Κυριακή 30 Απρίλη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Αδελφοσύνη

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η Τατά, έτσι ονοματίζαμε την πολυαγαπημένη μας μάνα, όλη τη μέρα ήταν πολύ συννεφιασμένη.

- Να πάει μαζί με μουαμεθανούς; Το παιδί μου; Φίλος με τον Ιζμαήλ; μουρμούριζε συνέχεια, δίχως να κλείσει στόμα, σαν κάθονταν, στη δουλιά, στην ετοιμασία του φαγητού. Να πώς έγινε το πράγμα. Χτες βράδυ, στα σκοτεινά, ακούστηκαν βήματα στην αυλή βαριά που 'ρχονταν απ' όξω. Μόλις τ' άκουσε - θα 'ναι ο άντρας, είπε μέσα της, θα 'ρχεται με συντροφιά και βγήκε στην πόρτα να τους περιμένει. Αλλά, μόλις έπεσε πάνω τους το φως της καντίλιας, είδε τον Μόσκο, τον γιο της και τέσσερις πέντε άλλους άγνωστους. Απόρησε. Τόσο νυχτιάτικα είπε. Μα όσο να καλοσκεφτεί:

- Καλή σπέρα ωρή μάνα, άκουσε μια βαριά φωνή, αντρική μα γιομάτη απαλοσύνη να τη χαιρετάει. Μπροστά της έστεκε ένας άντρας παλίκαρος με κορμί θηρίο με μαλλιά - γένια, μουστάκια καταγιομάτος. Στον ώμο του είχε ριγμένο ένα πολυβόλο βαριό και το στήθος του στόλιζε ένα φισεκλίκι σταυρωτά περασμένο. Είχε όμορφο πρόσωπο με δυο μάτια που σπίθιζαν. Την κοιτούσε με σεβασμό.

- Μας συγχωρείτε για την ανησυχία που σας δίνουμε, αλλά μας είναι χρειαζούμενο ν' ακουμπήσουμε λίγην ώρα κι αξημέρωτα θα καβαλήκομε το βουνό. Είμαστε μια ομάδα παρτιζάνοι.

Η Τατά ούτε πως κουνήθηκε από τη θέση της κι ούτε μια λέξη δεν του είπε. Είχε ρίξει τα μάτια της πάνω τους και τους κοιτούσε με μεγάλη προσοχή. Της έκαναν εντύπωση τούτα τα φλογερά νιάτα. Τα 'χε χαμένα. Αλλά γρήγορα συνήρθε.

- Αλλά τι είπε τώρα τούτο το παλικάρι; Τάχατες άκουσα καλά; Είπε πως είναι αντάρτες; Ω, η άμοιρη εγώ σε τι μπελάδες μας βάζουν.

- Τατά, πετάχτηκε και της μίλησε ο Μόσκος, άφησέ μας να μπούμε πρώτα μέσα στο σπίτι και μετά τα λέμε.

Τραβήχτηκε στην άκρη, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και τους θωρούσε που ένας ένας πατούσαν το σκαλί της πόρτας κι έμπαιναν μέσα. Ολοι τους σωστοί άντρες, στα νιάτα τους. Πίσω των μπήκε κι αυτή κι έκατσε αντίκρυ. Είχε χάσει το χρώμα. Ηταν κίτρινη κι έτρεμε λίγο.

Ο Μόσκος της είπε κι έκανε τις συστάσεις.

- Οι σύντροφοι Τατά με τη σειρά είναι ο Ιζμαήλ Τάτσι από την Κόσσοβα, ο Σεφκιέτ Μέλλο, ο Ρίστο Δόλε, ο Γκόγκο Πιτουρί και εγώ. Και οι πέντε κάνουμε μια ομάδα, μια τσέτα.

- Τσέτα... τσέτα... μουρμούριζε. Υστερα σταμάτησε και τους είπε.

- Μα πώς γίνεται να βάνουνε τους χριστιανούς μαζί με τους μουαμεθανούς;

- Θέλω να σου κάνω μια εξήγηση ωρή μάνα, πήρε το λόγο το πολυβόλο. Φαίνονταν πως αυτός θα ήταν ο αρχηγός της Τσέτας. Είμαστε όλοι παιδιά της ίδιας γης, όλα εμάς μας ενώνουν και τίποτα δε μας χωρίζει. Είμαστε Αλβανοί και τούτο το 'χουμε για έπαινό μας. Αλλά ήταν και είναι μερικοί εχθροί που αυτή την ένωση δεν την ήθελαν, ούτε τώρα τη θέλουν γιατί η ένωση αυτή ήταν και είναι ενάντια στα συμφέροντά των. Εκαμαν κάθε μαραφέτι, μεταχειρίστηκαν κάθε τρόπο εγκληματικό για το χωρισμό. Αυτοί βάλανε και τις θρησκείες στη μέση κι έριξαν μεγάλη εχθρότητα να μας σκορπίσουν. Από τη μια οι χριστιανοί από την άλλη οι μωαμεθανοί. Αλλά εμείς τώρα ωρέ μάνα, τον πόλεμο τούτο που κάνουμε, είναι για αδελφοσύνη. Να ενωθούμε, να είμαστε φίλοι. Δεν έχει πια χωρισμό μεταξύ μωαμεθανών και χριστιανών, ούτε εχθρότητα.

Την Τατά, τα περισσότερα απ' όσα της έλεγε, πιο πολύ την μπέρδευαν. Πώς είναι δυνατό τούτο, έλεγε μέσα της. Την άλλη μέρα, σηκώθηκε σαν κάθε μέρα, αξημέρωτα κι είπε να περπατάει σιγά, να μην κάνει θόρυβο και τους ξυπνήσει. Αλλά παράξενο, στο σπίτι δεν ήταν κανένας. Ηταν φευγάτοι. Τι σόι άνθρωποι είναι τούτοι, είπε μέσα της, να φύγουν μες στη νύχτα. Κι άρχισε τις καθημερινές δουλιές του σπιτιού. Τώρα έξω τις απορίες που έχει, χώρια που δεν καταλαβαίνει καλά εκείνα που της είπε εκείνο του μουαμεντάνικο παιδί, την καρδιά της σφίγγει ένας φόβος. Αχ, πόσο τρέμει η καημένη η καρδιά. Αυτοί οι ίδιοι είπαν πως είναι τσέτα. Αλλά πώς; Κάτω στην πόλη, μισή ώρα μακριά από δω, βρίσκεται μια ταξιαρχία Ιταλών. Αν το μάθουν πως ήρθαν εδώ οι αντάρτες τι θα γίνει άραγες. Να σας πω εγώ. Δυο βήματα είναι και χοπ! Θα 'ρθουν και θα μας καταστρέψουν. Για κοίτα κυρά μου σε τι μπελιά μας έβαλαν οι διαβόλοι; Πού πήγε και τους βρήκε ο Μόσκος; Δεν κοιτάει λέω εγώ τη δουλιά του με φρονιμάδα μέχρις που να φύγει τούτο το κακό; Μα πού εξαφανίστηκε πρωί - πρωί...

Δεν είχε τελειώσει αυτή τη σκέψη, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Μόσκος, κατακόκκινος με πρόσωπο να φεγγοβολάει και χαμόγελο πλατιό. Μόλις τον είδε, η Τατά άφησε τη δουλιά με μιας πήγε στα γρήγορα κοντά του, τον έπιασε με ορμή από τα χέρια, τον ταρακούνησε με δύναμη και του μίλησε με υψωμένη φωνή.

- Τι φωτιά προσπαθείς να βάλεις στο σπίτι; Τι ανακατωσούρες είναι αυτές που μας φέρνεις με τα πάρε - δώσε που έχεις με κείνους τους μουαμεθανούς. Για πες μου; Τι νομίζεις, πως ο σκύλος γίνεται φίλος με το λύκο;

Ο Μόσκος κατάλαβε πως η καημένη η Τατά δε βρίσκεται με γαληνεμένη ψυχή, γι' αυτό την έπιασε κι αυτός μα με αγάπη, δίχως να χάσει το χαμόγελό του, την κάθησε στο μπάσι μαλακά, κοντά στη φωτιά, της χάιδεψε ελαφρά τα μαλλιά και της είπε.

- Ακουσε αγαπημένη Τατά να καταλάβεις καλά και να μη συγχίζεσαι πια. Είναι αλήθεια πως από εκατοντάδες χρόνια μας έμπασαν σε εχθρότητες τους μουαμεντάνους με τους χριστιανούς. Δυο αδέλφια μας χώρισαν στη μέση. Μα και αυτοί κι εμείς είμαστε παιδιά της ίδιας γης, γιοι της μιας μάνας. Βάλε στο χωριό σου, στην Οτόβα όπως εσείς και οι μωαμεθανοί είναι του τόπου από την παλαιότητα, δεν ήρθαν από αλλού αλλά βρίσκονται εκεί από τα βάθια του καιρού. Οι διαβόλοι που μας έκαμαν τούτο το κακό είναι αυτοί που έχουν συμφέροντα από τούτη τη δουλιά. Είναι αυτοί που μας θέλουν και μας κρατούνε σκλάβους, εκείνοι που μας ξεζουμίζουν, που βγάζουν πλούτια από την πλάτη μας. Για πες μου, τι διαφορετικός είμαι εγώ από τον Ιζμαΐλη, μιας και οι δυο έχουμε μισό τσαρούχι, έχουμε από 'να κομμάτι χωράφι που δε μας φτάνει να χορτάσουμε ψωμί, και τον ιδρώτα του προσώπου και των δυονών μας, το πίνουν οι αφεντάδες; Ω, μητέρα αγαπημένη, τώρα καταλάβαμε τι μας συμβαίνει και ενωθήκαμε σ' αυτόν τον πόλεμο. Αλλά τώρα έξω από κείνους που μας πίνουν το αίμα, πολεμούμε και για την απελευθέρωση της πατρίδας, από τους Ιταλούς καταχτητές. Ο πόλεμος είναι σκληρός και χύνεται αίμα μα δε γίνεται αλλιώς!

- Τα περισσότερα που μου λες δεν τα καταλαβαίνω παιδί μου. Αλλά σ' αυτούς δεν έριξε ο παπάς λάδι και την έχουνε κομμένη. Πώς θα γίνουμε ένα χωριό με αυτούς; Επειτα τι να σου πω η καημένη, έτσι τα βρήκαμε έτσι να τ' αφήσουμε. Να τα αναποδογυρίσουμε τώρα;

- Οχι, όχι δεν είναι έτσι το πράμα. Η αλήθεια είναι πως έχεις και δεν έχεις δίκιο. Να 'χεις φόβο και να τρέμει η καρδιά σου ναι, ο καιρός είναι πολύ στριμωγμένος κι ο πόλεμος φοβερός. Αλλά από την άλλη μεριά μητέρα, όπως είπαμε, πρέπει να πολεμάμε δίχως άλλο, γιατί δεν μπορούμε πια να ζήσουμε στη σκλαβιά. Πάρε τον εαυτό σου για παράδειγμα. Πολλές φορές το 'χω σκεφτεί και μου 'φερνε απελπισία. Ησουν από τη γέννησή σου κι είσαι μέχρι τα τώρα μία σκλάβα μ' ούτε μία μέρα με χαρά. Βάλε στο νου. Γεννήθηκες στην Οτόβα και μέχρι τα 20 - 22 χρόνια ήσουν στο σπίτι κάτω από την προσοχή του πατέρα και της μάνας χωρίς να ξεμακρύνεις ούτε λίγο από την αυλή. Ενα Σάββατο, στο παζάρι της πόλης, ο πατέρας σου έπεσε σε κουβέντα μ' έναν άντρα ξένο και σε λογόδωσε με το παιδί του, αρκετές ώρες μακριά από το χωριό, απ' την άλλη μεριά του ποταμού. Εσύ δεν ήξερες τίποτε, μήτε τον άντρα, μηδέ το χωριό, ούτε το σπίτι του. Παντρεύτηκες και πήγες. Τι βρήκες εκεί; Εναν άντρα ξένο, που δεν ήξερες, ούτε είχες ιδεί και τότε σου είπαν αυτός είναι ο άντρας σου κι έπεσες με μιας στη δουλιά, σε ατέλειωτη δουλιά, σε δουλιά παντοτινή. Τη μια ύστερα από την άλλη έκανες ένδεκα γέννες, που θα πει μια χρονιά με κοιλιά, μια χρονιά στο βυζί μας κάνουν κοντά 25 χρόνια. Τώρα κοντεύεις τα πενήντα της ηλικίας και γέρασες παράκαιρα. Μια ζωή άχαρη.

Με τούτα σταμάτησε για λίγο, την έσφιξε στην αγκαλιά του και με δάκρυα στα μάτια της είπε:

- Ω, δύστυχη μητέρα, πέρασες όλη τη ζωή σου γιομάτη με δουλιά, με πόνο, με στενοχώριο δίχως και μια μέρα με χαρά, χωρίς πουθενά λουλούδισμα.

Αυτή δε μίλησε διόλου. Εστεκε σαν καρφωμένη στη θέση της κι είχε ριγμένη τη ματιά στα βάθια. Υστερα από λίγο σαν να γύρισε από μακρινό ταξίδι τον κοίταξε με αγάπη, τον φίλησε και του είπε:

- Αγόρι μου, με την ευχή μου πράξτε όπως σας οδηγάει η καρδιά.

Οι μέρες περνούσαν, η μια πίσω στην άλλη, μα η Τατά δεν είναι όπως ήταν πρώτα, ήσυχη, δίχως σκέψη και στενοχώρια. Εμοιαζε τώρα το λαγό που με το 'να μάτι κοιμάται μα τ' άλλο το κρατάει ανοιχτό και παρατηράει, τ' αυτιά ολόρθα πάνω να μαζέψουν κάθε χτύπο κι ό,τι θόρυβο και τον πιο μικρό, και να πετάγεται με μιας ανήσυχο. Τώρα έβανε αυτί σε κάθε είδηση, στην κάθε ανακατωσούρα. Αχ, τα μαύρα βράδια που ο Μόσκος αργούσε να δρασκελίσει το σκαλί της πόρτας. Αν τότε την έκοβες δε θα 'βγαινε ούτε μια σταγόνα αίμα. Κι όλο άνοιγε την πόρτα, έβγαινε στο παραθύρι, παρατηρούσε στα σκοτεινά μήπως κι έρχεται, έβανε αυτί μήπως ακούσει τα βήματά του. Κι η ψυχή της. Τ' ήταν αυτό που 'παθε; Ηταν ταμάμ ένα καζάνι μεγάλο που 'βραζε, μια ξαγριωμένη, ένας πόλεμος σκληρός κι όλα τη θόλωναν. «Το παιδί έχει δίκιο. Τι ήμουνα εγώ; Στ' αλήθεια μια σκλάβα. Πού ένα τραγούδι, πού ένας χορός, μια εκδρομή έξω του χωριού. Τίποτε. Εχει πολλές ομορφιές, έχει σινεμά. Λένε γι' αυτά, ναι κυρά μου, πως βλέπεις ανθρώπους που κινιούνται, μιλάνε, πού νομίζεις; πάνω σ' ένα σεντόνι. Αλλ' έτσι δεν είμαι εγώ μονάχα... Μα σήμερα πολύ άργησε. Τι διάβολο κάνει ως τέτοια ώρα όξω;

Κι ένα βράδυ, μια νύχτα σκοτεινή, το Νοέμβρη μήνα, μ' ουρανό βαριό γιομάτον σύννεφα καταμαύρα σα κατράμι, που φύσαγε ένας κρύος βοριάς κι όλα τα τύλιγε και τα πάγωνε, μπουμπούνισε το σύμπαντο. Νόμιζες πως άνοιξε η κόλαση ξαφνικά κι όρμησαν έξω από κει χιλιάδες διαβόλοι που βάλθηκαν με δύναμη να καταστρέψουν τον κόσμο.

Με μιας όλο το χωριό, άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδομάνι βγήκαν στο λόφο να δουν, να ρωτήσουν, να μάθουν. Βρέθηκαν σ' ένα θέαμα όξω κι από φαντασία. Το ποτάμι, όλη η πόλη, τα γύρω της πόλης καιγόντουσαν. Μεγάλες φλόγες πετάγονταν ψηλά, έγλειφαν τον ουρανό και γιόμιζαν την ατμόσφαιρα με φως κόκκινο, το χρώμα του αιμάτου. Τα κανόνια διέγραφαν τον πύρινο δρόμο τους. Τα μυδράλια, τα ντουφέκια, εκατομμύρια σπίθες, άστρα πεσμένα στη γη, καίγαν, σκότωναν. Οι Παρτιζάνοι χτυπούσαν τους Ιταλούς. Η λευτεριά πολεμούσε το φασισμό. Ηταν ένα θέαμα μεγαλόπρεπο και τρομερό. Η καρδιά ολονών χτυπούσε με χτυπήματα δυνατά και νόμιζες πως γύρευε ν' ανοίξει τα στήθια, να πεταχτεί όξω. Με ολάνοιχτα μάτια από τον τρόμο, δίχως κουβέντα, κάθονταν σαν πετρωμένοι. Μα η καρδιά της Τατάς βρίσκονταν σε δυο δαγκάνες. Ο Μόσκος ως αυτή την ώρα δεν έχει φανεί. Μα δεν είναι τίποτε, είπε, κι άλλη φορά αργεί. Ποιος ξέρει;

Την άλλη μέρα, κάτι έκανε στο σπίτι, όταν άκουσε ένα χτύπο στην πόρτα. Ρίχτηκε με ορμή «ο Μόσκος θα 'ναι», είπε κι άνοιξε τη θύρα. Ηταν ένα μικρό παιδάκι, ως δώδεκα χρονώ, με τη γλώσσα όξω από το τρέξιμο και της είπε μόλις που βγήκε.

- Εσύ 'σαι η Τατά; Να 'ρθείτε γρήγορα μαζί με μένα, σας ζητάει ο σύντροφος Μόσκος.

Ω, κεραυνός που τη χτύπησε, ω, τρόμος που την τράνταξε. Επιασε το παιδάκι βίαια από τους ώμους και δίχως να ξέρει τι ρούχο φόρεσε, χωρίς να ιδεί τι παπούτσια ποδέθηκε, ρίχτηκαν στην κατηφόρα πόδια - χέρια. Κατρακύλησαν παρά περπάτησαν. Πέρασαν το ποτάμι και ρίχτηκαν στην άλλη μεριά, περπάτησαν στον κάμπο, ανέβηκαν λόφους, μπήκαν σ' ένα δάσος και στο τέλος βρέθηκαν και στάθηκαν μπροστά σε μια καλύβα. Ορμησε σαν τρελή ολόισια να μπει, αλλά στην πόρτα τη σταμάτησε ο σκοπός.

- Συντρόφισσα, πού πάτε; Απαγορεύεται.

- Είναι η μάνα του σύντροφου Μόσκο, του είπε το παιδάκι.

- Περιμένετε λίγο έξω, είπε τότε ο παρτιζάνος με μεγάλο σεβασμό και μπήκε μέσα.

Υστερα από λίγο βγήκε και της είπε: - Ορίστε.

Με το μπάσιμο, από το πολύ φως έξω, στο λιγοστό φως μέσα δεν καλοδιάκρινε με το πρώτο την κατάσταση. Είδε θολωμένες σκιές που κινιόντουσαν, άκουσε χαμηλές φωνές και μουρμουρητά κι ανάμεσό των ξέκρινε ένα κλάμα με λόγια απελπισμένα. Υστερα είδε!! Δυο κορμιά ξαπλωμένα χάμω, το ένα δίπλα στο άλλο, δυο πρόσωπα φευγάτα. Μα παράξενο, έλεγες πως χαμογελούν, έλεγες πως είναι νεκροί μα να τώρα θα μας κουβεντιάσουν. Πεσμένη στα γόνατά της μια ερημαδιασμένη γυναίκα. Ηταν αυτή που έκλαιγε. Κοίταξε καλά - καλά και τους γνώρισε. Ηταν ο Μόσκος με τον Ιζμαΐλη και οι δυο δίπλα - δίπλα, αυτός χριστιανός ο άλλος μουαμεντάν, δυο παλικάρια, δυο αδέλφια. Η άλλη μάνα σήκωσε το κεφάλι και είδε την ερχόμενη. Κοιτάχτηκαν. Παράξενο. Η Τατά στάθηκε πετρωμένη στον τόπο της κι ούτε έκλαψε, ούτε φώναξε. Μύριες σκέψεις της γέμισαν το κεφάλι, μύρια αισθήματα της έπνιξαν την καρδιά. Εφερε μπροστά της το δύστυχο πρόσωπο που 'στεκε απέναντι, το γνώρισε. Ηταν η Σουλτάνα από την Κόσσοβα που ήταν μαζί στο σχολείο.

- Σουλτάνα, ω αδελφή, κραύγασε, μην κλαις. Σκοτώθηκαν για τη λευτεριά, για την αδελφοσύνη.

Υστερα ρίχτηκαν η μια στην αγκαλιά της άλλης και τα δάκρυά των έπεφταν πάνω στα κορμιά των Ηρώων - αληθινός αγιασμός.


Του
Απόστολου Τσιλάρη


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ