Επισήμως, το νησί ονομάζεται Παλιό Τρίκκερι. Η παράδοση θέλει τους κατοίκους του να το εγκαταλείπουν από το φόβο των πειρατικών επιδρομών. Και να μετακομίζουν στην απέναντι ακτή - για την ακρίβεια στην κορυφή του αρχαίου ακρωτηρίου Αιάντειον. Εκεί έστησαν το νέο χωριό, το Τρίκκερι. Αυτό το ιστορικό θαλασσοχώρι αριθμεί σήμερα περί τους 800 κατοίκους. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ναυτικοί, ψαράδες και κύρια σφουγγαράδες, που όλο το χρόνο ξεκινούν για να τρυγήσουν σφουγγάρια στα βάθη της θάλασσας.
Οι ντόπιοι για να συνεννοούνται, αποφεύγουν τα «Παλιό» και «Νέο». Περιγράφοντας την πραγματικότητα, ονομάζουν το Τρίκκερι, «χωριό» και το Παλιό Τρίκκερι, «νησί». Στο Τρίκκερι, που διοικητικά αποτελεί κοινότητα, ανήκει και ο οικισμός της Αγίας Κυριακής. Καθώς είναι το λιμάνι του χωριού, αντικρίζεις εκεί ένα στόλο από ψαροκάικα. Στο Τρίκκερι ανήκει και ο οικισμός Κότες, που αποτελούν το ανατολικό λιμάνι του.
Δεν υπάρχει ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό ασφάλτου. Μόνο στενοί χωματόδρομοι. Τα μοναδικά μηχανοκίνητα που κυκλοφορούν είναι ένα τρακτέρ και ένα μηχανάκι. Εχει απαγορευτεί από την κοινότητα και τους κατοίκους, η χρήση οποιουδήποτε άλλου μηχανοκίνητου στο νησί. Οι διαστάσεις του τόπου είναι τόσο μικρές και η ακουστική τόσο καλή, που η χρήση μηχανών, θα μετέτρεπε τη διαμονή σε ηχητική κόλαση. Με αυτές τις συνθήκες, όποιος θελήσει να κτίσει, θα φέρει τα οικοδομικά υλικά με το καράβι. Θα ξεφορτώσει στο μόλο και ακολούθως θα τα μεταφέρει με γαϊδούρια και μουλάρια.
Ο Αϊ - Γιάννης «βλέπει» στην απέναντι χερσόνησο του Τρίκκερι. Ακολουθώντας το χωματόδρομο προς τον Πύθο, η θέα αλλάζει και ο ορίζοντας προς τα ανατολικά και τα βόρεια σκουραίνει από τους όγκους του Πηλίου. Σκουραίνει μέχρι το βράδυ, οπότε τα φώτα από τα απέναντι χωριά τρεμοπαίζουν σαν σπίθες στο σκοτάδι.
Για να γεμίσεις τα μάτια σου με όλες τις εικόνες που δίνει ο τόπος, δεν απαιτείται μεγάλη κούραση. Η περίμετρος του νησιού δεν ξεπερνά τα οκτώ χιλιόμετρα. Τρεις ώρες πορείας είναι αρκετές για να κάνεις το γύρο του. Ετσι φτάνεις σχετικά εύκολα και γρήγορα στις βορειοδυτικές και δυτικές ακτές για να μετρήσεις το «βάθος» του Παγασητικού που απλώνεται μπροστά σου και να αγκαλιάσεις με το μάτι τα «Μικρά» (τρεις βραχονησίδες σε μικρή απόσταση από το νησί). Απέναντι από τις νοτιοδυτικές και νότιες ακτές, προβάλλει η Στερεά Ελλάδα.
Στην κορυφή του νησιού, «πνιγμένο» από τέτοια λιόδεντρα, βρίσκεται και το μοναστήρι της Παναγίας. Η πρωτοβουλία για την οικοδόμησή του δεν ανήκε στον κλήρο, αλλά στους νησιώτες. Οι Τρικκεριώτες ναυτικοί που γυρνούσαν στο νησί από ταξίδι και δεν είχαν οικογένεια ή σπίτι να τους περιμένει, έμεναν στα κελιά, μέχρι να ξαναμπαρκάρουν.
«Τις κολόνες του μοναστηριού, τις έβαψαν οι κοπέλες με κρόκο από αυγά. Εδώ έχει μεγάλη ιστορία...». Οπου κοπέλες, ο νησιώτης εννοεί τις πολιτικές κρατούμενες που στάλθηκαν για «τουρισμό» στο νησί. Εξορίστηκαν εκεί χιλιάδες αγωνιστές αρχικά και αγωνίστριες στη συνέχεια. Στο στρατόπεδο των πολιτικών εξόριστων γυναικών, το καλοκαίρι του 1949, οι κρατούμενες έφταναν τις 5.000. Το στρατόπεδο λειτούργησε στο νησί μέχρι το 1953, οπότε και μεταφέρθηκε στον Αϊ - Στράτη.
Η μετάβαση στο Παλιό Τρίκκερι γίνεται με τα ιπτάμενα δελφίνια που καλύπτουν τη γραμμή Βόλος - Βόρειες Σποράδες. Αναχωρούν σχεδόν καθημερινά από την πρωτεύουσα της Μαγνησίας και η απόσταση καλύπτεται σε περίπου 25 λεπτά. Στο νησί «πιάνει» και πλοίο, αλλά όχι τακτικά. Το ταξίδι είναι φυσικά οικονομικότερο από το δελφίνι, αλλά διαρκεί περίπου μιάμιση ώρα. Υπάρχει και η κουραστική, αλλά όμορφη διαδρομή, που διασχίζει - με αυτοκίνητο ή λεωφορείο - την Πηλιορείτικη χερσόνησο. Φτάνεις στο χωριό Τρίκκερι και από άσχημο χωματόδρομο καταλήγεις στην παραθαλάσσια τοποθεσία «Αλογόπυργος», απέναντι από το νησί (οι ντόπιοι «τρώνε» το «γ» και η λέξη γίνεται «Αλογόπυρος»). Στα λίγα ψαρόσπιτα που βρίσκονται εκεί, κανονίζεις το ναύλο με τον όποιο ψαρά και περνάς απέναντι με καΐκι ή λάντζα. Και έτσι, αξίζει τον κόπο.
Γράφει ο Θανάσης Μπαλοδήμας. Οι φωτογραφίες είναι του Μανώλη Πάκια.