερμηνείες, αλλά που δεν κάνει το ένα βήμα μπροστά, όπως γίνεται π.χ. στην ταινία του Κουροσάβα «Ο καταδικασμένος», όπου εκτός από την κατάδειξη μιας ειδεχθούς πραγματικότητας καταδεικνύεται και η δυνατότητα άρσης της.
Κοντολογίς, το 29ο ήταν ένα φεστιβάλ από το οποίο προκύπτουν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά συμπεράσματα, αλλά και σοβαροί προβληματισμοί για το μέλλον και την προοπτική του ελληνικού κινηματογράφου. Προβληματισμοί που επικεντρώνονται στο αν μπορούν οι ελληνικές ταινίες μικρού μήκους να καταστούν ριζοσπαστικότερες σε μορφή και περιεχόμενο, γιατί ο ριζοσπαστισμός και ο πειραματισμός αποτελεί (πρέπει να αποτελεί) ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των νέων ανθρώπων.