Κάθε μέρα οι εργοδότες απολύουν εργάτες. Χωρίς ενδοιασμό, χωρίς αιδώ, χωρίς λύπηση, στερούν από εκατοντάδες ανθρώπους το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα στη δουλιά. Αδικούν και δεν ντρέπονται. Δημιουργούν οικογενειακά δράματα και δε νοιάζονται. Πετούν στο δρόμο εργαζόμενους σαν τα απόνερα. Τους αλλάζουν σαν φθαρμένα ανταλλακτικά. Δικό μου είναι το μαγαζί - λέει ο επιχειρηματίας - κι όπως θέλω το κουμαντάρω. Οποιον μ' αρέσει τον κρατώ κι όποιον «μου τη σπάει» τον διώχνω. Κι άμα «μου τη δώσει», το κλείνω κιόλας το μαγαζί και το ανοίγω αλλού. Εγώ είμαι το αφεντικό κι ό,τι θέλω κάνω. Δικό μου και το κράτος, μαζί μου οι κυβερνήσεις και τις χρησιμοποιώ για «πάρτη» μου. Είναι η εποχή της απόλυτης κυριαρχίας μου. Η τσέπη μου και τίποτα άλλο. Ολοι στη δούλεψή μου, τα πάντα στη διάθεσή μου.
Με τον ιδρώτα των εργαζομένων πλούτισες. «Δικαίωμά μου». Με τη βοήθεια της εξουσίας μεσουρανείς. «Πρόβλημά σας». Την αδυναμία των αδικημένων εκμεταλλεύεσαι. «Μαγκιά μου». Κάποτε ήταν αναγκασμένος να υπολογίζει κάποιους. Τώρα κανέναν. Κάποτε έδινε μερικά ψίχουλα. Τώρα τίποτα. Ολα υπέρ του. Εντατικοποιεί τη δουλιά. «Εντάξει, έτσι αυξάνεται και η παραγωγικότητα». Αυγαταίνει τις ώρες εργασίας. «Μπράβο, αυτό απαιτεί ο ανταγωνισμός». Δεν πληρώνει μεροκάματα, δεν κολλάει ένσημα. «Δικαιολογημένος και σε καλή μεριά τα πρόσθετα κέρδη». Απολύει σωρηδόν. «Εσύ τους πήρες, εσύ τους διώχνεις». Σκοτώνει στα «Νταχάου» της εκμετάλλευσης. «Και τα εργατικά ατυχήματα στο μέτρο είναι, παράπλευρες απώλειες θεωρούνται».
Ο «κόκκινος» Πάνος, «δικός του». Ο Αλογοσκούφης, «καρντάσι». Ο Καραμανλής, «κατάλληλος». Ο Παπανδρέου, «ό,τι πρέπει, αν χρειαστεί για μετά». Ο Πολυζωγόπουλος «προβλέψιμος», ο Πουπάκης «ελεγχόμενος», ο Καλύβης «ακίνδυνος». Την αντιμετώπιση του ΚΚΕ έχουν αναλάβει οι μηχανισμοί του κράτους και οι «θεσμοί» της πολιτείας, μαζί με τους «διαμορφωτές» της κοινής γνώμης. Το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα το περιλαβαίνουν οι κάθε λογής «υπηρέτες του συστήματος», τον ατίθασο Τσιόγκα κυνηγάει η άγρυπνη εισαγγελέας της Λάρισας. Το «κοίμισμα» του λαού, καθήκον των ΜΜΕ, του σχολείου, της εκκλησίας, της προσκυνημένης διανόησης, της ξεφτιλισμένης τέχνης.
Ολα πάνε καλά για το αφεντικό. Κι όμως, φοβάται. Ξέρει ότι η βασιλεία του δεν είναι αιώνια. Η τάξη του δε θα διαφεντεύει για πάντα. Τρέμει την ώρα που ο εργάτης θα συνειδητοποιήσει την κοινωνική του υπόσταση και θα βρει τον ταξικό του προορισμό. Τον πιάνει κρύος ιδρώτας όταν σκέφτεται πως αύριο δε θα βρίσκει καταφύγιο στις κυβερνήσεις, δε θα μπορεί να τον σώσει ο συμβιβασμένος συνδικαλισμός. Σκυλιάζει, βλέποντας το ΚΚΕ να συνεχίζει ανυποχώρητα και ανοδικά, το ταξικό εργατικό κίνημα να αναπτύσσεται προγραμματισμένα, οι λαϊκές αντιστάσεις να αναθαρρεύουν και να απλώνονται. Στους εφιάλτες του βλέπει τον απολυμένο εργάτη να του δίνει το χαρτί της δικής του απόλυσης και να τον πετάει, κλοτσηδόν, στο περιθώριο της κοινωνίας. Τα 'χει όλα, αλλά βρίσκεται σε πανικό, συνειδητοποιώντας ότι το τέλος του δεν είναι μακριά. Γνωρίζει ότι «το πιο βαθύ σκοτάδι είναι λίγο πριν την αυγή».
Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ