Κυριακή 24 Σεπτέμβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η Δύσπνοια!

Νιώθω μια περίεργη ασφυξία τον τελευταίο καιρό. Θέλω να αναπνεύσω και δεν μπορώ. Εχω την εντύπωση πως κάτι στέκεται ανάμεσα σε μένα και στην ατμόσφαιρα, γενικώς, και μου παίρνει τον αέρα. Και, φυσικά, δεν αδιαφορώ γι' αυτήν την κατάσταση. Και πρώτα πρώτα προσπαθώ να δω τι είναι αυτό το «κάτι» που δε μου επιτρέπει να καταναλώσω τον αέρα που μου αναλογεί. Γιατί δεν μπορεί, σκέφτομαι, να μην έχω και γω ένα μικρό μερίδιο από τον αέρα του κόσμου. Στο κάτω κάτω είμαι κι εγώ ένα «κάτι», τέλος πάντων, του απέραντου κόσμου. Αν μάλιστα επιτρεπόταν η «εξομολόγηση» στις σελίδες του «Ριζοσπάστη», θα άνοιγα την καρδιά μου και θα έβγαζα στο φως ό,τι έχω κάνει και γω για τον κόσμο αυτό. Και τότε θα συμφωνούσατε και σεις μαζί μου ότι όχι μόνο να βλέπω και να ακούω δικαιούμαι να περπατώ και να γεύομαι τις λογής ηδονές, να θυμώνω και να ονειρεύομαι, αλλά, βρε αδερφέ, δικαιούμαι και να Αναπνέω. Κι αφού είναι έτσι, και τελικά, συνειδητοποίησα ότι είμαι και γω ένας κανονικός άνθρωπος με κανονικά δικαιώματα αποφάσισα να αναζητήσω την αιτία της «δύσπνοιας». Να βρω, με άλλα λόγια, ποιος μου παίρνει το δικαίωμα να αναπνέω.

Κι αυτό σημαίνει πως έπρεπε να βρω ποιος είναι αυτός που έχει στη διάθεσή του, μέσα στα δικά του πνευμόνια, δηλαδή, το δικό μου το αέρα. Αρα, ποιος είναι αυτός που χαίρεται δυο φορές τη ζωή. Και όχι μόνο να τον βρω, αλλά και να τον ρωτήσω τι έχει κάνει παραπάνω από μένα αυτός και έχει το δικαίωμα να αναπνέει δυο φορές. Και τότε άρχισε το μεγάλο μου δράμα. Γιατί κάθε χώρο αυτής της ζωής που ερευνούσα για να βρω τον αίτιο της «δύσπνοιάς» μου, τον σφετεριστή της ζωής μου, με άλλα λόγια, έβρισκα κι από ένα. Στην αγορά, όπου αναγκαστικά, ξοδεύω μερικές ώρες από τη ζωή μου, πρόσεξα πως τα ταμπελάκια με τις τιμές όλο και μου έκοβαν για λίγο την ανάσα. Ανοιξα την τηλεόραση. Εκεί να δείτε άπνοια. Οχι μόνο αέρας δεν κυκλοφορούσε ανάμεσα σε μένα και στο «κονσερβοκούτι» της ενημέρωσης, αλλά ένα περίεργο υγρό, πηχτό και άνοστο σαν τη χαλασμένη μαρμελάδα ανέβαινε, όλο και ανέβαινε, ερχότανε μέχρι το λαιμό μου, έμπαινε μέσα από το στόμα μου, γέμιζε τα μάτια μου. Αρχισα να βλέπω περίεργα, πολύχρωμα αστεράκια, μικρά ανθρωπάκια με χειροπέδες. Να βλέπω καθισμένους πάνω σε ψηλές, γυαλιστερές καρέκλες περίεργους ανθρώπους, που τους φώναζαν οι άλλοι «κύριε υπουργέ» και «κύριε νομάρχα» και τόνιζαν, μάλιστα, το «άρχα». Κι αυτοί, με το τονισμένο το «άρχα» κουνούσαν άσπρα μαντίλια για να αποχαιρετήσουν όλα εκείνα τα μικρά ανθρωπάκια που φορούσανε χειροπέδες.

Και κει ακριβώς σηκώθηκα πανικόβλητος και έκλεισα την τηλεόραση. Ανοιξα το ψυγείο και γέμισα ένα ποτήρι πορτοκαλάδα. Και τότε άκουσα μια αυστηρή φωνή να μου λέει απειλητική. «Μη, η πορτοκαλάδα προκαλεί καρκίνο». Αδειασα το ποτήρι μου και το γέμισα με γάλα. «Μη», μου φώναξε η ίδια η φωνή «το γάλα που πίνεις το φέρνουν σε παγοκολόνες από την άνω Παταγονία». Αδειασα και πάλι το ποτήρι μου και έφυγα τρέχοντας. Σταμάτησα να βάλω βενζίνη «Οκι μπενζίνη», μου λέει ο μικρός «Αύριο έρθεις με άλλο τιμή». Στο δρόμο κόσμος πολύς, χωρίς χειροπέδες αυτός, μόνο στα χέρια κρατούσανε πανό που έγραφαν με μεγάλα κόκκινα γράμματα «Θέλουμε δουλειά. Πεινάμε». «Θέλουμε Σχολεία». «Θέλουμε την Αλήθεια» «Θέλουμε να φύγουνε Αυτοί». «Θέλουμε να μην έρθουν οι Αλλοι». «Εσύ» με ρώτησε κάποιος «Τι θέλεις». «Θέλω αέρα», απάντησα. «Θέλω να αναπνεύσω»!


Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ