Και πρώτα πρώτα, όταν μιλούμε για Μνημεία, πρέπει να δεχόμαστε, με κάποιον τρόπο, πως η ιστορική λειτουργία ενός «μνημείου» είναι η συμβολική δυνατότητά του να φέρνει στη μνήμη των ανθρώπων ένα συγκεκριμένο Γεγονός ή να μας αποκαλύπτει την ανάπτυξη μιας διαδικασίας, η σημασία της οποίας για τη διαμόρφωση της Ιστορίας και του Πολιτισμού ήταν αποφασιστική. Με τον τρόπο αυτό, αν σκεφτούμε έτσι, δηλαδή, αποφεύγουμε τη λανθασμένη αντίληψη που υποστηρίζει πως ως μνημεία είναι δυνατό να χαρακτηρίζονται μόνο συγκεκριμένες κατασκευές, που εντυπωσιάζουν με το μέγεθος, το υλικό τους ή τη «σοφία» της κατασκευής τους. Κι αυτό σημαίνει πως τόσο ο Παρθενώνας, όσο και μια χούφτα απανθρακωμένο στάρι, που βρέθηκε σε μια ανασκαφή και χρονολογείται στο 5300 π.Χ. είναι δυνατό να χαρακτηριστούν ως μνημεία, το καθένα από αυτά για διαφορετικούς λόγος. Ο Παρθενώνας, γιατί από τη μια πλευρά μάς αποκαλύπτει τις κατασκευαστικές δυνατότητες του 5ου προχριστιανικού αιώνα, και από την άλλη, γιατί συμβολίζει τις αντιλήψεις μιας κοινωνίας για το περιεχόμενο της σχέσης του Ανθρώπου με τη Δημοκρατία, την Ελευθερία και την Ειρήνη. Το απανθρακωμένο στάρι που χρονολογείται στην 6η προχριστιανική χιλιετία μάς αποκαλύπτει το επίπεδο ανάπτυξης και τη σχέση του Ανθρώπου με τη Γη μιας κοινωνίας που έζησε 7.500 χρόνια, πριν από μας.
Μνημείο, επίσης, είναι η στημένη, στην κεντρική πλατεία μιας μικρής κωμόπολης, απέριττη μαρμάρινη κολόνα, στην επιφάνεια της οποίας είναι γραμμένα τα ονόματα των νεκρών του πρόσφατου πολέμου, όσο και η μεγαλοπρεπής κατασκευή του Αγνωστου Στρατιώτη στην πλατεία του Συντάγματος της Αθήνας. Δυστυχώς, ο τρόπος με τον οποίο ασκήθηκε η Αρχαιολογία και η ιστορία της Τέχνης γενικά, και γράφτηκε η Ιστορία επέβαλε άλλες επιλογές. Ετσι, καταλήξαμε σήμερα να θεωρούμε ως βασικό στοιχείο ενός Μνημείου την «εντύπωση» και όχι το συμβολισμό του. Το μέγεθος, με άλλα λόγια, και το πολύτιμο υλικό της κατασκευής του και όχι την αναφορά του στην προσπάθεια του Ανθρώπου να παραγάγει τις αντικειμενικές συνθήκες της ύπαρξής του, να διαμορφώσει την Ιστορία, επομένως και τον Πολιτισμό.
Με βάση μια τέτοια αντίληψη είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως το πανό που κρεμάστηκε στα βραχώδη πρανή της Ακρόπολης και διαδήλωνε την πίστη ενός λαού για την ειρήνη και την αγανάκτησή του ενάντια σ' αυτούς που τη φαλκιδεύουν ούτε την υπόσταση των μνημείων του «ιερού λόφου» κατέστρεφε ούτε την ακεραιότητά τους. Αντίθετα, υποστήριζε με το περιεχόμενό του και το «μνημειακό» του μέγεθος τη συμβολική τους λειτουργία. Εφερνε στη μνήμη των ανθρώπων την ιστορία μιας εποχής και βοηθούσε με τις καταγγελίες του όλους μας να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία ενός μνημείου στη σύγχρονη ζωή μας. Να φέρουμε, επιτέλους, με σοβαρό τρόπο, τη συζήτηση, για να αμφισβητήσουμε, αν χρειάζεται, και χρειάζεται, τους τρόπους με τους οποίος επιβάλλονται σ' αυτή τη ζωή τα σύμβολα και η λειτουργία τους, τα εθνικά ιδεώδη και τα εθνικά «στοιχήματα». Να αμφισβητήσουμε, αν χρειάζεται, και χρειάζεται, τους τρόπους με τους οποίους τοποθετείται η εκπαίδευσή μας απέναντι στην Ιστορία. Να αμφισβητήσουμε, αν χρειάζεται, και χρειάζεται, τους τρόπους, με τους οποίους διαμορφώνονται οι πολιτικές που ασκούνται στο χώρο του πολιτισμού. Δυστυχώς, όμως, τέτοιες αμφισβητήσεις φαίνεται πως ξεχνιούνται κάτω από τα φώτα των πυροτεχνημάτων και των εορταστικών βεγγαλικών. Γι' αυτό και πολύ σοβαρά αναρωτιέμαι: Μήπως τελικά ένα τέτοιο πανό, σαν αυτό που κρεμάστηκε στα βράχια της Ακρόπολης, ήρθε η ώρα να μας σκεπάσει όλους μας, για να θυμηθούμε ό,τι ξεχάσαμε!
Του
Γ.Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ