Κυριακή 30 Απρίλη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Ποιητής μιας νέας... Πρωτομαγιάς του κόσμου

Ο κόσμος του ανθρώπου και των πραγμάτων

«Εχω σταθεί συχνά μπροστά σε κείνο που ονομάζεται "νεκρή φύση". Τι είναι, άραγε, αυτό; Είναι κάτι παραπάνω από μια άσκηση παιχνιδίσματος του φωτός, μια σπουδή του τρισδιάστατου της πραγματικότητας; Ολα αυτά μπορεί να τα σκεφτεί κανείς, μέχρις ότου δει τις "νεκρές φύσεις" του Σεζάν. Γιατί εκεί αναγνωρίζει κάτι περισσότερο: οι νεκρές φύσεις είναι ένας κόσμος. Κι όσο κι αν έχει ξεφτίσει η ετυμολογία, ας την ξαναθυμηθούμε: στα ελληνικά, κόσμος σημαίνει τάξις, ευπρέπεια και μέθοδος.

Και αν τα πράγματα, στη ζωγραφική, είναι ή μπορούν να είναι ένας κόσμος, αυτός ο κόσμος ζει ή μήπως είναι κόσμος νεκρός; Κι ακόμη: αυτός ο κόσμος των πραγμάτων ζει κάπου μακριά, παράπλευρα, παράλληλα, με τον ανθρώπινο; Ή μήπως αυτοί οι κόσμοι τέμνονται, αλληλοπεριέχονται;

Μιλώ για πράγματα αυτονόητα. Ωστόσο, κοιτάζοντας πίσω, ας αναρωτηθούμε: τι σημαίνουν οι μεγάλες περιγραφές της "Ιλιάδας", ο πλούτος των χορικών της τραγωδίας, οι φωτογραφικές περιγραφές του Ντοστογιέφσκι, του Τόμας Μαν, οι εξουθενωτικές περιγραφές μικροσκοπίου του Προυστ; Είναι ένα κατάλοιπο ενός οιονεί λογοτεχνικού ρεαλισμού, ή κρύβουν μια άλλη σκέψη, μια άλλη φιλοσοφία; Και αντίστροφα: τι σημαίνει η "Ερημη Χώρα" και η ερημωμένη σκηνή του "Περιμένοντας τον Γκοντό";


Εγκαταλείπω το απέραντο πεδίο των πρωταρχικών ερωτημάτων και τοποθετώ το ίδιο ερώτημα στη δική μας προβληματική: τι γυρεύουν τόσα πολλά αντικείμενα - πράγματα μέσα στην ποίηση του Ρίτσου; Μια ποίηση που ξεχειλίζει από πράγματα: πράγματα γλαυκά, ασπαίροντα, ολόφωτα, στο σκιόφως, εκπεπτωκότα, πράγματα σημαίνοντα... Δεν πρόκειται όμως εδώ για τον τρόμο του κενού, αλλά για συμπαντική δημιουργία: Ο ποιητής, με τη μοναξιά και την υπομονή του δημιουργού, πλαστουργεί τον κόσμο από την αρχή.

Η ποίηση του Ρίτσου, σύμφωνα με το μεγάλο μάθημα του Παλαμά, είναι μελέτη, πλαστουργός, μία μορφή κοσμο-γονίας. Πώς πετυχαίνεται; Μα, με την ανάδυση των πραγμάτων μέσα στη γλώσσα, τη μετουσίωση του αντικειμενικού κόσμου σε ποίηση, την ανάστροφη ανάγνωση του εκ-πολιτισμού: με μια διαδικασία, που, μην έχοντας άλλη αρμοδιότερη έκφραση, την ονομάζω "μεταφυσική της υλικότητας".

Η καθόλου αθώα νεοελληνική κριτική μιλούσε για "αντιποιητικούς στίχους" και για "πλατειασμό", όπου ο ποιητής έπαιρνε κρυφά το μυστρί από τα χέρια ενός πεθαμένου θεού και δημιουργούσε σπυρί σπυρί τον κόσμο, δείχνοντας την πυκνότητα της ύλης, τη ζωοποιό συμμαχία πραγμάτων και ανθρώπου, τον ομφάλιο λώρο που δεν πρέπει να κοπεί - γιατί μετά γεννιέται ο τρόμος του υδροκεφαλισμού των ιδεών.

Τα πράγματα δεν είναι γυμνά, δεν είναι "άψυχα". Είναι αμείλικτα αμίλητα, αλλά περιέχουν ολάκερο τον κόσμο, αναρίθμητες στιγμές ανθρώπινης αίσθησης και δράσης, είναι "οι μικροί συσσωρευτές της χρήσιμης ανθρώπινης ενέργειας" (Μελετήματα, σ. 100). Αυτή τη "βουβαμάρα" των πραγμάτων ανασκάπτει ο ποιητής, θέτοντας τούτο το στοίχημα στην προμετωπίδα της δουλιάς του:

«Η μόνη περηφάνια μου, είπε,

αυτή η ταπεινοσύνη μου: να ξέρω, να μην ξέρω, να σωπαίνω

και να μιλώ τα πράγματα στην αρχική σιωπή τους». (Ποιήματα Β΄, «Η ταφή του Οργκάθ»).

Τα πράγματα, λοιπόν, δεν είναι σαν τις φασματικές ψυχές της ομηρικής "Νέκυιας", δεν προσμένουν να πιουν αίμα από το λάκκο του Οδυσσέα για να σαρκωθούν και ν' αποχτήσουν φωνή. Σωπαίνουν, αλλά έχουν ήδη φωνή. Είναι ήδη πλούσια, γεμάτα αναρίθμητες ζωές που μαρτυρούν για το διάβα και για την αγωνία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει έξω απ' αυτά, αρκεί να ξέρουμε να διαβάσουμε τη σιωπή τους, να μην τα προσπερνάμε περιδινούμενοι στις τροπές ενός τυφλωμένου χρόνου.

Δεν ξέρω, αν ο Ρίτσος θυμόταν τη μεγάλη ψυχή του Ρουσσώ, που δίδαξε ότι η κατανόηση των μεγεθών του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου, μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, με άλλα λόγια, μας διδάσκει την πρωταρχική ηθική τάξη και τον απ' αυτήν απορρέοντα σεβασμό. Σίγουρα, πάντως, ο ποιητής εγνώριζε από άλλους δρόμους την ίδια αλήθεια: Τα πράγματα δεν είναι για "χρήση", "μα για επαφή, για σύγκριση και για παράσταση,/ για αδελφική παρομοίωση του απέραντου και στάθμιση του αστάθμητου" ("Φιλοκτήτης", σ. 263). Κι αυτή η θαρραλέα, η σαφέστατα αντιμεταφυσική στάση είναι ρητή: Ας μας φυλάξουν οι θεοί κι από την "πιο ωραία ακόμη αποκάλυψη" (ό.π.). Γιατί εκείνο που ο άνθρωπος οφείλει να κρατήσει άσβηστο στα χέρια του δεν είναι η θεωρία, η αποκάλυψη, αλλά η στέρεη αλήθεια που πηγάζει από την υφή και την περιουσία αυτού - εδώ του κόσμου.

Ποίηση, υπέρτατο "εργαλείο" γνώσης

Ομως. Τα πράγματα δεν ορίζουν μονάχα το λιθόστρωτο της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν είναι μόνο η σκηνή η περιέχουσα το σπαρταριστό άνυσμα του χρόνου. Είναι μαζί και ο μέγας σύμμαχος του ποιητή, του ανθρώπου πες, στην αντιμετώπιση της ίδιας του της ύπαρξης. Είναι οι μεσολαβητές, που επιτελούν την ίδια λειτουργία με τη μάσκα της τραγωδίας, κάνοντας δυνατόν να κοιτάξουμε και να αντέξουμε το βλέμμα της φθοράς. Πώς εκέρδισε ο Περσέας την κεφαλή της Μέδουσας; Κοιτάζοντάς τη στο καθρέφτισμα της γυαλιστερής του ασπίδας. Πώς ο Πλάτων, μέγας πολέμιος της ποίησης, άγγιζε τα μέγιστα ερωτήματα; Μέσω των μεγάλων μύθων. Γιατί, όπως ο μύθος είναι το άλλο πρόσωπο του λόγου, έτσι και η ποίηση είναι το ακατάλυτο εργαλείο της υπέρτατης γνώσης. Η χρήση εκείνου του διάμεσου, του μεταξύ, βοηθάει το βλέμμα να μην πετρώνει καθώς αντικρίζει τα όρια. Και, για τον δικό μας ποιητή, το μεταξύ, το διάμεσο, είναι τα πράγματα.

Κοιτάξτε το ποτάμι που φουσκώνει, οργά και ξεραίνεται, κοιτάξτε τα λουλούδια στο χωράφι μας που υψώνουν την πορφύρα τους στο φως του ήλιου κι αμέσως φυλλορροούν στην παγωνιά του χρόνου, κοιτάξτε τον ελάχιστο χρόνο του τζίτζικα: αυτός είναι ο ίδιος ο δικός μας χρόνος:

"Δω χάμου είναι η καλύβα του μερμηγκιού κι ο πύργος της

σφήκας με τις πολλές πολεμίστρες,

στην ίδια ελιά το τσόφλι του περσινού τζίτζικα κι η φωνή του

φετινού τζίτζικα(...)". ("Ρωμιοσύνη", VII).

Θυμηθείτε το: "οδός άνω κάτω μία και αυτή", θυμηθείτε την κοσμική Δικαιοσύνη: "Ηλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα: ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν" ("Ο ήλιος δε θα ξεπεράσει το μέτρο: αλλιώς θα τον βρουν οι Ερινύες, οι βοηθοί της Δίκης"). Τίποτα δεν είναι έξω από το ρυθμό του κόσμου: κι αυτό είναι το μέγιστον μάθημα. Ποιος μας το διδάσκει; Τα πράγματα, ο κόσμος, ο χρόνος, η ύλη.

Κι έτσι, τα πράγματα αναλαμβάνουν σιγά σιγά το ρόλο του παιδαγωγού, τον μυητικό ρόλο στο μυστήριο της ανθρώπινης τραγωδίας. Τα πράγματα, λοιπόν, κατά το αρχαίο ρητό, σημαίνουν, κι έτσι η υλικότητα δοξάζεται, μετουσιωνόμενη σε καθρέφτη που προεικονίζει το Μεγάλο Τίποτα, εμβαπτίζοντας την ομορφιά στο στυφό ποτήρι της γνώσης. Είναι τα πράγματα που ορίζουν τον κόσμο του ανθρώπου, αυτά χρωματίζουν το απέραντο Τίποτα.

Οταν για μια στιγμή η Ηλέκτρα παύει τον θρήνο και τον κωκυτό, ο Ορέστης, χώνεται σε μια τρύπα του χρόνου: θα ήθελε να μην κυματίζει από πάνω του η δαμόκλειος σπάθη του χρέους, να είναι αθώος, να καταφύγει στην αναπόληση ενός κόσμου που ορίζεται από τη μη-συνείδηση, την παλίρροια του μη-νοήματος, το πήγαιν' έλα του αιώνιου:

"Ολα ρευστά, γλυστερά, ευτυχισμένα. Μεγάλες υδρίες μες στους λουτήρες

θαρρώ πως χύνουνε νερό στων κοριτσιών τους αυχένες και τα στήθη,

γλυστράνε τα μικρά, αρωματικά σαπούνια στα πλακάκια,

οι φυσαλίδες διασχίζουν τους θορύβους των νερών και των γέλιων,

μια γυναίκα γλύστρησε κ' έπεσε,

γλύστρησε το φεγγάρι απ' το φεγγίτη,

όλα γλυστρούν απ' το σαπούνι - δεν μπορείς να τα κρατήσεις

ούτε μπορείς να κρατηθείς - αυτό το γλύστρημα

είναι ο επανερχόμενος ρυθμός της ζωής, οι γυναίκες γελάνε

τραντάζοντας λευκούς, πανάλαφρους πυργίσκους σαπουνάδας

επάνω στο δασάκι του εφηβαίου τους. Ετσι να 'ναι η ευτυχία;" ("Ορέστης", σ. 83 - 84)

Το νόημα της ηθικής

Ρευστά, γλυστερά, γλύστρησε, έπεσε, γλύστρημα, φυσαλίδες, σαπουνάδα... Δεν είναι σαν να αποτυπώνονται με λέξεις τα χυμένα ρολόγια του Σαλβατόρ Νταλί, που λιώνουν και ρέουν πάνω στα ανίσχυρα αντικείμενα, συμπαρασύροντας στο Τίποτα την ψυχή του ανθρώπου, τον τόπο και τον χρόνο, δηλαδή; Δεν είναι σαν να διηγείσαι με ανίσχυρα λόγια την περιπέτεια του Πρωτέα, του τέρατος που μέσα στον απεγνωσμένο ιδρώτα των χεριών του κυνηγού του, σβήνει, χάνεται, έρχεται και φεύγει, γίνεται Ενα - Πολλά - Τίποτα;

Τα αντικείμενα, που ο εγωιστικός ανθρώπινος λόγος τα ονόμασε "άψυχα", αυτά ορίζουν το μέτρο του ανθρώπινου παραδείσου. Υπακούουν στον μέγιστο νόμο της φθοράς, και απεικονίζουν την ανθρώπινη μοίρα: αναγιγνώσκοντας αυτή τη μοίρα στο πρόσωπο των πραγμάτων, ο άνθρωπος εξοικειώνεται μαζί της, μαθαίνει να αρμόζεται στον κόσμο: κι η αρμογή αυτή παίρνει το νόημα της ηθικής. Η ύλη, λοιπόν, κι όχι ο θεός και οι υπερκόσμιοι νόμοι, μας διδάσκει την ηθική και την αλήθεια της μοίρας. Κι έτσι τα αντικείμενα ορίζουν τις συντεταγμένες του ανθρώπινου πάθους, του πάθους εκείνου που ένας λόγος οξύτερα σοφός, θα ονόμαζε τραγωδία. Τι είναι ο άνθρωπος και ποιος ο δρόμος του; Ας ρωτήσουμε τα πράγματα να μας το πουν. Πού κατοικεί άραγε η Γυναίκα της "Σονάτας του σεληνόφωτος";

"Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει -

θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε, τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,

οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα

όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ' την κρεμάστρα στο σκοτεινό

διάδρομο

όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ' τα γόνατά της" ("Η σονάτα του σεληνόφωτος", σ. 46).

Στοίχειωσε, έχει παλιώσει, ξεκολλάνε, βουτάνε, κενό, πέφτουν αθόρυβα, πέφτει, πέφτει... Δεν είναι σαν να ακούς το ίδιο αγκομαχητό που γέννησε την ελεατική φιλοσοφία και έσπειρε την αγωνία της Πολιτείας του Πλάτωνα; Πώς να αντιμετωπίσεις τη φθορά; Δεν είναι σαν να ακούς πάλι και πάλι και πάλι τον πόλεμο του Γίγνεσθαι και του Είναι;

Ας κρατήσουμε τούτη τη μαθητεία του ποιητή στον κόσμο της υλικότητας, τη μαθητεία κοντά στην πραγματικότητα, "κάτω από έναν κρύο και άδειο ουρανό", καθώς κρατώντας σφιχτά στο χέρι του το μόνο σύντροφο του ανθρώπου, την ύλη, ξεμετράει μέρα τη μέρα τη φθορά.

"Λάξευσε" τη συνείδηση και την ελπίδα

Πάνω σ' αυτό το Τίποτα ο Ρίτσος έχτισε την επανανακάλυψη της γλώσσας, των ανθρώπων και του κόσμου. Εμαθε πώς λαξεύεται το μέγα μυστήριο της συνείδησης, με τι κόπο καταχτιέται και πόσο εύκολα συντρίβεται. Ας κρατήσουμε αυτό και ας ακούσουμε πώς ο κομμουνιστής ποιητής μπόρεσε να δώσει μορφή, να δώσει δύναμη κι ελπίδα σ' έναν κόσμο που τον βλέπει να θρυμματίζεται μέρα τη μέρα, κοιτάζοντας τη "Μεγάλη Νύχτα" μέσα από την ύλη. Να τι λέει ο Νεοπτόλεμος, προοικονομώντας την εικόνα του σφηνωμένη στο λαρύγγι του Δούρειου Ιππου:

"σα να 'μαι μια μπουκιά σταματημένη στο λαρύγγι του απείρου και ταυτόχρονα μια γέφυρα

πάνω από δυο, το ίδιο απόκρημνες κι άγνωστες, όχθες -

μια γέφυρα ψεύτικη, βέβαια, από ξύλο και πικρή πανουργία". ("Φιλοκτήτης", σ. 258).

Ετσι, ο οδηγητής των μαζών, ο υμνητής των αγώνων του λαού, αφού γεύτηκε πρώτα το Παράλογο και το Μηδέν, μπόρεσε να φιλοτεχνήσει τον ηρωικό πεσιμισμό της Ελένης:

"ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει

η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κ' η ομορφιά του ανθρώπου". ("Ελένη", σ. 281)

Μέσα σ' έναν τέτοιο παράλογο κόσμο, όπου ο άνθρωπος χτυπιέται με τη Μοίρα του, μέσα στο βασίλειο της Φθοράς, η γνώση γίνεται ό,τι πρέπει να είναι: ένας χαρούμενος πεσιμισμός. Ο άνθρωπος υπάρχει, καταυγασμένος από ένα άλλο φως, η αλληλεγγύη έχει περισσότερο νόημα κάτω απ' τον άδειο ουρανό, η επανάσταση είναι δυνατή, ακόμη κι αν πρέπει να επανεφευρεθεί το αλφαβητάρι της, η πράξη έχει πάντα μία κατεύθυνση: την αιώνια γέννηση του ανθρώπου.

Αισθητική ηθικής πράξης

Δε θα προχωρήσω. Κρατώ μόνο την ηθελημένη παρεξήγηση, που μοιάζει ακόμη να κυβερνάει την κρίση μας. Μίλησα για τη νεοελληνική κριτική - και επιμένω. Αν θεωρήσουμε ότι ο θάνατος δικαιώνει τους πάντες και τα σκεπάζει όλα με τη μαύρη σκόνη του, έχει καλώς. Αν όχι, τότε πρέπει να μη λησμονούμε ότι η ιστορία είναι πόλεμος, ότι η γλώσσα είναι ο ίδιος ο κόσμος κι ότι η αισθητική είναι αυτόχρημα ηθική πράξη. Ο ποιητής είναι άνθρωπος που μάχεται, και τα ιδεολογήματα της στρατευμένης τέχνης, το πιο συχνά, κρύβουν την έχθρητα των κυριάρχων. Η οργάνωση του ποιήματος προϋποθέτει την ιδιαίτερη ανάγνωση του υπαρκτού και του δυνατού κόσμου και η γλώσσα του είναι ο κώδικας μορφοποίησης όχι μόνο του υπαρκτού, αλλά και του δυνατού. Η συγκρότηση της Ποιητικής αποτελεί την ομολογία πίστης στον κόσμο.

Ο Ρίτσος συγκρούστηκε σε αυτά τα επίπεδα με την κυρίαρχη αισθητική και σ' αυτά τα επίπεδα "ηττήθηκε". "Ηττήθηκε", όχι γιατί η ποίησή του κρίθηκε, αλλά γιατί η ποίησή του δεν κατανοήθηκε, παναπεί δε διαβάστηκε. Γιατί το κοσμοείδωλό του αποζητούσε την αποκωδικοποίηση μέσα από τα γενναιόδωρα εργαλεία που μας προμηθεύει το συμπάσχειν, το συμμετέχειν - αλλά ο ελληνικός εικοστός αιώνας αυτή την ανθρωποποιητική ιδιότητα δεν την εγνώρισε. Κι αν σήμερα μιλάμε για την ανάγκη κατανόησης τούτης της ποίησης, δεν εννοούμε την ένταξη του ποιητή στο πάνθεον της ελληνικής ποίησης, γιατί αυτό έχει, ήδη, γίνει, με όποιον τρόπο. Αλλά επισημαίνουμε την ανάγκη αυτής της γενναιόδωρης συνολικής ανάγνωσης, με τα εργαλεία που ο ποιητής θέλησε να μας αποκαλύψει, καθώς παιδευόταν μόνος με τις λέξεις, τις πέτρες, τις ρίζες και με τα κόκαλα, στους τόπους της εξορίας και της μόνωσης όπου ο χρόνος του και το βλέμμα του τού έταξαν να ζήσει».


Δημήτρης ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ
Ιστορικός του Μουσείου Μπενάκη


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ