Κυριακή 3 Οχτώβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Στη μνήμη τους

Δεν αποκλείεται εκείνη τη στιγμή στα τελευταία καθίσματα του λεωφορείου να τραγουδούσαν παράφωνα ένα παλιό τραγούδι του Θεοδωράκη... Και ο αστείος της συντροφιάς να προσπαθούσε να διηγηθεί το τελευταίο σόκιν ανέκδοτο, που είχε ακούσει την προηγούμενη βραδιά στην «καφετερία», δίπλα σε ένα σφηνάκι κίτρινη τεκίλα. Δεν αποκλείεται ο Δημητράκης με το καινούριο «μπλου τζιν» πουκάμισο και το ασημένιο σκουλαρικάκι στο αριστερό του αυτί να έστελνε τρυφερές ματιές προς την Κατερίνα και να σκεφτότανε πως εκείνη τη βραδιά θα έβρισκε την ευκαιρία να της πει αυτό που το είχε ταιριάξει σε ένα μικρό δίστιχο, κλεμμένο από το ημερολόγιο του τοίχου της φτωχικής του κρεβατοκάμαρας. Ο μικρός Δημητράκης έξω από το στάδιο και τυλιγμένος ως μικρός ορεσίβιος θεός μέσα σε νικητήριες ιαχές, μεθυσμένος από τις περίεργες ουσίες της πρώτης ελεύθερης νύχτας της μικρής του ζωής. Δεν αποκλείεται, εκείνη τη στιγμή, η μικρή Σοφία να είχε αποκοιμηθεί ακουμπισμένη στο λευκό της χεράκι και να ονειρευόταν πως είχε, λέει, σπουδάσει Αρχαιολόγος και πως είχε κάνει κιόλας την πρώτη της ανασκαφή, δίπλα στο δικό της χωριό, όπου πριν από χρόνια, μικρή αυτή, είχε ακούσει τα πρώτα γλυκά παραμύθια από τον παππού της για τους αρχαίους και είχε ορκιστεί κρυφά στον εαυτό της πως κι αυτή, όταν θα μεγάλωνε, θα σπούδαζε Αρχαιολόγος, και θα έλεγε κι αυτή γλυκά παραμύθια για τους αρχαίους.

Δεν αποκλείεται, λέω εγώ ο άχρηστος, που επιμένω να ζω, τη στιγμή εκείνη ο μικρός Μιλτιάδης να είχε ανοίξει το βιβλίο, δώρο του θείου του του Θανάση για τα τελευταία του γενέθλια και να χανόταν γοητευμένος από τις παράξενες ιστορίες του Ουίλιαμ Ντάλριμπλ στο «Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου»» και να φανταζόταν τον εαυτό του ήρωα μιας τέτοιας ιστορίας. Να ταξιδεύει, λέει, όχι με λεωφορεία και τέτοια, με το σακίδιο στην πλάτη, πάνω στα ματωμένα μονοπάτια της Μέσης Ανατολής, κρατώντας στο χέρι του το «Λειμωνάριο» του Ιωάννη Μόσχου. Δεν αποκλείεται εκείνη τη στιγμή να έμπαινε από τα παράθυρα του λεωφορείου ο γλαυκός αέρας του Μαλιακού, καβάλα σε πράσινα αλμυρίκια, μπλεγμένος ανάμεσα σε φωνές φθινοπωρινών κολυμβητών και μυρωδιές της ρετσίνας των πεύκων, που κατρακυλάνε από τον Αγιο Κωνσταντίνο μέχρι τα Καμένα Βούρλα. Ξένοιαστο αεράκι που θα ήθελε να παίξει με τα ξανθά μαλλιά της Κατερίνας, το ασημένιο σκουλαρίκι του Δημητράκη, το όνειρο της Σοφίας, τις φανταστικές περιπέτειες του Μιλτιάδη.

Δεν πρόλαβε όμως. Οχι. Το αεράκι του Μαλιακού έμεινε απ'έξω, μακριά από τα παιχνίδια, ψυχρό και θλιμμένο, γιατί τη θέση του την πήρε ο θάνατος, που ήρθε να σφηνωθεί αποτρόπαιος και άδικος, απροσδόκητος και ακατανόητος. Οπως κάθε θάνατος και προπαντός αυτός που κόβει από τις ρίζες τους τα παιδικά όνειρα, πάνω στους ολέθριους, ελλαδικούς δρόμους, στα σοκάκια της ματωμένης Ραμάλα, της φρικαλέας Βαγδάτης, στα βουβά σχολεία της Νότιας Ρωσίας, στις άνυδρες πεδιάδες του Σουδάν. Ο θάνατος που δίνει την ευκαιρία στους υπεύθυνους πολιτικούς να εκβράσουν ακόμα μια φορά τον υποκριτικό τους θρήνο, τις αβασάνιστες υποσχέσεις τους. Ο θάνατος που δίνει την ευκαιρία σε τυπικούς δικαστές να απαγγείλουν κατηγορίες, χωρίς τιμωρία, αστυνόμους να περιγράφουν άκαιρες συνθήκες δυστυχημάτων. Και, προπάντων, ο θάνατος που δίνει την ευκαιρία σε μοχθηρούς εμπόρους να δικαιολογούν την ασυδοσία τους, σε νυσταλέους νταλικέρηδες να καταγγέλλουν αυθαιρεσίες κερδοσκόπων αφεντικών και σε νεόκοπους ρεπόρτερ να αναζητούν την πρώτη είδηση μέσα σε σπαράγματα ζωής στο όνομα της θεαματικότητας. Στη μνήμη τους, λοιπόν!


Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ