Κυριακή 4 Ιούλη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ατομική βία και βία των μαζών

Πολιτική τρομοκρατία και κοινωνικά κινήματα

Ως γνωστόν, οι κοινωνίες μας εδραιώνουν το θετικο-δικαιικό τους σύστημα «στην καθολική νομιμοποιητική ισχύ του κράτους. Κατ' αυτήν, το σύγχρονο κράτος, ως γενική πολιτική μορφή της κοινωνίας των πολιτών αποτελεί το μοναδικό ιστορικο-κοινωνικό υποκείμενο δικαίου, στο οποίο ο άνθρωπος, σε κάποια στιγμή της ιστορίας του, εκχωρεί το δικαίωμα της τιμωρίας και το αποκλειστικό δικαίωμα της άσκησης της βίας. Πίσω όμως από αυτή την όψη της πραγματικότητας, που αναδεικνύει τους κοινούς έννομους σκοπούς, υπάρχει η άλλη όψη της πραγματικότητας, που αποκαλύπτει το συγκρουσιακό χαρακτήρα του συστήματος παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης. Στον ταξικό χαρακτήρα του κράτους και στην αναγκαιότητα αναίρεσης "των ηθικών και δικαιικών σκοπών του" αναφέρεται συνήθως η λογική της εξέγερσης καθώς και η λογική της τρομοκρατικής βίας».

Παραφράζοντας την άποψη του Γερμανού κοινωνικού φιλοσόφου και συνιδρυτή της «Σχολής της Φρανκφούρτης» Μαξ Χόρκχαϊμερ σχετικά με τα αίτια του φασισμού, ότι «δεν μπορούμε να μιλούμε για φασισμό, αν δε μιλήσουμε πρώτα για τον καπιταλισμό», θα μπορούσε κανείς να πει «ότι δεν μπορούμε να μιλούμε για την τρομοκρατία, αν δε μιλήσουμε πρώτα για την εξουσία και συνακόλουθα για τη βία» των ισχυρών. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, η προβληματική της βίας είναι αλληλένδετη με τις επιλογές, αποφάσεις και τον έλεγχο που ασκούν σε πλανητική πλέον κλίμακα οι ισχυροί της Γης, με πρωταγωνιστή τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τους συμμάχους της. Δεν είναι δυνατόν, τονίζει με έμφαση ο Νόαμ Τσόμσκι, να αντιμετωπίσουμε την τρομοκρατία των αδυνάτων κατά των ισχυρών, χωρίς να αντιμετωπίζουμε «την ανομολόγητη, αλλά πολύ σκληρότερη τρομοκρατία των ισχυρών κατά των αδυνάτων».

Ο ρόλος της βίας στην ιστορία αποτελεί, ως γνωστόν, κεντρικό σημείο στην κοινωνική θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. «Η βία, γράφει ο Κάρολος Μαρξ στο "Κεφάλαιο", είναι η μαμή κάθε παλαιάς κοινωνίας που κυοφορεί μέσα της μια καινούρια. Η ίδια αποτελεί οικονομική δύναμη». Με τον ορισμό αυτό της βίας, ο Μαρξ δίνει το στίγμα της επαναστατικής βίας, την οποία και συνδέει άμεσα με την ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας, τις οικονομικές σχέσεις, τις μορφές εξουσίας που αυτές συνεπάγονται και τέλος με τη διαδικασία συνειδητοποίησης των μαζών. Ο Μαρξ, τον οποίο επικαλούνται συχνά οι θιασώτες της ατομικής βίας, όπως πολύ σωστά παρατηρεί η Χάνα Αρεντ σε δοκίμιό της για τη βία, «είχε επίγνωση του ρόλου της βίας στην ιστορία, αλλά γι' αυτόν τούτος ο ρόλος ήταν δευτερεύων. Δεν ήταν η βία που επέφερε το τέλος της παλιάς κοινωνίας, αλλά οι εγγενείς αντιφάσεις της. Τα ξεσπάσματα βίας προηγούνταν της ανάδυσης μιας νέας κοινωνίας, αλλά δεν την προκαλούσαν, γι' αυτό και ο Μαρξ τα παρομοιάζει με τις ωδίνες του τοκετού, οι οποίες προηγούνται μεν του γεγονότος της οργανικής γέννησης, αλλά φυσικά δεν το προκαλούν. Με το ίδιο πνεύμα θεωρούσε το κράτος ως εργαλείο βίας στα χέρια της άρχουσας τάξης. Αλλά η πραγματική δύναμη της άρχουσας τάξης δε συνίστατο ούτε στηριζόταν στη βία. Οριζόταν από το ρόλο που έπαιζε η άρχουσα τάξη στην κοινωνία ή, ακριβέστερα, από το ρόλο της στη διαδικασία της παραγωγής».

Ορισμένοι επικαλούνται, προκειμένου να δικαιολογήσουν την αναγκαιότητα της ένοπλης σύγκρουσης με το πολιτικό σύστημα, τη γνωστή ρήση του Μαρξ ότι «το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κριτική των όπλων» ή ακόμη και την άποψη του Μάο Τσε-Τουνγκ ότι «η δύναμη απορρέει από την κάννη ενός όπλου», όμως οι απόψεις αυτές αποτελούν περισσότερο υπενθυμίσεις ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα δε σκοπεύει να παραιτηθεί εθελοντικά και πως θα χρησιμοποιήσει με κάθε τρόπο τους μηχανισμούς καταστολής που διαθέτει, είτε με τη μορφή της αστυνομίας και του στρατού, είτε με τον αποκλεισμό των μαζών από τη συμμετοχή στην κατανομή του κοινωνικού πλούτου. Ο ίδιος ο Μαρξ, με τη γνωστή του φράση πως «το κλειδί της ιστορίας είναι ο συντηρητισμός των μαζών», ποτέ δεν έπαυσε να θεωρεί τις μάζες και μόνον υποκείμενο της ιστορίας, η πολιτική συνειδητοποίηση των οποίων αποτελεί, κατά την άποψή του, conditio sine qua non (εκ των ων ουκ άνευ) για την υλοποίηση της αταξικής κοινωνίας. Η λογική της ατομικής βίας, λοιπόν, είναι ξένη προς τη μαρξιστική σκέψη που έχει ως αρχή και τέλος τον άνθρωπο, τον πνευματικά, πολιτικά και κοινωνικά χειραφετημένο άνθρωπο. Στο πνεύμα αυτό κινείται και η Χάνα Αρεντ, την οποία κανείς δε θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ως οπαδό της μαρξιστικής αντίληψης για την ιστορία. Γράφει, λοιπόν, σχετικά με την ατομική βία: «Οι πολιτικές δολοφονίες, πέρα από κάποιες πράξεις τρομοκρατίας εναντίον μεμονωμένων ατόμων που διαπράχθηκαν από μικρές ομάδες αναρχικών, αποτελούσαν κυρίως προνόμιο της Δεξιάς, ενώ οι οργανωμένες ένοπλες εξεγέρσεις παρέμειναν ειδικότητα των στρατιωτικών. Η Αριστερά ήταν και παραμένει πεπεισμένη ότι όλες οι συνωμοσίες δεν είναι μόνο άχρηστες αλλά και επιζήμιες. (Ηξερε) πολύ καλά ότι οι επαναστάσεις δε γίνονται εκ προθέσεως και αυθαίρετα, αλλά ότι ήταν παντού και πάντοτε το αναγκαίο αποτέλεσμα συγκυριών εντελώς ανεξάρτητων από τη θέληση και την καθοδήγηση συγκεκριμένων κομμάτων και ολόκληρων τάξεων». Ο Λέον Τρότσκι, πάλι, μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του επαναστατικού κινήματος της Ρωσίας, αναφερόμενος στην τρομοκρατία, γράφει: «Ο λόγος για τον οποίο είμαστε εναντίον της υποκειμενικής τρομοκρατίας είναι ότι περιορίζει την πολιτική συνείδηση των μαζών. Οι τελευταίες εθίζονται έτσι στην αδυναμία τους να εναποθέτουν τις ελπίδες τους μόνον σε έναν μεγάλο εκδικητή και ελευθερωτή που θα έρθει κάποια μέρα για να τις σώσει».

Οπως ο σκοπός δεν «αγιάζει τα μέσα», έτσι και τα μέσα δεν αγιάζουν το σκοπό. Η χρήση της ατομικής βίας, ως μέσου για την επίτευξη πολιτικών στόχων, εκθέτει τους ίδιους τους πολιτικούς στόχους. Δεν αμφιβάλλει κανείς πως σε περιπτώσεις που οι καταπιεσμένοι «δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο εκτός από τις αλυσίδες τους», και τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν δυστυχώς στην εποχή μας πάρα πολλές, προσφεύγουν, ενόψει της υπεροχής του αντιπάλου σε πολεμικά μέσα εξόντωσης, στη λύση της ατομικής βίας, θυσιάζοντας συχνά τον ίδιο τον εαυτό τους. Τέτοιου είδους πράξεις, όσο κατανοητές κι αν είναι για συναισθηματικούς λόγους, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να αποτελέσουν την ultima ratio (το τελευταίο επιχείρημα) ενός λαού που αγωνίζεται για την επιβίωσή του.

Η ατομική βία εκφράζει περισσότερο την άρνηση μιας παρούσας κατάστασης και δεν μπορεί να υποκαταστήσει σε καμιά περίπτωση την υλική δύναμη της πολιτικά και κοινωνικά συνειδητοποιημένης μάζας. Το ερώτημα είναι, αν και σε ποιο βαθμό τα κοινωνικά κινήματα, στο βαθμό που υφίστανται, μπορούν να αντιμετωπίσουν την αλαζονεία των ισχυρών του κόσμου, δρομολογώντας νέες εξελίξεις, ικανές να αποτρέψουν το νέο κύμα βαρβαρότητας που απειλεί τον ήδη ταλαιπωρημένο πλανήτη μας. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις, όσο κι αν διατείνονται ότι αποτελούν την πρωτοπορία του αγωνιζόμενου λαού, υπηρετούν σε τελευταία ανάλυση, ανεξάρτητα από τα θεωρητικά και ιδεολογικά τους προτάγματα, συνειδητά ή ασυνείδητα τη λογική του κατεστημένου, στο βαθμό που λειτουργούν ως άλλοθι για την περαιτέρω ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους σε βάρος των ατομικών ελευθεριών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Με αφορμή την πάταξη της τρομοκρατίας, υπονομεύονται βασικές αρχές ακόμη και αυτού του αστικού κράτους δικαίου, όπως π.χ. στην περίπτωση της δημοσιοποίησης των καταθέσεων των συλληφθέντων, εξέλιξη που εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους σε ό,τι αφορά το μέλλον των κοινωνιών μας.

Σε αντίθεση με άλλες εποχές, όταν η εξουσία ήταν προσωποποιημένη, ταυτιζόταν δηλαδή στη συνείδηση του λαού με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, όπως π.χ. ο μονάρχης, η εξόντωση του οποίου θα μπορούσε να λειτουργήσει συμβολικά, δρομολογώντας πιθανές πολιτικές εξελίξεις, στις οργανωμένες κοινωνίες, όπως οι δικές μας, η ατομική βία είναι όχι μόνον πολιτικά αναποτελεσματική, αλλά και αδιέξοδη, δεδομένου ότι κανείς στους κόλπους του συστήματος δεν είναι αναντικατάστατος, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται στην ιεραρχία της εξουσίας. Ετσι, η ατομική βία που ασκούν οι τρομοκρατικές οργανώσεις, αφαιρώντας τη ζωή συγκεκριμένων ατόμων, είναι όχι μόνον ηθικά καταδικαστέα, αλλά και από κάθε άποψη αντεπαναστατική. Η τρομοκρατική βία δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υποκαταστήσει την επαναστατική πράξη των συνειδητοποιημένων μαζών και με την έννοια αυτή δε νομιμοποιείται πολιτικά. Πολύ περισσότερο σήμερα που η δύναμη του συστήματος δε συνίσταται τόσο στην ύπαρξη κατασταλτικών μηχανισμών όσο στις διάφορες μορφές συμβολικής βίας, όπως π.χ. ο καταναλωτισμός, η μόδα και πάνω απ' όλα τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας γενικά και της τηλεόρασης ειδικότερα, που αποτελούν και τα πλέον αποτελεσματικά μέσα συνειδητής χειραγώγησης και ενσωμάτωσης των μαζών στη λογική του συστήματος.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ