Ενθερμος κήρυκας του «μονόδρομου» της ένταξης των Βαλκανικών χωρών στις ευρωατλαντικές δομές, εμφανίστηκε ο Κ. Παπούλιας, προχωρώντας μάλιστα σε συγκεκριμένες επισημάνσεις - προτάσεις για τον «καλύτερο» τρόπο που μπορεί αυτό να υλοποιηθεί.
«Για τους λαούς των Βαλκανίων η πορεία προς την Ευρώπη είναι μονόδρομος. Είναι ο μόνος δρόμος για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα, η ευημερία των κοινωνιών, η εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών», ήταν η φράση που με διάφορες παραλλαγές επαναλάμβανε στη χτεσινή του ομιλία στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας με αφορμή την ανακήρυξή του σε επίτιμο διδάκτορα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ταύτισε τη δημοκρατία και την ευημερία με την ΕΕ υποστηρίζοντας ότι «ο εκδημοκρατισμός και η ευημερία των βαλκανικών χωρών, η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή ταυτίζονται με την ένταξή τους στο ευρωπαϊκό περιβάλλον». Σε άλλο σημείο είπε ακόμα ότι «η ευρωπαϊκή προοπτική αυτή τη στιγμή στα Βαλκάνια είναι το φάρμακο για κάθε ασθένεια, η μεγάλη χίμαιρα και η μεγάλη ιδέα»(!).
Ο Κ. Παπούλιας εμφάνισε την ένταξη των βαλκανικών χωρών στην ΕΕ περίπου ως... δικαίωση και αποζημίωση για τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας το 1999: «Η καλύτερη ζωή που υποσχέθηκε η διεθνής κοινότητα μετά τους βομβαρδισμούς του 1999, χάθηκε στους γραφειοκρατικούς δαιδάλους της οικονομικής και ανθρωπιστικής βοήθειας, στα μεγάλα λόγια των ηγετών της παγκόσμιας κοινότητας που ξέχασαν γρήγορα ευθύνες και υποσχέσεις, στα σκοτάδια του οργανωμένου εγκλήματος και της παραοικονομίας, που υπήρξαν οι πραγματικοί νικητές του πολέμου», υποστήριξε συσκοτίζοντας την πραγματικότητα και την Ιστορία. Παράλληλα εμφάνισε τους λαούς των Βαλκανίων ως ικέτες στους νικητές του πολέμου: «Τα θύματα και οι θύτες του πολέμου του 1999 είναι τώρα στην ίδια όχθη του ποταμού, αλλά σε διαφορετικά επίπεδα. Οι ηττημένοι ζητούν έλεος από τους νικητές, από τους οποίους, όπως είναι γνωστό, γράφεται η Ιστορία», αποφάνθηκε.
Περιγράφοντας την ευρωπαϊκή πορεία των βαλκανικών χωρών επισήμανε ορισμένους «κινδύνους», όπως να χρησιμοποιηθεί (σ.σ. από τις ΗΠΑ) προκειμένου να «διευκολύνει στρατηγικούς σχεδιασμούς στη νοτιοανατολική Ευρώπη, για τη δημιουργία μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων και ομόκεντρων κύκλων που δύσκολα θα μπορεί να πρωταγωνιστήσει αυτόνομα στο διεθνές σύστημα». Κάλεσε όμως τους λαούς των βαλκανικών χωρών να εξουδετερώσουν αυτόν τον «κίνδυνο», αξιώνοντας «την προσαρμογή των βαλκανικών χωρών στις αρχές, τις αξίες και τους κανόνες που οικοδομούν την ευρωπαϊκή δημοκρατία», δίχως «ελαστικοποίηση του κοινοτικού κεκτημένου»(!).
Σε άλλο σημείο παραδέχτηκε ότι «ο πυρήνας του προβλήματος είναι, κατά την εκτίμησή μου, ότι τα Βαλκάνια αντιμετωπίζονται ακόμη ως δυνάμει σφαίρα επιρροής», αλλά έσπευσε να δικαιολογήσει τους ισχυρούς της νέας τάξης «και οι ίδιες οι χώρες συχνά έτσι βλέπουν τον εαυτό τους», ενώ «ο εθνικισμός εξακολουθεί να είναι ένα από τα κυρίαρχα πολιτικά πάθη».
Αναφερόμενος στο Κοσσυφοπέδιο εξάγνισε τη δρομολογούμενη ανεξαρτητοποίηση από ΗΠΑ και ΕΕ σημειώνοντας ότι «η διεθνής διπλωματία προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου και επιδιώκει μια βελούδινη μετάβαση στη νέα τάξη πραγμάτων», παραγνωρίζοντας την αλλαγή των συνόρων...
Δικαιολογώντας την ελληνική (σ.σ. στρατιωτική) παρουσία στα Βαλκάνια, είπε ότι αυτή υπαγορεύεται αφ' ενός από την «ισχυρή ελληνική επιχειρηματική και επενδυτική παρουσία εκεί» και από την άλλη γιατί «η ασφάλειά μας δε θα είναι ποτέ απόλυτη, εάν δεν εμπεδωθούν κανόνες σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή».