Κυριακή 28 Μάη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Το ελικόπτερο

Γρηγοριάδης Κώστας

Τρίτη θαρρώ πως ήτανε, γιορτή του Αϊ - Νικόλα, επίσημη αργία στο χωριό. Τι είναι ο προστάτης μας Αγιος. Τον γιορτάζουμε δυο φορές το χρόνο, μια στην κανονική του μέρα, στις έξι του Δεκέμβρη και μια στις είκοσι του Μάη, με τρανό πανηγύρι. Το πανηγύρι του Αγιου Κόλα. Οχι πως είμαστε θαλασσινοί - τη θάλασσα την ξέρουνε όσοι απ' τους άντρες έλαχε να υπηρετήσουν τη θητεία τους στα νησιά. Υπερβολή θα πείτε! Ε, είναι και οι γυρολόγοι που με την πραμάτεια τους τριγυρνούνε ολάκερη τη χώρα. Κι αυτοί λοιπόν, στα σίγουρα, έχουνε αντικρίσει τη θάλασσα και τη συναπαντούνε. Μα να, η σχέση μας με τα πελάγη και τ' αλμυρό νερό είναι όση του Φάντη με το ρετσινόλαδο! Να φανταστείτε ότι σαν ρώτησε ο δάσκαλος στο σκολειό τους μαθητές της πέμπτης αν έχουνε δει ποτέ τους από σιμά καράβι, ο μεγαλύτερος αδελφός μου απάντησε πως όχι, αλλά σαν ασφαλτοστρωθεί ο δρόμος για το χωριό, θα 'ρθει στα σίγουρα κι αυτό, όλοι μας θα το καμαρώσουμε!

Πρωί - πρωί μας ξύπνησε η μάνα με τις φωνές της από το μαγεριό. Μα και να μη φώναζε, άλλον ύπνο δε μας επέτρεπε ο Αγιος. Πρώτα σήμανε το σήμαντρο, και προς τιμήν του πολιούχου μας ο νεωκόρος, ο Τάκης ο Μπαρτζούμας - Μπαρτζούμας είναι το παρατσούκλι του, άγνωστο γιατί, πάντως σε μας, από παράδοση ο κάθε αρσενικός από πέντε χρονώ κι απάνω πρέπει να 'χει το «παραγκώμι» του - έβαλε τη μαεστρία του: στην αρχή αργά «τακ - τουκ, τακ - τουκ», στη συνέχεια πιο γρήγορα κι ύστερα πολύ γοργά σε ξέφρενο ρυθμό, που 'μοιαζε με το παίξιμο κάποιου ταλαντούχου τυμπανιστή σε μυστηριακή γιορτή κάποιας φυλής στη μακρινή Αφρική. Κατόπιν ακολούθησε η καμπάνα με το μονότονο ήχο της ντιν - νταν, ντιν - νταν, θέλαμε δε θέλαμε, λοιπόν, πετάξαμε από πάνω μας με τον αδερφό μου τη βαριά, χοντρή, ολοπόρφυρη φλοκάτη. Γοργά - γοργά και με τσιμπλιασμένα μάτια τοιμαστήκαμε για το σκολειό κι από κει σε τριάδες, με το δάσκαλο δίπλα μας αυστηρό και βλοσυρό μαθητοβοσκό, κινήσαμε για την εκκλησιά. Ο παγωμένος αγέρας ανέμιζε σκόρπιες τις τελευταίες ψιλές χιονονιφάδες κι απόδιωχνε το μολυβένιο χρώμα τ' ουρανού αναδείχνοντας ολόγυρα το πάλλευκο απλωμένο πέπλο του χιονιού σαν αλαφροστρωμένη φρέσκια άχνη. Κι όσο ανασηκωνόταν τριγύρω το μολύβι, σαν να μην είχε άλλη καταφυγή, θρονιαζόταν μέσα μου σιγά - σιγά, σιμώνοντας στον Αϊ Νικόλα. Τι ήταν σήμερα η σειρά μου να βγω καταμεσής στο σπίτι του Αγιου, κάτω απ' τη σκέπη του Παντοκράτορα ν' απαγγείλω το «πιστεύω»! Τιγκαρισμένη η εκκλησιά όσο καμιά άλλη φορά, στριμωχτήκαμε πλάι στο δεξιό ψάλτη. Τα παράθυρα χνωτισμένα δε σου άφηναν κανένα περιθώριο επαφής με την έξω φύση. Με σφιγμένη την καρδιά, τ' ανήσυχο βλέμμα μου τριγύρισε φευγαλέα με δέος στο δάσκαλο, ύστερα κοντοστάθηκε για λίγο στο φίλο μου και για την περίσταση υποβολέα, το Γιώργη, και κατόπι αγκιστρώθηκε στην εικόνα του Αγιου αποζητώντας τη συνδρομή του. Πότε έπρεπε να κάνω δυο βήματα και να βγω μπροστά; Μόλις έψελνε ο παπάς «τας θύρας, τας θύρας...». Κι αν έκανα λάθος, αν τα 'χανα; Αχ, και να 'καμε ο Αγιος το θάμα του, να μ' έπαιρνε από κει μέσα, και στην Κορφή της Κανίζας με τα τρία μέτρα χιόνι, να τη δέρνουν τα ανεμοσούρια, θ' άντεχα! Μες στην αγωνία μου δεν είχα πάρει χαμπάρι το σούσουρο που 'ρχονταν από τα πίσω, τους άντρες, σούσουρο που 'κανε τον παπά να βγει μπροστά στο Ιερό και να φωνάξει «σιωπή, λίγη ησυχία, αμάν, δεν ντρέπεστε»! Τη φασαρία στο γυναικωνίτη την είχε συνηθισμένη. Δεν παρεξηγούσε τις γυναίκες, γιατί ήξερε, καφενείο κείνες δεν είχαν, πού αλλού θ' ανταμώνανε να ψουψουρίσουν, να κουτσομπολέψουν, να ξεσκάσουν λίγο μες στη βαρυχειμωνιά. Μα οι άντρες, που αποβραδίς μέχρι τα μεσάνυχτα καθημερινά τα λένε και μπεκροπίνουν στους καφενέδες, τι έπαθαν σήμερα; Και να, τώρα πίσω μου ένας - ένας, δυο - δυο άρχισαν και βγαίνουν από τις πλαϊνές εξώπορτες νέοι, μαθητές, μεσήλικες. Στην αναμπουμπούλα βρέθηκα κι εγώ στον αυλόγυρο της εκκλησιάς, να πετώ πια σαν φτερό στον άνεμο προς τη συνεχόμενη πλατεία, όπου αρκετά παλικάρια με βγαλμένα τα μπουφάν τους φτυαρίζανε σαματατζίδικα το χιόνι. Θα 'ρθει λέει να προσγειωθεί ελικόπτερο! Ετσι εξηγιέται η οχλαγωγή μέσα στο ναό. «Ερχεται ελικόφτερο, πρέπει να 'ναι καθάριος ο χώρος της προσγείωσης». Ελικόπτερο σε μας! Μεγάλη μας τιμή. Κανένας, μα κανένας μας δεν το 'χει δει από σιμά. Τάχατες ο Μιχάλης της πέμπτης τάξης ισχυριζόταν πως το είδε, αλλά, αφού άρπαξε κάμποσες καρπαζιές, αποδέχτηκε πως το είχε δει μοναχά στην τηλεόραση, στην πόλη! Αντρες, γυναίκες, γριές, παιδιά, όλοι μας γεμάτοι από μιαν ανείπωτη χαρά και ανυπόμονη προσμονή κλωθογυρίζαμε στην πλατέα, ένα γκρίζο μελίσσι που ζουζούνιζε παράταιρα μες στην παγερή, χειμωνιάτικη σιωπή. Οι άντρες κουβέντιαζαν και γκρίνιαζαν για το μεγάλο πρόβλημα του δρόμου που κάθε τόσο κλείνει από τα χιόνια αποκόβοντας το χωριό από θεό και από ανθρώπους. Χρόνια τώρα το μόνο και πρώτο τους αίτημα να γίνει ο δρόμος επαρχιακός, να μην κλείνει το χειμώνα, τι έχει ζωντάνια το χωριό. Δεν πάει άλλο. Η πρόταση ήταν να βγούνε με μαύρες σημαίες πέρα στην εθνική, στο Κεφαλοχώρι, να την αποκλείσουν, ν' ακούσουν... κάποτε κι εκεί στην πόλη, εκείνοι που πρέπει ν' ακούσουν. Οι γυναίκες προτού σκορπίσουν στα σπιτικά τους να συνεχίσουν τις δουλιές που σταματημό ποτέ δεν έχουν, άδραξαν την ευκαιρία που αναπάντεχα τους δόθηκε. Συνωστίζονταν σε πηγαδάκια ρωτώντας η μια την άλλη, να μάθουν νεότερα, τα γιατί και τα πώς της έλευσης του ελικόπτερου. Ητανε, λέει, στην ώρα της, ετοιμόγεννη η ανεψιά του κυρ προέδρου. Ο δρόμος θεόκλειστος. Το χιόνι - πάνω από ενάμισι μέτρο στον αυχένα για το Κεφαλοχώρι. Να την πάνε στην πόλη δε γίνεται. Μάμος να 'ρθει αδύνατον. Κι ο πρόεδρος που 'χει, λένε, πέραση στην πόλη, στους τρανούς, αξιωματούχους, βαθμοφόρους και κομματάρχες τα κανόνισε. Θα 'ρθει το πετούμενο! Η πλατεία καθάρισε για τα καλά. Σχεδόν τη γυάλισαν τα παλικάρια. Μα γυάλισε και το μάτι τους. Γιατί η ώρα περνούσε κι ελικόπτερο δε φαινόταν. Η γριά η Λένω, που το τσαούλι της δε βάσταγε μήτε λεπτό ακίνητο, κι ας της έλειπαν τα μισά δόντια, τυλιγμένη στο γιορτινό μάλλινο κοκκινόλευκο ιχράμι της, βρήκε την ώρα να ξεσπαθώσει στις νιότερες.

- Μου θέτε μάμους και κλινικές στην πόλη. Εξι παιδιά, έξι λεβέντες γέννησα στην αγκώνα μου. Μοναχή μου, με τις γειτόνισσες.

- Αλλαξαν τα πράγματα γιαγιά. Αλλοι καιροί τώρα, τόλμησε ν' αντιλέξει ένα κοριτσόπουλο του πέρα μαχαλά.

- Τάχατες όλα άλλαξαν για σας. Εμάς γκορτσιά μας γέννησε, δε μας γέννησε μάνα; την αποπήρε η γριά, χωρίς να προσμένει απάντηση.

Ο κυρ πρόεδρος βουβός κι ανήσυχος τράβηξε ευθεία στο κοινοτικό γραφείο. Βρήκε το γραμματικό του χωμένο στην ξεφτισμένη δερμάτινη πολυθρόνα του να σκαλίζει τα βρωμόνυχά του. Ξεσκουφώθηκε πετώντας το γούνινο σκούφο του στο γραφείο και κάρφωσε διερευνητικά τη ματιά του στο γραμματέα. Κάτι μάντευε στο βλέμμα του που 'δειχνε αθώο και γελαδίσιο, μα στο βάθος έκρυβε περίσσια πονηριά. Το 'χε διαπιστώσει από καιρό ο πρόεδρος. Γι' αυτό δεν παρέλειπε πριν από κάθε κουβέντα μαζί του να τον διερευνά πατόκορφα.

- Λέγε ρε. Μίλησες με την πόλη; Πού 'ναι το ελικόφτερο;

- Δεν έρχεται, απάντησε κοφτά ο γραμματέας, αφήνοντας το τάχατες αθώο ύφος και στυλώνοντας το κορμί του πάνω από το στοιβαγμένο χαρτιά γραφείο του. Τα μάτια του προέδρου άστραψαν, σπίθισαν να κάψουν τον υφιστάμενό του.

- Τ' είπες, μωρέ τσανακογλείφτη. Γιατί δεν ήρθες να μου το πεις, παρά μόνο καθαρίζεις τα τσαπιά σου; Ούρλιαξε ο μουχτάρης μας, ανασηκώνοντας τη χερούκλα του, έτοιμος να την αμολήσει στο συνομιλητή του. Ο γραμματέας κινήθηκε αμυντικά πίσω από την πολυθρόνα του αποτρέποντας την απόπειρα του προέδρου.

- Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο κι ερχόμουν. Τι με σκιάζεις; αντέτεινε θαρρετά.

- Σήκω απάνου, πιάσε το τηλέφωνο, έδωσε τη διαταγή του ο πρόεδρος. Τι σου είπαν, βρε; Γιατί δε στέλνουν το μηχάνημα;

- Ε, δεν καταλαβαίνεις;

- Τι να καταλάβω, βρε ζουλάπι;

- Να, ο γαμπρός σου δε ...δεν είναι κομμούνα; πέταξε κομπιάζοντας ο γραμματέας. Ο πρόεδρος αιωρήθηκε προς στιγμή στον κενό χώρο μπροστά στο γραφείο του γραμματέα κι αισθάνθηκε τον ιδρώτα του κρύο να μουλιάζει το φαρδύ του μέτωπο. Εκατσε σε πλαϊνή καρέκλα να συνέλθει. Μάντεψε καλά τι μεσολάβησε («ένα κομμούνι λιγότερο...», θα 'ταν στα σίγουρα το μαντάτο από την άλλη άκρη της γραμμής!). Υστερα στράφηκε ξανά στο πλάι του.

- Δεν πιστεύω να 'χεις βάλει το χεράκι σου ρουφιάνε;

- Αμάν πρόεδρε, με μαχαιρώνεις. Τώρα με μαθαίνεις;

- Λοιπόν, πιάσε την πόλη και πες τους, το και το. Κίνησε τις εντολές στην αρχή χαμηλόφωνα και κατόπιν ανεβάζοντας σταδιακά τους τόνους, κι όσο ανέβαινε ο τόνος της φωνής, άναβε και το πρόσωπό του, όπως σιγά σιγά πυρωνόταν κι η μαντεμένια σόμπα του γραφείου που 'καιγε σκέτο καθάριο πριονίδι.

- Ο πρόεδρος είναι αναντάν μπαμπαντάν εθνικόφρονας. Δε θα τον ρεζιλέψουν οι χαρτογιακάδες, θα τους πάρει ο διάολος. Δέκα και βάλε χρόνια διμοιρίτης στα TEA. Θα κατέβω κάτω με το οπλοπολυβόλο κι όποιον πάρει ο χάρος. Ανεψιά μου είναι. Και μην τους νοιάζει τι 'ναι ο πατέρας της... κι αυτός ο καταραμένος... Και... τσακίσου, θα ξανάρθω!

Εφυγε βροντώντας την πόρτα πίσω του. Η φούρκα που 'χε δεν τον βάσταγε σ' ένα μέρος. Τέτοιο κάζο από τους δικούς του δεν το περίμενε. Κι όσο σκεφτόταν το βράδυ τους καφενέδες, το αίμα του ανέβαινε στο κεφάλι και μια μέγκενη αισθανόταν να του το σφίγγει. Δε θα μπόραγε ν' αντικρίσει τους πολιτικούς του αντίπαλους, τους αριστερούς. Δε θ' άντεχε το μορφονιό, τον ινστρούχτορά τους, τον εξυπνάκια, που - τρομάρα του - τον φώναζαν - «Δημοκράτη», να του λέει τάχα μου συμβουλευτικά μπροστά στους άλλους «πρόεδρε κι εσύ σαν και μας είσαι, λαός, τι θες και κολλάς στο σκυλολόι; Αυτοί σε πουλάν στο πι και φι». Και προτού προκάνει ν' αρθρώσει λέξη, να συνεχίσει ο ινστρούχτορας «εξόν κι αν έχεις λόγο,... τρως και συ κάνα κόκαλο»! Δε θα σήκωνε τα χαχανητά τους. Πρόβλεπε σίγουρο τον τσακωμό. Μα, ακόμα και να μη βγάζαν άχνα οι αριστεροί, κι αν απέφευγε την καζούρα τους, εκείνος θα 'πιανε τα ειρωνικά τους βλέμματα. Δε θα το άντεχε με τίποτε. Ασε που «κοντός ψαλμός αλληλούια», που λέει ο λόγος. Οπου να 'ναι ζύγωναν οι εκλογές, θα το 'βρισκε μπροστά του. Το δίχως άλλο έπρεπε να βρεθεί λύση.

Εδωσε κι έπαθε ο γραμματέας μας, θερμάνθηκαν οι γραμμές του τηλεφώνου, μα οι αξιωματούχοι της πόλης είχαν λακίσει. Το μόνο που κατάφερε, ήταν να συνομιλήσει με κατώτερα διοικητικά και στρατιωτικά στελέχη. Ο αξιωματικός υπηρεσίας στη μεραρχία, στον οποίο εξέθεσε τις περγαμηνές εθνικοφροσύνης του προέδρου, τον παρέπεμψε στο διευθυντή της μαιευτικής κλινικής του παλιού νοσοκομείου της πόλης. Εκείνος εξασφάλισε ένα γιατρό, ένα γυναικολόγο, μεσήλικα και καλό, πολύ καλό, το εγγυόταν προσωπικά ο κύριος διευθυντής. Το πρόβλημα όμως της μεταφοράς του γιατρού έπρεπε να το αντιμετωπίσουν οι ενδιαφερόμενοι. Επιστράτευσε όλη τη διπλωματική του δεινότητα ο γραμματικός και κουβέντιασε ήρεμα τον πρόεδρο. Δε γινόταν αλλιώς, ούτε συνέφερνε να σηκώσουν τους τόνους. Κι εκείνος την ανάγκη φιλοτιμία κάνοντας, συμβιβάστηκε με την αποστολή του γυναικολόγου. Οσο για τη μεταφορά του, θυμήθηκε πριν από χρόνια τη μεταφορά καταχείμωνο του κυρ δασάρχη. Κάλεσε στα γρήγορα τρία παλικάρια, τον αδελφό της ετοιμόγεννης και δυο πρωτοξάδερφα, εκείνα φορέθηκαν κατάλληλα και με τις ξύλινες διχτυωτές κλάπες τους*κίνησαν για το Κεφαλοχώρι, να παραλάβουν το γιατρό.

Μούχρωνε κι αργόσβηναν οι τελευταίες μενεξιές πινελιές πάνω στην κορυφογραμμή του Τσαπούλη, που σαν γιγάντιος, φαρδύστερνος φρουρός ορθωνόταν στα νώτα του χωριού, όταν από τη μεγάλη στροφή της δημοσιάς, λίγο πριν απ' το έμπα του χωριού, φάνηκαν τρεις ίσκιοι να προχωρούν αργά και σε σχήμα τριγωνικό μέσα στο χιόνι. Πλησιάζοντας αχνοκαθάριζαν οι κορμοστασιές τους. Μπροστά βάδιζαν τα δυο πρωτοξάδερφα βαστώντας στα χέρια τους δίμετρες τριχιές και σέρνοντας ξωπίσω τους μια ξύλινη σκάφη, οπού μέσα της τουρτούριζε τυλιγμένος κουβάρι σε κουβέρτες και σκουτιά ο γιατρός. Πιο πίσω ακολουθούσε ο ανεψιός του προέδρου, βαστώντας κι αυτός τριχιά για να κουμαντάρει τη σκάφη, μη φαλτσέρνει ζερβά - δεξιά. Σιμά στα πρώτα σπίτια, που τα μπουχαριά τους κάπνιζαν ασταμάτητα, ένα σμήνος μαθητούδια περίμεναν τη μικρή πομπή. Σαν πλησίασαν, όρμησαν στον αδερφό ξεφωνίζοντας τα συχαρίκια.

- Να σας ζήσει, να σας ζήσει! Και κρέμονταν στο βλέμμα του να δουν τι θα βγάλει να τους δώσει για τα συχαρίκια.

Οι άντρες έκοψαν το βήμα σαστισμένοι. Τόσος κόπος και δεν πρόλαβαν. Γέννησε μονάχη της, σαν τον παλιό καιρό, στον οντά της! Πέταξαν τις τριχιές στο χιόνι, πέταξε κι ο αδερφός κάτι ψιλά που 'χε στην τσέπη του μπουφάν του προς τα παιδιά και χάθηκαν τρέχοντας κατά το σπίτι του. Από τη σκάφη άρχισε να αναδεύεται σαν φίδι που ξυπνά από τη χειμερία νάρκη, ο γιατρός. Μόλις κατάφερε να στυλωθεί στα πόδια του, έκανε έναν αργόσυρτο γύρο στον εαυτό του, είδε τη νύχτα να 'ρχεται ολούθε να σκεπάσει την ασπράδα του χιονιού και ξεστόμισε με παράπονο.

- Εμένα πού μ' αφήνουν, πού να πάω τώρα;

Μα δε χάθηκε ο γιατρός. Τα παιδιά τον οδήγησαν στην πλατεία, εκεί που ολόγυρά της βρίσκονται οι πολύβουοι καφενέδες μας. Εκεί που το χειμώνα κυλά όλη η ζωή για τους αρσενικούς. Για τις γυναίκες σταματά στα σπιτικά τους (βέβαια η γριά Λένω, που 'παμε, το στόμα της ροδάνι, έχει να λέει πως κάποιες νιες, ζωηρές, ξεπορτίζουν φορές, φορές και χάνονται στους σανιδένιους αχερώνες αφήνοντας τα σημάδια τους μες στο χιόνι, που γοργά - γοργά τα σβήνει, αλλά... «θου φυλακή τω στόματί μου», «τα εν οίκω μη εν δήμω...»). Ζέσταναν το γιατρό στις ξυλόσομπες. Τον φίλεψαν και τον πότισαν κόκκινο μπρούσκο κρασί. Ο ερχομός του μαθεύτηκε αστραπιαία. Αχρείαστος στην ανεψιά του προέδρου, μα χρειαζούμενος στους άλλους. Οι γεροντότεροι του 'κλεισαν ραντεβού για την άλλη μέρα, να τους ξετάσει, να βρει τους πόνους των κορμιών τους. Οι νιότεροι του 'παν τους άλλους πόνους που δεν μπόραγε ν' ακροαστεί με τ' ακουστικά του. Τα παράπονά τους. Τα προβλήματα πάμπολλα κι η απομόνωση πρώτη, στην κεφαλή. Και στα μουλωχτά έκαναν την καζούρα τους σε βάρος του προέδρου. Εκείνος πάλι, προνοητικός δεν πάτησε στους καφενέδες. Αν κόταγε, θα 'χε ν' αντιμετωπίσει σιμά στα πειραχτικά βλέμματα των συγχωριανών κι εκείνο του γιατρού. Και θα μάθαινε από πρώτο χέρι το νιο του παραγκώμι: «Ο ελικοφτεράς»!

* Κλάπες: Ειδικά χιονοπέδιλα από ξύλινα στεφάνια συνδεδεμένα με δίχτυ, έτσι που να μη βουλιάζουν τα πόδια στο χιόνι


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ