Πρίσλεϊ Σουενεγιάντζε |
Σε αυτά τα χωράφια από χάρτινες και τσίγκινες παράγκες φυτρώνουν και αναπτύσσονται, βέβαια, και παραβατικά άτομα. Κυρίως νεαρά άτομα. Πώς θα γινόταν αλλιώς, αφού δεν υπάρχει καμία φροντίδα από πουθενά. Οι γονείς, αν δεν έχουν εξαφανιστεί από φόβο και απελπισία, τρέχουν για το μεροκάματο. Το παλιό αποικιοκρατικό άσπρο κράτος μισούσε τους μαύρους. Το σημερινό «παρδαλό» κράτος απέχει. Σκοπίμως απέχει, γιατί διευκολύνεται από αυτή την κατάσταση. Καθώς απαλλάσσεται από τις ευθύνες του να δημιουργήσει άλλες συνθήκες ζωής.
Μια μικρή συμμορία παρατημένων παιδιών, ανάμεσα στις εκατοντάδες παρόμοιες συμμορίες, που γεννάνε οι παράγκες, για να εξασφαλίσει στα μέλη της την επιβίωσή τους, βγαίνει στους δρόμους, στα πάρκα, στο μετρό, παγανιά και αρπάζει ό,τι βρει μπροστά της. Αρπάζει και σκοτώνει. Σκοτώνει με μεγάλη ευκολία. Αφού τα παιδιά αυτά, από μωρά, διδάχτηκαν, πως ο άνθρωπος, δεν έχει καμία αξία!
Κάποια μέρα ένα μέλος αυτής της συμμορίας, ο Τσότσι, πυροβολεί μια γυναίκα και της αρπάζει το αυτοκίνητο (για να το πουλήσει). Μέσα στο αυτοκίνητο, όμως, υπάρχει ένα νεογέννητο μωρό. Ο μικρός γκάνγκστερ δεν αντέχει να το εγκαταλείψει (γνωρίζει από εγκατάλειψη, αφού τη βίωσε ο ίδιος). Το παίρνει μαζί του στην παράγκα του. Αυτό το μωρό στέκεται αφορμή, για να αλλάξει ο Τσότσι. Να περάσει από την αναξιοπρέπεια στην αξιοπρέπεια.
Η ταινία, όπως αντιλαμβάνεστε, υποκύπτει σε αισιόδοξες σκοπιμότητες. Προσπαθεί και αυτή, με τον τρόπο της, να συνεισφέρει στη μείωση της μεγάλης εγκληματικότητας. Και με αυτή την έννοια είναι μια χρήσιμη ταινία! Αυτή η σκοπιμότητα, όμως, όπως είναι φυσικό, της κοστίζει σε αντικειμενικότητα και καλλιτεχνική αξία. Αφού, μαζί με το «διδακτικό» περιεχόμενο ακολουθεί και «διδακτική» γραφή. Τα κάνει όλα λιανά. Για να γίνονται, φυσικά, αντιληπτά, από τα άτομα στα οποία απευθύνεται.
Παίζουν: Πρίσλεϊ Σουενεγιάντζε, Τέρι Φέτο, Κένεθ Νκόσι, Μοθούσι Μαγάνο, Ζένμζο Νγκόμπι.