Από τα πλέον διαδεδομένα έθιμα του Δωδεκαημέρου είναι τα κάλαντα
Κάλαντα στη Νίκαια (1965) |
Δηλαδή: «Σ' αυτό το σπίτι που 'ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη ας ανοιχτούν οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα, να μπει άφθονη η χαρά κι η ποθητή ειρήνη για να γεμίσουν τα σταμνιά, κι οι χωματένιες κύρβεις και να φουσκώσει η σκάφη του ζυμάρι κριθαρένιο. Και η γυναίκα του υγιού με σύνεση μεγάλη ας έρθει μες στο σπίτι αυτό με δυνατά μουλάρια για να υφάνει το πανί σ' αντί κεχριμπαρένιο και γύρω να φτεροκοπούν χρονιάρ'κα χελιδόνια και ερυθρόχρωμα πουλιά αντάμα να πετούνε...».
Ο όρος «κάλαντα» προέρχεται από τη λατινική λέξη Calendae (Καλένδες) που σημαίνει πρωτομηνιά στο ρωμαϊκό ημερολόγιο. Εχοντας διανύσει μια πορεία 30 και πλέον αιώνων, από την αρχαιότητα στη Ρωμαϊκή εποχή και από εκεί στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία, τα τραγούδια αυτά κατάφεραν παρά τις δυσκολίες να επιζήσουν. Ενσωματωμένα πλέον στη χριστιανική λαϊκή παράδοση έφτασαν στις μέρες μας, αναγγέλλοντας τον ερχομό, τη γιορτή, δίνοντας ευχές... πάντα με το αζημίωτο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την επικράτηση του χριστιανισμού τα αρχαία τραγούδια του αγερμού πολεμήθηκαν από την εκκλησία ως κατάλοιπα της ειδωλολατρίας και απαγορεύτηκαν. Μάλιστα, στη ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο τα είχαν χαρακτηρίσει ειδωλολατρικές εκδηλώσεις, ο δε Ιωάννης ο Χρυσόστομος καταδίκαζε «τους εξυμνίζοντας μετά αυλών και συρίγγων εν χειμώνος ώρα και εική και μότην ενοχλούντας ξένια πολλά λαμβάνοντας», ενώ απέρριπτε κάθε είδος τραγουδιού.
«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου! / Για βγάτε, δέτε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται! / Γεννιέται και βαφτίζεται στο μέλι και στο γάλα. / Το μέλι τρών' οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες και το κηρί της μέλισσας το τρώει η Παναγίτσα», τραγουδούσαν τα παιδιά στα χωριά των Γρεβενών και της Σιάτιστας την παραμονή.
Η προετοιμασία για τα κάλαντα ξεκινούσε τουλάχιστον ένα μήνα πριν. Τα παιδιά φώναζαν στους μαχαλάδες κάθε βράδυ «κόλιαντα» και μάθαιναν τα λόγια από τους μεγάλους. Συγχρόνως, ετοίμαζαν τις ματσούκες ή τζιόπκες, που απαντώνται και με πλήθος άλλες ονομασίες. Επρεπε να είναι φτιαγμένες από χλωρά ξύλα και χοντρά στο τελείωμα. Τυπικά συμβόλιζαν τα ραβδιά των βοσκών της Βίβλου, ουσιαστικά όμως ήταν «όπλα» για προστασία από τα άλλα παιδιά που θα περνούσαν το σύνορο του χωριού. Με τα ξύλα αυτά θα χτυπούσαν τις πόρτες για τα κάλαντα, θα ανακατεύανε τη χόβολη για να πούνε τις ευχές που θα έφερναν «παράδες μίρμιρο», όπως η στάχτη της φωτιάς. Ουσιαστικά, αυτά τα ξύλα ήταν τοτεμικά, αφού τους δίνονταν «ιδιότητες», όπως αυτή της μετάδοσης δύναμης στα άψυχα και στα έμψυχα που χτυπούσαν. Ετσι, χτυπούσαν με τη ματσούκα την πόρτα φωνάζοντας «κόλιαντα μπάμπω κόλιαντα / κι εμένα μπάμπω κλούρα» (κουλούρα) και οι νοικοκυρές τους μοίραζαν κάστανα, καρύδια και αμύγδαλα.
Από λαϊκή ζωγραφιά της Μαρίας Πωπ |
Αν η οικογένεια είχε στάνες και πρόβατα, τα παιδιά στα χωριά του Πηλίου τραγουδούσαν: «Εδώ σε τούτες τες αυλές, τες μαρμαροστρωμένες, εδώ 'χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια. Σαν πιάνουν τον ανήφορο, γιομίζ' ο λόγκος όλος, σαν πιάσουν τον κατήφορο, γιομίζ' ο κάμπος όλος. Σαν το μυρμήγκι περπατούν, σαν το μελίσσι βάζουν, σαν τον αφρό της θάλασσας αφρίζουν τα καρδάρια. Εμείς ολίγα τα 'παμε κι ο Θιος να τ' αβγαταίνει...». Αν ο νοικοκύρης ήταν γεωργός, τότε τα κάλαντα αναφέρονταν στο όργωμα, όπως τα κάλαντα από τη Λήμνο: «Τα μαύρα βόδια στο ζυγό, τα τρίδβωλα στ' αλέτρι, κι αυτά τα λαμπροκέρωτα να ζουν, να τριδβωλάνε!. Αγριγιολιά είν' τ' αλέτρι σου και δάφνη ο ζυγός σου, είναι και η φκεντρίκια σου τριανταφυλλιάς κλωνάρι, είναι και η ζευγίκια σου μετάξι συρματένιο...». Κάλαντα αφιερωμένα στο γεωργό ήταν διαδεδομένα στη Μακεδονία, στην Ηπειρο, στη Ρούμελη και στη Θεσσαλία: «Εσένα πρέπ' αφέντη μου, το άξιο το ζευγάρι / το άξιο το περήφανο και το στεφανωμένο. / Ας είν' καλά τ' αλέτρι σου, θεός να το πλουταίνει / για να θερίζεις σταυρωτά, να δένεις αντρειωμένα / να θημωνιάζεις πυργωτά, να ζεις για να σε πάρω / να κοσκινίζεις μάλαμα, να πέφτει το χρυσάφι / τα πυκνοκοσκινίσματα να διν'ς στα παλικάρια».
Το τέλος του ευχετικού τραγουδιού είναι σχεδόν πάντα το ίδιο: «Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε μόνε σας αγαπήσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε. Δώστε μας και τον κόκορα δώστε μας και την κότα / Δώστε μας και πέντ' έξι αυγά να πάμε σ' άλλη πόρτα...».
Ακολουθούσαν τα φιλοδωρήματα από τους νοικοκύρηδες στα παιδιά, που έπρεπε να βιαστούν να φύγουν για να χτυπήσουν άλλη πόρτα και να «τα πουν» και σε άλλο σπίτι. Κι αν η πόρτα δεν άνοιγε τα παιδιά δυσαρεστημένα ήταν έτοιμα να πουν ένα άλλο τραγούδι, κάθε άλλο παρά επαινετικό για τον νοικοκύρη. Ενδεικτικό του σκωπτικού χαρακτήρα του είναι αυτό που ακολουθεί: «Αφέντη μου, στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες, άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν, άλλες αυγά μαζώνουν...».